Ο Καναδάς είναι μια αγορά που έχει ίσως τη μεγαλύτερη παραγωγή «φέτας», από αγελαδινό γάλα φυσικά, εκτός της Ελλάδας. Μάλιστα στην παραγωγή της δραστηριοποιούνται θυγατρικές εταιρείες δύο εκ των μεγαλυτέρων πολυεθνικών ομίλων διεθνώς, της Kraft και της Parmalat που ανήκει στον όμιλο Lactalis. Ομως ο μεγαλύτερος παραγωγός καναδικής «φέτας» είναι ένας σλαβομακεδόνας επιχειρηματίας που ελέγχει το 65% της τοπικής αγοράς –μάλιστα το brand name του προϊόντος του είναι «Μακεδονία»!
Αυτή η δυνατή επιχειρηματική παρουσία στην καναδική αγορά «φέτας» εξηγεί τους λόγους της επιμονής του Καναδά στη διάρκεια διαπραγμάτευσης και επικύρωσης της CETA να αφαιρεθεί η Προστασία Ονομασίας Προελεύσεως (ΠΟΠ) σε ένα από τα πιο διάσημα ελληνικά προϊόντα. Ωστόσο είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι καναδοί επίσημοι έλεγαν σε εκπροσώπους ελληνικών επιχειρηματικών φορέων πως ούτε λίγο ούτε πολύ οι Ελληνες θα πρέπει να τους οφείλουν χάρη!..
Και τούτο διότι θα μπορούσε κάποιος από τους πολυεθνικούς ομίλους που παράγουν στην καναδική αγορά να προσφύγει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) ισχυριζόμενος πως ο ΠΟΠ χαρακτήρας του ελληνικού προϊόντος στην Ευρωπαϊκή Ενωση βλάπτει τα συμφέροντά του και αφού εξασφάλιζε τη θετική απόφανση του ΠΟΕ, εν συνεχεία ο Παγκόσμιος Οργανισμός θα στρεφόταν εναντίον της Ευρωπαϊκής Ενωσης και βεβαίως τον λόγο θα είχαν τα διεθνή δικαστήρια, όπου θα αντιπαρατίθεντο το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» με τη ζημιά της πολυεθνικής δραστηριότητας.
Αντιδράσεις
Ολα αυτά όμως δεν έγιναν και ως εκ τούτου οι έλληνες επιχειρηματίες πρέπει να ευγνωμονούν τους καναδούς επισήμους. Ετσι το ελληνικό προϊόν μπορεί να εξάγεται στην καναδική αγορά χωρίς την ισχύ του ΠΟΠ χαρακτήρα του που έχει στην ευρωπαϊκή.
Το ερώτημα που τίθεται στην προκειμένη περίπτωση είναι γιατί δεν συνέβη το ίδιο με το γαλλικό τυρί ροκφόρ ή την ιταλική μοτσαρέλα. Η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει καναδική παραγωγή σε αυτούς τους τύπους των τυροκομικών προϊόντων. Επειδή όμως η φέτα δεν είναι μόνο το δημοφιλέστερο τυροκομικό προϊόν στην Ελλάδα αλλά έχει ισχυρή παραγωγική δραστηριότητα που εκτείνεται από τον πρωτογενή ως τον δευτερογενή τομέα της οικονομίας, στον εμπορικό κίνδυνο που έχει εμφανιστεί στον ορίζοντα, οι πολιτικές αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις είναι περίπου αυτονόητες.
Εσωτερική σύγκρουση
Η σύγκρουση, λοιπόν, μεταξύ της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης ξεκίνησε από τις Βρυξέλλες, όπου ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Βαγγέλης Αποστόλου ήταν ο άμεσα εμπλεκόμενος στις διαπραγματεύσεις κατά το μέρος που αφορούσαν τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, μεταφέρθηκε εν συνεχεία στο Στρασβούργο, όπου οι ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ψήφισαν υπέρ της CETA στα πλαίσια της πειθαρχίας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος ενώ οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ την καταψήφισαν, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνησή τους συμμετείχε στην προετοιμασία της. Και ακολούθως μεταφέρθηκε σε επιμέρους περιοχές της χώρας, όπως επί παραδείγματι στη Λάρισα την οποία απέφυγε να επισκεφθεί προ ημερών ο κ. Αποστόλου φοβούμενος τις αντιδράσεις των κτηνοτρόφων.
Το θέμα όμως πρόκειται να έχει και συνέχεια. Επίκειται η επικύρωση της συμφωνίας από το εθνικό Κοινοβούλιο, μόνο που δεν υπάρχει δεσμευτική ημερομηνία ψήφισής της –η συμφωνία ήδη εφαρμόζεται με προσωρινή απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ορισμένες πηγές υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να καθυστερήσει την κατάθεσή της στη Βουλή και αν είναι δυνατόν να αφήσει την ψήφισή της ως εκκρεμότητα στην επόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Αν οι υποψίες αυτές είναι ορθές θα φανεί το επόμενο διάστημα.
«Βουτιά» κατανάλωσης στην εσωτερική αγορά
Στην εσωτερική αγορά η κατάσταση πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Ο περιορισμός της κατανάλωσης από 90.000 τόνους ετησίως στους 60.000 τόνους έχει προκαλέσει την πτώση τόσο των εργοστασιακών τιμών όσο και των λιανικών.
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, από 5 ευρώ το κιλό που ήταν η μέση χονδρική τιμή πριν από τρία χρόνια έχει πέσει στα 4,4 ευρώ το κιλό.
Σε πολλές περιπτώσεις πολλά τυροκομεία από τα περίπου 150 που λειτουργούν σήμερα, κυρίως τα μικρού και μεσαίου μεγέθους τα οποία εξαρτώνται αποκλειστικά από την εσωτερική αγορά, πωλούν επί ζημία και βρίσκονται σε αδιέξοδο.
Παρά τον μεγάλο αριθμό τυροκομικών επιχειρήσεων, οι δέκα μεγαλύτερες μονάδες με ετήσια παραγωγή από 3.000 ως και 10.000 τόνους ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας αγοράς. Το μόνο ενθαρρυντικό στοιχείο, αλλά και αυτό με αρκετά προβλήματα, είναι η σημαντική αύξηση των εξαγωγών στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων.
Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, ο όγκος των εξαγωγών ανέρχεται σε περίπου 52.000 τόνους ετησίως, με σημαντικότερες αγορές της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, με τη διαφορά όμως ότι οι τιμές εξαγωγής είναι χαμηλές – μέση τιμή μόλις 5,9 ευρώ το κιλό -, γεγονός που με δυσκολία επιτρέπει στις τυροκομικές επιχειρήσεις στις περισσότερες περιπτώσεις να έχουν ένα περιορισμένο κέρδος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ