Στο «τείχος» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου προσέκρουσε η προσπάθεια της κυβέρνησης να «λειάνει» τα σκληρά μέτρα που αξιώνουν οι θεσμοί σε Ασφαλιστικό και Εργασιακό προκειμένου να κλείσει η αξιολόγηση. Η εφάπαξ περικοπή της «προσωπικής διαφοράς» στις συντάξεις το 2019, αντί της σταδιακής μείωσης που προτείνει η κυβέρνηση, και η άρνηση οποιασδήποτε επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων οδήγησαν σε αδιέξοδο τις διαπραγματεύσεις.
Ανυποχώρητο το Ταμείο
Η απόσταση των δύο πλευρών σε Εργασιακό και Ασφαλιστικό είναι τεράστια, καθώς η κυβέρνηση είχε μετατρέψει σε «σημαία» την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και τη διατήρηση των υφιστάμενων κύριων συντάξεων.
Η εμμονή των θεσμών για περικοπές των υφιστάμενων συντάξεων μετά το 2018 οδήγησε την κυβέρνηση σε αναδίπλωση με στόχο την επεξεργασία εναλλακτικού σχεδίου, ώστε να περιορίσει τη γενική κατακραυγή αλλά και τις εντάσεις στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος. Ετσι αντιπρότεινε η εφαρμογή του μέτρου να ισχύσει για συνταξιούχους από «ένα ύψος συντάξεων και άνω» (ενδεχομένως από συντάξεις των 700 ευρώ και άνω), ενώ προτείνει η περικοπή των υπολοίπων να γίνει σταδιακά και σε βάθος πενταετίας (αρχής γενομένης από το 2019).
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η εκπρόσωπος του ΔΝΤ Ντέλια Βελκουλέσκου επέμενε στην εφάπαξ κατάργηση της προσωπικής διαφοράς των συντάξεων είτε από το 2019 είτε από το 2020. Η ελληνική πλευρά αντέτεινε πως σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν εφαρμόζονται δραστικές αλλαγές στο Ασφαλιστικό χωρίς μεταβατική περίοδο. Ακόμη κι αν γίνει –τελικώς –δεκτή η ελληνική πρόταση, στην ουσία θα έχει εκπέσει η «βασική δέσμευση της μεταρρύθμισης Κατρούγκαλου ότι θα διατηρηθεί το ύψος των υφιστάμενων κύριων συντάξεων». Σύμφωνα με την ελληνική πρόταση η μέση σύνταξη των 700 ευρώ και άνω με την εφαρμογή του μέτρου θα μειωθεί περίπου κατά 10%, ενώ η περικοπή θα αγγίξει το 30% στις συντάξεις άνω των 1.000-1.200 ευρώ.
Με τη νέα νομοθεσία οι νέες κύριες συντάξεις όσων υπέβαλαν αίτηση μετά τη 12η Μαΐου 2016 θα είναι μειωμένες από 10% ως 30% σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς. Οσοι συνταξιοδοτηθούν εντός του 2017 με τη σύνταξή τους να υπολείπεται κατά 20% και πλέον από τον παλιό τρόπο θα δικαιούνται το 1/3 της διαφοράς.
Ως τον Σεπτέμβριο του 2017 θα πρέπει να επανυπολογιστούν όλες οι συντάξεις (2,6 εκατομμύρια) και με τον νέο τρόπο υπολογισμού θα προκύψει η προσωπική διαφορά –την οποία θέλει να καταργήσει το ΔΝΤ.
«Ξεχάστε οποιαδήποτε επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων όσο διαρκεί το πρόγραμμα» ξεκαθάρισαν οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ προς την κυβέρνηση, η οποία είχε πολιτικά επενδύσει στο θέμα προκειμένου να περάσει τα υπόλοιπα σκληρά μέτρα.Οι ελληνικές αναφορές στο «ευρωπαϊκό κεκτημένο» και στην πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου –για τις ομαδικές απολύσεις –άφησαν ασυγκίνητους τους εκπροσώπους του Ταμείου, οι οποίοι επέμεναν στην εφαρμογή του συνόλου των προτάσεών τους για τα εργασιακά, με συνέπεια η ελληνική πλευρά να επαναφέρει την εκτίμησή της «για ιδεολογικές εμμονές του ΔΝΤ».
Οι δανειστές, και ιδιαίτερα το ΔΝΤ, επέμειναν να μην υπάρξει καμία, ούτε ακόμα και τυπική, υπαναχώρηση στις αλλαγές που επήλθαν στις συλλογικές συμβάσεις με τα προηγούμενα μνημόνια. Ακόμη επιμένουν και στην απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων παράλληλα με την αύξηση του ορίου των επιτρεπόμενων –μηνιαίως –απολύσεων από το 5% στο 10%, ενώ στο τραπέζι παραμένει η θέση τους για επανεξέταση του ζητήματος της μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ.
Σε ό,τι αφορά την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου ζητούν: Αύξηση από τις 24 στις 48 ώρες της περιόδου προειδοποίησης για την πραγματοποίηση απεργίας. Αναθεώρηση του υφιστάμενου καθεστώτος των αιτιολογημένων λόγων για τους οποίους μπορεί να απολυθεί ένας συνδικαλιστής και εξορθολογισμό των συνδικαλιστικών αδειών. Διαδικασίες-εξπρές για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων όχι μόνο αναφορικά με τη νομιμότητα της απεργίας αλλά και την απόφαση των εργοδοτών να μην καταβάλουν αμοιβή στους μη απεργούς, εφόσον εξαιτίας της απεργίας δεν μπορούν να εργαστούν (λοκάουτ).
Παζάρι για συμβάσεις και απολύσεις
Η ελληνική πλευρά επιδιώκει την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων εργασίας από το 2018 και σε αντιστάθμισμα «δίνει» την αύξηση του επιτρεπόμενου ποσοστού απολύσεων και τις αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο.
Η υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου εκτιμά ότι θέματα όπως η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων (δηλαδή η ισχύς τους σε ολόκληρο τον κλάδο) και η αύξηση της διάρκειας της μετενέργειας μπορούν γίνουν δεκτά –παρά τις αντιδράσεις του ΔΝΤ –ενώ δύσκολα θα γίνει αποδεκτό το τρίτο αίτημα, για επαναφορά της «αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης», δηλαδή να υπερισχύουν οι ευνοϊκότερες διατάξεις των κλαδικών συμβάσεων έναντι των επιχειρησιακών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ