Sarah Bakewell
Στο καφέ των υπαρξιστών – Ελευθερία, ύπαρξη και κοκτέιλ βερίκοκο Μετάφραση Ανδρέας Παππάς
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2016
σελ. 448, τιμή 25 ευρώ
«Οι ιδέες είναι ενδιαφέρουσες, μα οι άνθρωποι ακόμη περισσότερο» υποστηρίζει η Αγγλίδα Σάρα Μπέικγουελ, η οποία έγινε ευρύτερα γνωστή με τη (βραβευμένη) βιογραφία του Μισέλ ντε Μοντέν που έγραψε πριν από μερικά χρόνια. Η συγγραφέας – σήμερα διδάσκει δημιουργική γραφή στο Kellog College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης – είχε μια αποκλειστική συνομιλία με «Το Βήμα» για το πλέον πρόσφατο έργο της με τον τίτλο «Στο καφέ των υπαρξιστών – Ελευθερία, ύπαρξη και κοκτέιλ βερίκοκο». Οι «New York Times» το συμπεριέλαβαν στη λίστα με τα 10 καλύτερα βιβλία του 2016. Σε αυτό το εξαιρετικό αφήγημα – μια πινακοθήκη από πορτρέτα εμβληματικών διανοητών του περασμένου αιώνα – η ίδια συνδυάζει το φιλοσοφικό με το βιογραφικό στοιχείο, επιχειρώντας μια συναρπαστική αναδρομή στην ιστορία του υπαρξισμού και της φαινομενολογίας. «Ουσιαστικά είμαι περισσότερο βιογράφος παρά φιλόσοφος – με ενδιαφέρει πώς οι άνθρωποι βιώνουν τον κόσμο γύρω τους και πώς διαχειρίζονται τη ζωή τους. Οποτε ερευνώ πώς έζησαν οι φιλόσοφοι, εξετάζω τόσο τις ιδέες όσο και τον βίο τους – όχι μόνο με ποιον τρόπο οι ιδέες συνδέονται με τις επιλογές τους, αλλά και πώς αυτές οι ιδέες προέκυψαν μέσα από τις διαδρομές των ζωών τους. Ενα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ζαν-Πολ Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ: αποφάσισαν να έχουν μια ανοιχτή σεξουαλική σχέση, για περισσότερο από 50 χρόνια ο ένας ήταν ο βασικός σύντροφος του άλλου, αλλά ήταν ελεύθεροι να έχουν κι άλλους ερωτικούς παρτενέρ. Εχω την αίσθηση ότι αυτό δεν ήταν μονάχα μια προσωπική επιλογή, είχε να κάνει ευρύτερα με τη φιλοσοφία που ανέπτυξαν γύρω από την ελευθερία. Από την άλλη πλευρά, αυτή η επιθυμία για ατομική ανεξαρτησία ίσως να επηρέασε και τον τρόπο με τον οποίο φιλοσοφούσαν για την ελευθερία». Πάντως η διάρκεια εκείνης της σχέσης, όπως εξηγεί η Σάρα Μπέικγουελ στο βιβλίο της, σφυρηλατήθηκε από την ουσία, από το γεγονός δηλαδή ότι «ήταν μια σχέση συγγραφέων».
Εντοπίζετε τις απαρχές του σύγχρονου υπαρξισμού στον Κίρκεγκορ και στον Νίτσε και, βασικώς, στη γερμανική φαινομενολογία. Δεν είναι λίγο άδικο κάποιος να γνωρίζει τον Σαρτρ λ.χ. αλλά να μην έχει ακούσει ποτέ τα ονόματα Εντμουντ Χούσερλ και Μάρτιν Χάιντεγκερ;
«Πράγματι, έχουν γράψει πολλοί για τον υπαρξισμό χωρίς να έχουν συνεκτιμήσει όπως θα έπρεπε τη σημασία της φαινομενολογίας –πολύ απλά γιατί η φαινομενολογία ουδέποτε κατέκτησε την αντίστοιχη δημοφιλία. Φτιάξτε την εικόνα. Αν υπαρξισμός σημαίνει το να κάθεσαι σε ένα παρισινό καφέ, να φοράς μαύρο ζιβάγκο και να καπνίζεις τσιγάρα Γκολουάζ, τότε φαινομενολογία σημαίνει το να εργάζεσαι (βασικότατα) σε γερμανικά πανεπιστήμια –αυτό δεν φαντάζει και τόσο ελκυστικό! Τι είναι όμως η φαινομενολογία; Στην πλέον απλουστευμένη εκδοχή της, η φαινομενολογία είναι μια μέθοδος: ένας τρόπος να φιλοσοφείς, που βασίζεται στην περιγραφή των φαινομένων καθώς εσύ τα βιώνεις, και όχι τόσο σε αφηρημένες θεωρίες. Μια πολύ ριζοσπαστική μέθοδος, εδώ που τα λέμε, γιατί σηματοδοτεί την επιστροφή της φιλοσοφίας στο σημείο από όπου θα έπρεπε πάντα να εκκινεί, στο εδώ και στο τώρα. Στην καθημερινή πραγματικότητα, αυτή τη στιγμή, όπως τη βιώνουμε».
Αναδεικνύετε τον τρόπο με τον οποίο άλλαζαν οι υπαρξιστές την οπτική τους καθώς άλλαζε ο κόσμος γύρω τους. Λέτε χαρακτηριστικά ότι ο πόλεμος άλλαξε τα πάντα και τους πάντες. Αρα; Το κίνημα αυτό υπήρξε ευθέως απότοκο του καιρού του;
«Ο μοντέρνος υπαρξισμός, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, αναδύθηκε σίγουρα ως αποτέλεσμα της συνολικής εμπειρίας του πολέμου –άρχισε κατά την ταραγμένη δεκαετία του 1930 και σημείωσε τη μεγαλύτερη επιτυχία του μια δεκαετία περίπου μετά το τέλος που πολέμου. Στη Γαλλία, ειδικότερα, συνδέθηκε απολύτως με την εμπειρία της Κατοχής, η οποία ήταν παράξενη για τους περισσότερους –ένας συνδυασμός αληθινών κινδύνων και μιας κάποιας επιφανειακής κανονικότητας. Εκτιμώ, ωστόσο, ότι η επιτυχία του είχε πρωτίστως να κάνει με τη γενικότερη διάθεση στο τέλος του πολέμου».
Τι εννοείτε;
«Αίφνης, πολλά πράγματα έγιναν προφανή σε πολλούς, κυρίως στους νεότερους. Πρώτον, τα ανθρώπινα όντα ήταν ικανά να προβούν σε τερατωδίες αλλά και να επιδείξουν ηρωική δράση –άρα υπήρχε μια εκτεταμένη αμφιβολία για το τι σήμαινε να είσαι άνθρωπος. Δεύτερον, ο πόλεμος είχε καταστρέψει όλες τις παλιές βεβαιότητες και είχε κλονίσει θεσμούς όπως το Κράτος, η Εκκλησία, ακόμη και η οικογένεια, δεδομένου ότι πολλές οικογένειες διαιρέθηκαν, άλλες συνεργάστηκαν με τον κατακτητή και άλλες αντιστάθηκαν. Κοντολογίς, τα παλιά ήθη είχαν χάσει την κυρίαρχη αυθεντία τους, πράγμα που ασφαλώς είχε και μια θετική πλευρά: άνοιγαν οι προοπτικές για νέα ξεκινήματα».
Δηλαδή;
«Νέοι τρόποι ζωής μπορούσαν πλέον να επινοηθούν. Δεν έπρεπε αναγκαστικά να παντρευτείς, να γίνεις ένας τυπικός αστός οικογενειάρχης, να βρεις μια καλή δουλειά, να εκκλησιάζεσαι. Μπορούσες να ζήσεις και με έναν άλλον τρόπο, στη βάση της ελεύθερης επιλογής. Και αυτό συνεπήρε τότε τη νεολαία. Τέλος –άλλη μια θεμελιώδης διαφορά -, μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, κατέστη σαφές ότι τα ανθρώπινα όντα μπορούν να αυτοκαταστραφούν, αν δεν λαμβάνουμε τις σωστές αποφάσεις κάθε φορά. Τόσο ο Αλμπέρ Καμί όσο και ο Σαρτρ έγραψαν δοκίμια για αυτό, το 1945, υποστηρίζοντας πως, έκτοτε, το ανθρώπινο είδος θα έπρεπε να αποφασίζει κάθε μέρα αν θέλει να επιβιώσει. Αυτή είναι η έσχατη υπαρξιστική πρόκληση –η διαχείριση της ελευθερίας μας. Και παραμένει εξόχως επίκαιρη».
Στην αφήγησή σας βαραίνουν, νομίζω, οι πολιτικές διαφωνίες. Γιατί; Σκέφτομαι, βέβαια, τον Ρεϊμόν Αρόν και τον Σαρτρ και ψυχανεμίζομαι γιατί…
«Η πολιτική αγγίζει πραγματικά κάθε πτυχή της ζωής μας: τι πιστεύουμε, σε τι αποδίδουμε αξία, πώς θέλουμε να είναι ο κόσμος γύρω μας. Κάτι που επηρεάζει και τους εαυτούς μας και τις φιλίες μας. Η ιστορία του υπαρξισμού μπορεί εύκολα να ειδωθεί και ως μια μακρά αλυσίδα από διαμάχες. Είναι πασίγνωστο ότι ο Σαρτρ και η Μποβουάρ διέκοψαν τις σχέσεις τους με πολλούς φίλους τους, συμπεριλαμβανομένου του Καμί. Ομως πολλοί από αυτούς είχαν, με τη σειρά τους, τις δικές τους διαμάχες, είτε μεταξύ τους είτε με άλλους. Το θεμελιώδες ερώτημα που έθεσαν είναι το εξής: μπορείς να παραμένεις φίλος με κάποιον που διαφωνείς πολιτικά; Αρχικά ο Σαρτρ και η Μποβουάρ θεώρησαν ότι γινόταν αυτό, αργότερα όμως άλλαξαν γνώμη, επειδή ακριβώς αυτό το θεωρούσαν κομβικής σημασίας. Το ίδιο το μέλλον του κόσμου διακυβευόταν, κατά την άποψή τους. Συντελούνταν μεγαλειώδεις αλλαγές τότε και είχε τεράστια σημασία να επιλέξεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Νομίζω ότι μπορούμε να το κατανοήσουμε στο πλαίσιο εκείνης της εποχής. Οι δεκαετίες του 1940 και του 1950 στη Γαλλία ήταν έντονες. Οταν ζεις σε μια περίοδο με περισσότερη πολιτική ηρεμία, είναι εύκολο να παραβλέψεις τις πολιτικές διαφωνίες των φίλων σου, να πεις δεν έχει τόση σημασία. Οποτε όμως αρχίζει η πολιτική αναταραχή, τα πράγματα γίνονται ακραιφνώς συναισθηματικά».
Θα ήθελα να σταθώ στην περίπτωση του Χάιντεγκερ και τη σχέση του με τον ναζισμό, καθώς και στη σχέση του Σαρτρ με τον σταλινισμό. Πώς νομίζετε ότι πρέπει να τους κρίνουμε σήμερα για αυτές τις επιλογές;
«Η περίπτωση Χάιντεγκερ έχει προκαλέσει πονοκέφαλο σε πολλούς: υπήρξε ένας εξέχων φιλόσοφος που εμφανώς συμπαθούσε τους ναζιστές –πώς ακριβώς βγάζει νόημα αυτό; Ορισμένοι έχουν προσπαθήσει να κρατήσουν τα «ασφαλή» μέρη της φιλοσοφίας του και να απορρίψουν τα επικίνδυνα μέρη της. Εχω την αίσθηση ότι αυτό δεν λειτουργεί –δεν μπορούμε απλά να προσποιούμαστε ότι δεν υπήρχαν καν σκοτεινά μέρη. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του Σαρτρ, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις πράγματι στήριξε απεχθέστατα καθεστώτα –αν και ο Σαρτρ άλλαζε συνεχώς απόψεις! Είναι ωστόσο σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο Σαρτρ δεν υπήρξε ακριβώς ένας αταλάντευτος θιασώτης του σταλινισμού –αυτό ίσχυσε για μια σύντομη περίοδο, στη Σοβιετική Ενωση μισούσαν και τον Σαρτρ και τον υπαρξισμό του, τον αποκαλούσαν «ύαινα με γραφομηχανή» και τα έργα του ήταν απαγορευμένα στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Γενικότερα, οι απαντήσεις δεν είναι καθόλου εύκολες, ειδικά με τον Χάιντεγκερ, που ήταν ένα αίνιγμα, ακόμη και για τους οικείους του. Τον παρακαλούσαν να εξηγηθεί, να απολογηθεί, αλλά δεν το έκανε ποτέ».
Υπάρχουν όμως και αυτοί που δικαιώθηκαν για τη στάση τους, όπως ο Αλμπέρ Καμί. Δεν συμφωνείτε;
«Θαυμάζω απεριόριστα τον Καμί, ως μια φωνή ηθικής διαύγειας από πολλές απόψεις. Με ενδιαφέρουν όμως οι λόγοι για τους οποίους οι Σαρτρ και Μποβουάρ έβρισκαν τη φιλοσοφία του προβληματική –εντόπιζαν ένα είδος αφέλειας στον ίδιο, έκριναν ότι δεν αναμετράται με τα δύσκολα ερωτήματα που αφορούσαν την πολιτική του παρόντος και του μέλλοντος. Επιπλέον, θεωρούσαν τις ιδέες του για το «παράλογο» κάπως αβαθείς. Μετά τον θάνατο του Καμί, ο Σαρτρ έγραψε έναν επικήδειο με τον οποίο τον ενέτασσε στη μεγάλη παράδοση των γάλλων μοραλιστών (moralistes) και νομίζω πως είχε δίκιο. Και πάλι όμως, εγώ προσπαθώ να κατανοήσω και όχι να κρίνω τελεσίδικα, ούτε να πάρω αναγκαστικά το μέρος κάποιου…».
Και λογοτεχνικά μιλώντας πάντως, ο Καμί αποδεικνύεται πιο διαχρονικός από τον Σαρτρ…
«Τα μυθιστορήματα του Καμί μού αρέσουν, επίσης. Είναι πιο απολαυστικός από τον Σαρτρ και τα έργα του πιο σύντομα. Εμένα όμως με συνάρπασε η Ναυτία όταν την πρωτοδιάβασα ως έφηβη –περισσότερο και από τον Ξένο που διάβασα στην ίδια ηλικία. Η Ναυτία είναι ένα ολότελα ιδιότυπο βιβλίο που με έκανε να δω τον κόσμο διαφορετικά. Υπάρχει μια σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής, ο Ροκαντέν, παρατηρεί το «ζεματισμένο δέρμα» ενός δέντρου σε ένα πάρκο, και νιώθει να ενοχλείται από το «Είναι» του δέντρου, την εξωφρενική του αυτότητα, την άρνησή του να αποκτήσει νόημα. Ομολογώ ότι κατόπιν πήγα κι εγώ σε ένα πάρκο να κοιτάξω ένα δέντρο, προσπαθώντας να δω αυτό που έβλεπε ο Ροκαντέν. Μάλλον απέτυχα. Κι όμως, ο Καμί δεν με έκανε να κοιτάξω έτσι ένα δέντρο, ο Σαρτρ το κατάφερε!».
Λέτε πως, από όλα τα έργα του μοντέρνου υπαρξισμού, είναι «Το δεύτερο φύλο» της Σιμόν ντε Μποβουάρ που ξεχωρίζει μακράν των υπολοίπων. Γιατί;
«Επειδή ακριβώς επηρέασε πρακτικά περισσότερους ανθρώπους, τους εξώθησε να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν. Υπάρχει ένα βιβλίο με τίτλο Οι κόρες της Σιμόν ντε Μποβουάρ, όπου περιλαμβάνονται συνεντεύξεις πολλών γυναικών, όπου οι ίδιες περιγράφουν πώς διάβασαν τα έργα της και την αυτοβιογραφία της και πώς όρμησαν εκ νέου στον κόσμο και λ.χ. βρήκαν δουλειά, πήραν διαζύγιο ή επέστρεψαν στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσουν. Προέβησαν, με λίγα λόγια, σε δραστικές αλλαγές στη ζωή τους. Ε, λοιπόν, ούτε ο Σαρτρ ούτε ο Καμί κατάφεραν να έχουν μια τόσο ευθεία επίδραση στους περισσότερους ανθρώπους! Μετά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 παγιώθηκε μια τάση, ότι δηλαδή οι παλιοί κοινωνικοί αγώνες για την απελευθέρωση είχαν κερδηθεί –ο φεμινισμός, το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων κ.τ.λ. Σήμερα διαπιστώνουμε, αντιθέτως, ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμη και ότι οι μάχες δεν έχουν καθόλου κερδηθεί. Τα προβλήματά μας δεν απέχουν και πολύ από τα αντίστοιχα της εποχής της Σιμόν ντε Μποβουάρ».
Φέρνω στον νου τις προσωπικότητες που παρελαύνουν στο βιβλίο σας. Η δική σας προσωπική συμπάθεια είναι ο Μορίς Μερλό-Ποντί. Τι τον κάνει τόσο ιδιαίτερο στα μάτια σας;
«Ο Μερλό-Ποντί ήταν μια σαγηνευτική προσωπικότητα –τα έβρισκε με όλους, ήταν πάντοτε εύθυμος και, σημειωτέον, ο καλύτερος χορευτής από όλους τους φιλοσόφους στο Παρίσι! Χόρευε λ.χ. με τη Ζιλιέτ Γκρεκό και συγχρόνως της παρέδιδε –επειδή εκείνη το ζητούσε –ένα μικρό μάθημα εν κινήσει. Ολοι τον συμπαθούσαν. Ουσιαστικά, ο ίδιος δεν ήταν υπαρξιστής αλλά φαινομενολόγος: καλλιέργησε τις ιδέες του διαβάζοντας τον Χούσερλ, συγκεκριμένα. Το σημαντικό στη φιλοσοφία του Μερλό-Ποντί είναι ότι επιχείρησε να περιγράψει την ανθρώπινη εμπειρία όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα, τη φυσική και αισθητηριακή της διάσταση. Δεν είμαστε ασώματες διάνοιες που λένε «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω» όπως ο Ντεκάρτ. Ο συνολικός τρόπος με τον οποίο βιώνουμε τον κόσμο οργανώνεται γύρω από το γεγονός ότι έχουμε σώματα, ότι αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον μέσω των πέντε αισθήσεών μας. Ο Μερλό-Ποντί όμως έγραψε αρκετά για ένα είδος έκτης αίσθησης, την ευαίσθητη και περίπλοκη «ιδιοδεκτικότητά» μας, την αίσθηση που επικυρώνει ότι λ.χ. καθόμαστε σε μια καρέκλα με τα χέρια ακουμπισμένα στο τραπέζι. Ο ίδιος έγραψε επίσης για την κοινωνική εμπειρία και τη σημασία της παιδικής ηλικίας: όλοι καταλήγουμε να γίνουμε ώριμα ανθρώπινα όντα μέσα από μια μακρά διαδικασία ανάπτυξης και ανακάλυψης, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε να γίνουμε λειτουργικοί ενήλικοι –πόσω μάλλον φιλόσοφοι. Οποτε διαβάζω τον Μερλό-Ποντί νιώθω πραγματικά ότι είναι ένας φιλόσοφος που γράφει για τη ζωή όπως είναι για όλους μας –όχι όπως θα έπρεπε να είναι, για μια αφαιρετική κατασκευή».
Γιατί, εν τέλει, ασχοληθήκατε με όλους αυτούς, κυρία Μπέικγουελ; Ποια είναι η σημασία του μοντέρνου υπαρξισμού για εμάς, τώρα, στις αρχές του 21ου αιώνα;
«Δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια προκαθορισμένη μέθοδος για να ζήσει κανείς. Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω καν αν μπορώ να με χαρακτηρίσω υπαρξίστρια –πέρα από το ότι απλώς υπάρχω όπως όλοι, γιατί όλοι προσπαθούμε να ρυθμίσουμε σωστά τις ζωές μας, να λαμβάνουμε υπεύθυνες αποφάσεις και να είμαστε συνεπείς με τους εαυτούς μας. Δεν πιστεύω ότι οι υπαρξιστές έχουν όλες τις απαντήσεις, κάθε άλλο, άλλωστε έχουν κάνει πολύ μεγάλα λάθη! Πιστεύω όμως ότι έθεσαν πολύ ουσιαστικά ερωτήματα. Διερωτήθηκαν τι σημαίνει να είσαι ανθρώπινο ον στον σύγχρονο κόσμο. Διερωτήθηκαν για την πολιτική υπευθυνότητα –για το πώς μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο αν το θελήσουμε. Και, πάνω από όλα, διερωτήθηκαν για την ελευθερία –πώς πρέπει να τη διαχειριστούμε και πώς θα διασφαλιστούμε έναντι των πιθανοτήτων να την αρνηθούμε, να την απορρίψουμε ή να τη χάσουμε. Πιστεύω ότι, ναι, πρέπει να συνεχίσουμε να προβληματιζόμαστε πάνω σε αυτά τα ερωτήματα και να μη θεωρούμε τίποτα δεδομένο. Στ’ αλήθεια, από εμάς εξαρτάται τι θα μας συμβεί μετά: αυτό είναι, μακράν, το σημαντικότερο μήνυμα των υπαρξιστών από όλα τα άλλα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ