H κουβέντα μας έγινε μόλις μία ημέρα μετά την άφιξή του στην Αθήνα. Είναι η πρώτη φορά που ο Ντάγκλας Λι βρίσκεται στην πρωτεύουσα για λόγους επαγγελματικούς, αν και η ίδια η πόλη δεν του είναι άγνωστη. Διατηρεί φιλίες και αναμνήσεις από προηγούμενες, πιο «χαλαρές» επισκέψεις: του αρέσει ο καιρός, οι άνθρωποι, θυμάται παλαιότερες «εξορμήσεις» για κάμπινγκ και βόλτες σε παραλίες… Εν προκειμένω, ο 40χρονος βρετανός χορογράφος συνεργάζεται με το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο «Fortress», ένα νέο έργο που δημιουργεί ειδικά για το συγκρότημα, επάνω στο σόλο πιάνο του Ετσιο Μπόσο με τίτλο «Το 12ο δωμάτιο». Θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του σπονδυλωτού τριπτύχου «Τοπία», της πρώτης παραγωγής της Λυρικής στην Κεντρική Σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος του ΚΠΙΣΝ, κατά την τρέχουσα περίοδο της δοκιμαστικής λειτουργίας.
Ο Λι δηλώνει ικανοποιημένος από την πρώτη του επαφή με το μπαλέτο. «Είναι πολύ σημαντικό, όταν κάνεις μια καινούργια δουλειά, οι χορευτές να είναι δεκτικοί στην ιδέα σου και ομολογώ ότι στην προκειμένη περίπτωση ένιωσα ανακουφισμένος και χαρούμενος…».
Χορευτής χάρη στη μουσική
Εχοντας παρουσιάσει χορογραφίες του με το Μπαλέτο της Στουτγάρδης –όπου υπήρξε πρώτος χορευτής -, το Εθνικό Μπαλέτο της Νορβηγίας, το New York City Ballet, το Netherlands Dance Theatre και κάμποσες ακόμη ευρωπαϊκές ομάδες, ο Λι μιλάει με ενθουσιασμό για το «Fortress». Λέει πως όταν αρχίζει να δουλεύει επάνω σε ένα νέο έργο, κατά κανόνα το σημείο εκκίνησής του είναι ένας γενικός καμβάς. «Οταν συνεργάζομαι για πρώτη φορά με ένα συγκρότημα, θέλω να δημιουργήσω κάτι προσαρμοσμένο στους συγκεκριμένους χορευτές κι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Δεν μπορείς να πεις πολύ νωρίτερα το πού θα οδηγηθεί… Οι ιδέες και η μουσική διαμορφώνουν την κίνηση των χορευτών. Στη συνέχεια αποκρυσταλλώνω το βασικό θέμα και χτίζω το έργο μαζί με τους χορευτές».
Για τη μουσική του Ετσιο Μπόσο λέει πως αποπνέει έντονο συναίσθημα, είναι σύνθετη και με αντιθέσεις που ο ίδιος ενσωματώνει στη χορογραφία δημιουργώντας ένα σπονδυλωτό έργο, αποτελούμενο από επεισόδια, τα οποία επιτρέπουν διάφορα υποκεφάλαια ή μικροαφηγήσεις. Μιλώντας γενικότερα, λέει πως η μουσική στάθηκε η αιτία που ο ίδιος έγινε χορευτής και πλέον δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτήν, τον χορό και τα βιβλία.
Επιστρέφοντας στο «Fortress», εξηγεί πως χρησιμοποιώντας μικρότερη διανομή ελπίζει να αναδείξει τις ποιότητες κάθε χορευτή ξεχωριστά και σε συνδυασμό με τη μουσική να επιτύχει μια αίσθηση οικειότητας ανάμεσα σε αυτήν, στον χορευτή και στον θεατή.
Αναφερόμενος στο κοινό και μέσα από το πρίσμα της διεθνούς εμπειρίας του ο Ντάγκλας Λι παραδέχεται πως, από χώρα σε χώρα, ο κόσμος είναι συνηθισμένος σε διαφορετικά θέματα και ίσως έχει διαφορετικές προσδοκίες όταν πηγαίνει να δει μια παράσταση. Ο ίδιος δηλώνει ότι προσπαθεί να παραμένει έντιμος και να μην επηρεάζεται από το ποιος παρακολουθεί… Υπάρχουν άραγε συγκεκριμένα θέματα που τον εμπνέουν;
«Θα έλεγα ότι αυτό που επιδιώκω όταν φτιάχνω ένα καινούργιο κομμάτι είναι να δημιουργήσω έναν άλλον κόσμο στη σκηνή και λιγότερο να σχολιάσω ό,τι συμβαίνει στην πραγματική ζωή. Για παράδειγμα, δεν θα έλεγα ότι τα έργα μου είναι ιδιαίτερα πολιτικά. Περισσότερο επηρεάζομαι από τον εσωτερικό μου κόσμο».
Ο Μπαχ εμπνέει
Στα «Τοπία» εντάσσεται επίσης η χορογραφία «Sarabande» του διάσημου γάλλου χορευτή και χορογράφου Μπενζαμέν Μιλπιέ, διευθυντή μέχρι πρότινος του μπαλέτου της Οπερας του Παρισιού και γνωστού, πέραν όλων των άλλων, και από τον γάμο του με τη λαμπερή σταρ του Χόλιγουντ Νάταλι Πόρτμαν με την οποία απέκτησαν πρόσφατα το δεύτερο παιδί τους. Οταν ανέλαβε τη θέση τον Ιανουάριο του 2013 –για να την εγκαταλείψει το 2016 προκαλώντας διεθνή αίσθηση -, ο 39χρονος, σήμερα, Μιλπιέ είχε ήδη διαγράψει εντυπωσιακή πορεία στην Αμερική όπου υπήρξε πρώτος χορευτής του New York City Ballet. Εκεί, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, ερμήνευσε το έργο «A Suite of Dances», σε χορογραφία Τζερόμ Ρόμπινς. Σε ανάμνηση αυτού του σόλο επάνω στις υπέροχες σουίτες για βιολοντσέλο του Μπαχ, με τη σειρά του δημιούργησε το 2009 τη «Sarabande», χορογραφία βασισμένη στις Σονάτες και Παρτίτες για σόλο βιολί και την Παρτίτα για σόλο φλάουτο του ίδιου συνθέτη. Το έργο αρχίζει με μια παραλλαγή σόλο, ενώ ακολουθούν αλληλουχίες ντουέτων, τρίο ή κουαρτέτων σε μια χορογραφία ανάλαφρη, που μοιάζει να επινοεί τον εαυτό της καθώς δημιουργείται.
Το έργο «The Shaker Loops» του καλλιτεχνικού διευθυντή του μπαλέτου της ΕΛΣ Αντώνη Φωνιαδάκη συμπληρώνει το τρίπτυχο. Πρόκειται για την πρώτη δουλειά του Φωνιαδάκη με το Μπαλέτο της Λωρραίνης, για την οποία ο χορογράφος επέλεξε ένα από τα πιο δημοφιλή κομμάτια του Τζον Ανταμς, το «Shaker Loops», που γράφτηκε το 1978 για σεπτέτο εγχόρδων και το οποίο αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του μινιμαλισμού. Η χορογραφία ακολουθεί την ξέφρενη παραδοξότητα της μουσικής, η οποία βασίζεται κυρίως στην έννοια των αέναων κύκλων και των κυματισμών. Η δόνηση της μουσικής ώθησε τον Φωνιαδάκη στη σύλληψη μιας ευαίσθητης χορογραφικής παρτιτούρας, παράλληλης με το έργο του Ανταμς. Η χορογραφία αποκαλύπτει πολλές πλευρές της μουσικής «που ταιριάζει απόλυτα με τον αναβρασμό της εποχής μας», όπως σημειώνει ο χορογράφος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ