Ξένια Κουναλάκη
Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 267,τιμή 12 ευρώ
Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 267,τιμή 12 ευρώ
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στο βιβλίο της Ξένιας Κουναλάκη μοιάζουν σε μια πρώτη ματιά να ακολουθούν την πεπατημένη του χρονογραφήματος. Γεγονότα του δημόσιου βίου (η οικονομική κρίση, το προ διετίας δημοψήφισμα, η στάση των Γερμανών έναντι των Ελλήνων και των Ελλήνων έναντι των Γερμανών, οι συζητήσεις για το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ευρώπη, οι διαλυτικές τάσεις της Ευρωπαϊκής Eνωσης) σχολιάζονται με έναν προσωπικό τόνο, με μια διάθεση σκεπτικιστική ή και αφανώς περιπαικτική, που μπορεί χωρίς πολλά πολλά να μας μεταφέρει από τα απρόσιτα εξωτερικά μεγέθη στις οικείες παραστάσεις του κόσμου της καθημερινότητας.
Τα κομμάτια ωστόσο της Κουναλάκη είναι κάτι περισσότερο από προσωπικά. Οι χρονογράφοι επινοούν μια προσωπική ατμόσφαιρα αλλά κάτι τέτοιο αποτελεί μόνο την αφορμή για να επανέλθουν στη δημόσια σκηνή όπου και το βλέμμα τους παραμένει σταθερά προσηλωμένο. Η Κουναλάκη, τείνοντας λιγότερο προς το χρονογράφημα και περισσότερο προς ένα είδος ημερολογιακής καταγραφής, σκηνοθετεί έναν αναπεπταμένο ιδιωτικό χώρο ο οποίος σπανίως ανοίγει τον δρόμο για επιστροφή στο δημόσιο πεδίο.
Αφήνοντας πίσω την εφημερίδα στην οποία εργάζεται, ξεχνώντας τη διεθνή ειδησεογραφία που αποτελεί το δημοσιογραφικό της αντικείμενο, ξεκόβοντας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα οποία αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του χρόνου της, η αφηγήτρια θα μιλήσει χωρίς καμία ενοχή και αναστολή για τις μέριμνες που απασχολούν το ιδιωτικό της βασίλειο: για τα ρούχα και τα παπούτσια που αγοράζει μετά μανίας, για το κρεβάτι στο οποίο ξαπλώνει με τις ώρες, για τις ταινίες και τα βιβλία που προτιμά, για τα ψώνια που κάνει στο σουπερμάρκετ, για τις φίλες με τις οποίες κουβεντιάζει τα ερωτικά, για τα τατουάζ που χτυπά ή για τους άντρες που αγαπά. Και όλα αυτά με έναν γρήγορο και εξαιρετικά πυκνό ρυθμό, χωρίς λεκτικές εξάρσεις και συναισθηματικά φτιασίδια, ακόμα και με μιαν ελαφρά προφορικότητα, που θα προκρίνει αντί για την εξωστρέφεια του χρονογράφου (τη χιουμοριστική του στηλίτευση) τη μελαγχολία και τον αυτοσαρκασμό μιας αφήγησης η οποία καταδύεται στα άδυτα του εαυτού: ενός εαυτού που παρά το πολυάσχολο του επαγγελματικού του βίου κινδυνεύει συχνά να μείνει παντελώς αθωράκιστος (εσωτερικά και εξωτερικά), επιτρέποντας στο ατομικό και στο ιδιωτικό να κυριαρχήσουν εφ’ όλης της ύλης.
Εκείνο εν τούτοις που προσδίδει στα κείμενα της Κουναλάκη το ειδικό τους βάρος δεν είναι το άθροισμα των ιδιωτικών τους στιγμών (κανένας δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για το πώς θα ξεκουκίσει κάποιος το προσωπικό του κομπολόι) αλλά η ανατομία της εσωτερικής τους επικράτειας: το ελλειπτικό ταξίδι τους στον χρόνο (με άτακτους σταθμούς σε διάφορες φάσεις της ενήλικης και της εφηβικής ή της παιδικής ζωής), ο τρόπος με τον οποίο ανακινούν τους δεσμούς με τους γονείς (δεσμοί επιφυλακτικοί και ταυτοχρόνως αγαπητικοί) καθώς και οι επιφάνειες που χρησιμοποιούν για να αποτυπώσουν από τη μια τη χαρά ή τη διάψευση του έρωτα και από την άλλη τον φόβο απέναντι στη φθορά, στα γηρατειά και στον θάνατο. Πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ θα αναλάβει, καταφέρνοντας το οριστικό πλήγμα στην εξωστρέφεια, το παγωμένο φάσμα της μοναξιάς (με κορυφαίο δείγμα το κομμάτι «Up on melancholy hill»): όταν έξω από τα παράθυρα και μακριά από την οθόνη του υπολογιστή ή του κινητού τα πάντα έχουν μετατραπεί σε ανέγγιχτη και επίφοβη όσο καμία δημόσια απειλή σκιά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ