Η σκοτεινή καρδιά της Βαρκελώνης
Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 390, τιμή 15,50 ευρώ
Το παρόν μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 2004 είναι γραμμένο από γυναίκα, η οποία αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τις περιπέτειες της επιθεωρήτριας της αστυνομίας Πέτρας Ντελικάδο. Υποτίθεται πως η ηρωίδα μπήκε ως παρείσακτη στον σκληρό κόσμο των «μπάτσων» και πρέπει να προσαρμοστεί καταλλήλως ώστε να διεκπεραιώνει με αποτελεσματικό τρόπο τα συμβαίνοντα στην κοινωνία των παραβατικών ατόμων. Πόσο όμως μπορεί μια αρκούντως γοητευτική γυναίκα να ανταποκριθεί στα δύσκολα καθήκοντά της; Πώς την αντιμετωπίζουν οι συνάδελφοί της και μάλιστα οι κατώτεροι, εκείνοι που οφείλουν να την υπακούουν; Ο αναγνώστης γρήγορα θα διαπιστώσει πως η Πέτρα είναι βίαιη, σαν τους άντρες, είναι –όταν το απαιτούν οι περιστάσεις –και απότομη, πίνει σκληρά ποτά, συχνάζει στα μπαρ, μιλάει χοντροκομμένα, μα κυρίως είναι ευαίσθητη στα βέλη του θεού Ερωτα, ενίοτε μάλιστα αφήνει στην άκρη τις σεμνοτυφίες και υποκύπτει στις ανάγκες της σάρκας, της δικής της σάρκας, είναι δηλαδή «απελευθερωμένη».
Η ιστορία αρχίζει με έναν άντρα που βρίσκεται νεκρός σε ένα παγκάκι του πάρκου Σιουδαδέλα στη Βαρκελώνη. Από μαρτυρίες φαίνεται πως κάποιοι ακροδεξιοί σκίνχεντ, με αλυσίδες και δερμάτινα ρούχα, τον ξυλοκόπησαν με ένα στειλιάρι μέχρι θανάτου. Ισως το θύμα να ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών. Πάντως, κανένα στοιχείο ταυτότητας δεν υπάρχει επάνω του, οπότε η εξακρίβωση για το ποιος είναι μοιάζει δύσκολη. Ηταν άστεγος ή όχι; Μήπως πρόκειται για περιπλανώμενο, αλκοολικό, έναν αλήτη, χωρίς στον ήλιο μοίρα; Ο τρόπος του θανάτου του δεν είναι προφανής. Η ιατροδικαστίνα αποφαίνεται πως δεν υπήρξε κανένας ξυλοδαρμός αφού ο νεκρός –αργότερα μαθαίνουμε πως ονομάζεται Καλατράβα –φέρει τραύμα από σφαίρα. Τι συνέβη άραγε; Η Πέτρα Ντελικάδο με τον πιστό βοηθό της, τον Φερμίν Γκαρθόν, προχωρούν σε εκτεταμένες έρευνες και εξετάζουν έναν σωρό ανθρώπους από τον κόσμο του κοινωνικού περιθωρίου, ενώ ένας γοητευτικός αλλά ιδιόρρυθμος ψυχίατρος που παρακολουθεί τους αστέγους αναλαμβάνει να εξηγήσει ορισμένα πράγματα στην επιθεωρήτρια. Στο μεταξύ δολοφονείται και άλλος άστεγος, ο οποίος είχε δώσει πληροφορίες στην αστυνομία.
Διαβάζοντας το Η σκοτεινή καρδιά της Βαρκελώνης (πρωτότυπος τίτλος Un barco cargado de arroz, ήτοι Ενα καράβι φορτωμένο με ρύζι), το έκτο βιβλίο με την Πέτρα Ντελικάδο, διαπιστώνουμε πως το μυθιστόρημα είναι κοινωνικό και ανήκει δικαιωματικά στο είδος που έχει αποκληθεί «μεσογειακή αστυνομική λογοτεχνία». Είναι αυτό που καλλιέργησε στην Ισπανία ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ο οποίος με τα μυθιστορήματά του επιχείρησε να αναλύσει την κοινωνία της εποχής του. Σύντομα, το συγκεκριμένο αστυνομικό είδος βρήκε μιμητές.
Η συγγραφέας, η βραβευμένη Αλίθια Χιμένεθ Μπάρτλετ, μας ξεναγεί στη Βαρκελώνη, μια μεγαλούπολη που γεμίζει σιγά-σιγά με μετανάστες και πρόσφυγες από την Ανατολική Ευρώπη, ιδιαίτερα μας πάει στις πιο σκοτεινές της συνοικίες, κι όλα αυτά, επαναλαμβάνουμε, πριν από το 2004, όταν δεν είχε αρχίσει ακόμα το μεγάλο κύμα των ενδεών που έχουν κατακλύσει τις χώρες της Νότιας Ευρώπης: την Ισπανία, την Ιταλία, την Ελλάδα. Βλέπουμε, λοιπόν, πως η Βαρκελώνη είναι μια πόλη με αστέγους ή homeless ή κλοσάρ, εκ των οποίων όσοι δεν ζουν στους δρόμους, στα παγκάκια, σε άλση, ή σε εγκαταλειμμένα κτίρια, σε άδεια εργοστάσια και εργοτάξια, περιθάλπονται από δημόσιες ή δημοτικές αρχές και από την Εκκλησία. Δεν ξέρουμε αν όσα διαβάζουμε για πρώην στρατόπεδα γεμάτα αποκλήρους αποτελούν (ή αποτελούσαν) μια σκληρή πραγματικότητα της Ισπανίας ή αν είναι αποκυήματα λογοτεχνικής φαντασίας, «μια δοκιμασία για γερά στομάχια», σύμφωνα με την αφηγήτρια, κι ακόμα «κάθε καρυδιάς καρύδι είχε κάνει κατάληψη του χώρου με το έτσι θέλω». Ετσι κι αλλιώς, τα ανάλογα φαινόμενα με τους περιφερόμενους απελπισμένους εξαπλώνονται στις πόλεις της Μεσογείου, όπου στρατιές περιθωριακών ζητιανεύουν, παίζουν μουσική στους δρόμους (και στα μέσα συγκοινωνιών, αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο αυτό) και παίρνουν κάποιο βοήθημα από την Πρόνοια, πηγαίνουν στα συσσίτια και γενικά φυτοζωούν. Ταυτόχρονα, κάποιες ομάδες πολιτών, πάντα ακροδεξιών πεποιθήσεων, παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους και αναλαμβάνουν να καθαρίσουν τις πόλεις από τους επαίτες, ενώ στη Βαρκελώνη, μας λέει η Αλίθια Χιμένεθ, οι δημοσιογράφοι «επινοούν ψυχαγωγικές ιστορίες τρόμου για τους αναγνώστες τους». Βεβαίως, υπάρχουν και κάποιοι «ξύπνιοι», οι οποίοι φτιάχνουν ιδρύματα και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις για να βοηθήσουν δήθεν τους ενδεείς, μα ουσιαστικά για να τους εκμεταλλευτούν: είναι η περίπτωση που μας ενδιαφέρει εδώ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ