Την Τετάρτη η Ολλανδία ανοίγει τον περίφημο εκλογικό χορό της Ευρώπης για τον οποίο πολλά έχουν ειπωθεί σε σχέση με το μέλλον ακόμα και του ίδιου του ενιαίου νομίσματος.
Στη σκιά του Brexit αλλά και της νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, οι Ολλανδοί καλούνται στις κάλπες για να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν πανηγυρικά τις δημοσκοπήσεις.
Θα δώσουν αέρα στα πανιά του ακροδεξιού Χέερτ Βίλντερς;
Και η συγκυρία: οι εκλογές έρχονται ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη ο διπλωματικός πόλεμος της Ολλανδίας με την Τουρκία του Ερντογάν.
Με δεδομένο ότι η χώρα δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα οικονομικά προβλήματα, η προεκλογική εκστρατεία επικεντρώθηκε στην αγαπημένη πλέον ατζέντα αρκετών στην Ευρώπη: η ταυτότητα, «εμείς» σε σχέση με τους «άλλους».
Βούτυρο στο ψωμί του Βίλντερς, ο οποίος έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θέλει μουσουλμάνους, δεν θέλει τεμένη και Κοράνι, ούτε πρόσφυγες. Δεν θέλει όμως ούτε την παλιά ελίτ των πολιτικών, ούτε τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, την οποία αντιπαθεί όσο και το ίνδαλμά του, η Μάργκαρετ Θάτσερ.
Ο Βίλντερς ξεκίνησε το 1997 από το Φιλελεύθερο VVD του πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε και το 2004 έφτιαξε το δικό του Κόμμα της Ελευθερίας. Έκτοτε πορεύεται με τη νέα του ατζέντα, παρέα με το Twitter, αλλά και τις καθημερινές σχεδόν απειλές κατά της ζωής του.
Οι δημοσκοπήσεις του δίνουν ακόμα και την πρώτη θέση, έστω και αν τις τελευταίες εβδομάδες υποχώρησε. Δεν είναι ακόμα βέβαιο πώς θα επιδράσει στο εκλογικό σώμα η ένταση που επικρατεί τις τελευταίες ημέρες με την Τουρκία και αν ο πρωθυπουργός Ρούτε και το κόμμα του θα εισπράξουν κάτι από την σκλήρυνση της στάσης τους.
Η Ολλανδία είναι μια χώρα που παραδοσιακά στηρίζεται σε κυβερνήσεις συνασπισμού. Για αυτό άλλωστε και στις εκλογές λαμβάνουν μέρος 28 κόμματα για 150 έδρες. Συνήθως η επόμενη μέρα θέλει τον νικητή να αναλώνεται σε συζητήσεις με άλλα κόμματα έως ότου βρεθούν τουλάχιστον 76 έδρες.
Ο Μαρκ Ρούτε -πρωθυπουργός από το 2010- κυβέρνησε αρχικά με τη στήριξη των Χριστιανοδημοκρατών (CDΑ) και το 2012 σχημάτισε νέα κυβέρνηση με το Εργατικό Κόμμα (PvdA) από το οποίο προέρχεται ο υπουργός Οικονομικών και επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ.
To μόνο βέβαιο αυτή τη φορά είναι ότι κανείς δεν θέλει να λάβει μέρος σε συζητήσεις με το κόμμα του Βίλντερς, ακόμα και αν αυτό τερματίσει πρώτο.
Δύσκολα κατά συνέπεια θα μπορούσε ο ίδιος να γίνει πρωθυπουργός, πόσο μάλλον να συμφωνήσει με άλλα κόμματα για την προώθηση μιας τόσο διαφορετικής πολιτικής και οικονομικής ατζέντας.
Κατά συνέπεια, το βάρος θα πέσει στους υπόλοιπους. Kαι δεν θα είναι εύκολο, καθώς θα χρειαστούν ευρύτερες συμμαχίες. Το κόμμα του Ρούτε παλεύει για την πρώτη θέση με τον κόμμα του Βίλντερς, και οι Εργατικοί είναι πολύ χαμηλά.
Αντίθετα, ιδιαίτερα υψηλά είναι τα ποσοστά των Χριστιανοδημοκρατών (παλαιοί σύμμαχοι του Ρούτε), αλλά και των Πρασίνων.
Ωστόσο, ακόμα και αν ο Βίλντερς δεν μπει στην κυβέρνηση, θα έχει καταγράψει μια σημαντική νίκη. Στα χέρια του θα είναι ένα ακόμα μεγαλύτερο μικρόφωνο για να φωνάζει τις θέσεις του, ενδεχομένως και την αδικία που υπέστη που δεν μπήκε σε κυβέρνηση.
Mάλιστα, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας και ειδικός στα ολλανδικά ζητήματα, Ράσελ Σόρτο, το να παριστάνεις τον «τρελό του χωριού» είναι πάντοτε καλύτερο από αυτό που πέτυχε ο Τραμπ.
Γιατί από το περιθώριο μπορεί να λες πολλά, όταν όμως έρθεις σε θέση εξουσίας (όπως έγινε στην περίπτωση του νέου προέδρου των ΗΠΑ),αυτή η λογική του να λες οτιδήποτε, παλαιώνει γρήγορα. Ειδικά στα μάτια των ψηφοφόρων.