Το ξέρετε αυτό; «Ενας δημοσιογράφος θέλει μια πληροφορία από τον θρύλο της μπάλας Φραντς Μπεκενμπάουερ για την εθνική ποδοσφαίρου της Γερμανίας. «Δεν ξέρω» είναι η απάντησή του. «Ρωτήστε τον προπονητή της. Ούτε και αυτός ξέρει»».
Παρόμοια αντιδρούν τις τελευταίες ημέρες και οι γερμανοί πολιτικοί αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις για την αξιολόγηση. Αφού δηλώσουν άγνοια για την πορεία της, παραπέμπουν κατόπιν σε άλλους ειδήμονες συναδέλφους τους –παρατηρώντας ταυτόχρονα ότι ούτε και εκείνοι είναι σε θέση να γνωρίζουν.
Η εξήγηση για αυτή τη φαινομενικά παράλογη απάντηση δεν είναι δύσκολη. Το φόβητρο του Grexit είχε εξαφανιστεί την περασμένη εβδομάδα από τις διαπραγματεύσεις. Η «σημαντική πρόοδος» που σύμφωνα με τους θεσμούς σημειώθηκε σε αυτές υποβάθμισε την κρισιμότητά τους. Αντίθετα, άλλα θέματα, όπως το Brexit, είχαν πολύ μεγαλύτερο «σασπένς». Αυτό εκτόπισε και όλα τα άλλα στις αρμόδιες επιτροπές της γερμανικής Βουλής.
Οχι όμως στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Αυτό παρακολουθεί, όπως πάντα, με άγρυπνο μάτι τη διαπραγμάτευση. Και οι διαπιστώσεις του από αυτές είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες της Αθήνας. «Απορώ που εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης δήλωσε στο «Spiegel» ότι βρισκόμαστε «παρά τρίχα» προ της συμφωνίας» λέει πηγή του υπουργείου. Αυτά, προσθέτει, είναι «αστεία πράγματα». Πολύ πιο ακριβής είναι η δήλωση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ότι «έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας» –κάτι με το οποίο συμφωνούν και οι επικεφαλής των άλλων θεσμών.
Ο δρόμος αυτός, σύμφωνα με την πηγή, είναι αδύνατο να διανυθεί σε ορατό χρονικό διάστημα εάν η ελληνική πλευρά δεν αποδεχθεί τις προτάσεις του ΔΝΤ. Μόνο αυτές θα εξασφάλιζαν την προσχώρηση του τελευταίου στο πρόγραμμα –κάτι που ανήκει στα εκ των ων ουκ άνευ του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Η περίπου μία εβδομάδα που απομένει μέχρι το Eurogroup της 20ής Μαρτίου δεν φθάνει πάντως για αυτό. «Αυτό είναι τεχνικά αδύνατο» τονίζει, η απόφαση για την αξιολόγηση θα μετατεθεί, «αν όλα πάνε καλά», στο Eurogroup της 7ης Απριλίου.
Η πολιτική λύση
Προς το παρόν ωστόσο πολλά δεν πάνε καλά. «Αν η ελληνική κυβέρνηση ελπίζει σε μια πολιτική λύση εις βάρος των τεχνικών κλιμακίων και ιδίως του ΔΝΤ πλανάται πλάνη μεγάλη» τονίζει η ίδια πηγή. Αυτό προσθέτει θα το πληρώσει πολύ ακριβά –όπως το πλήρωσε και τον Ιούλιο του 2015, όταν στην πορεία της «πολιτικής διαπραγμάτευσης» έχασε πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσε να είχε πάρει προηγουμένως.
Η πολιτική λύση, συμπληρώνει, δεν θα προχωρήσει ακόμα και αν η Αθήνα τα «έβρισκε» με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. «Εάν το ΔΝΤ προβάλει βέτο σε μια ευρωπαϊκή συμφωνία θα το αποδεχθούμε» λέει. «Για μας προέχει η συμμετοχή του στο πρόγραμμα». Εξάλλου, τις συνέπειες τυχόν αποχής θα τις πλήρωνε πάλι η Ελλάδα αφού μαζί με τη συνεπαγόμενη διακοπή του προγράμματος θα διακοπτόταν και η εκταμίευση των προγραμματισμένων για τους επόμενους μήνες δόσεων.
Η ίδια πηγή προειδοποιεί την Αθήνα να μην παίζει «το χαρτί της διχόνοιας» μεταξύ Σόιμπλε και Μέρκελ. «Δεν είναι κρυφό ότι οι δύο πολιτικοί είχαν κατά διαστήματα διαφορές στο θέμα της Ελλάδας» σημειώνει. Παράδειγμα, ο υπουργός Οικονομικών –σε αντίθεση με την καγκελάριο –ήταν αρχικά εναντίον της συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Το ίδιο ισχύει και για το Grexit που αποτελεί εμμονή του κ. Σόιμπλε. Ολα αυτά δεν τους εμποδίζουν όμως να διατηρούν αρραγές μέτωπο έναντι των ελλήνων πολιτικών. Το ίδιο θα γίνει και τώρα: «Οποιος προσπαθήσει να διεμβολίσει αυτό το μέτωπο θα σπάσει τα μούτρα του» τονίζει.
Η «χρυσή τομή»
Αλλος χριστιανοδημοκράτης αξιωματούχος δηλώνει σίγουρος ότι μεσοπρόθεσμα θα βρεθεί η «χρυσή τομή» στο θέμα της αξιολόγησης. Και αυτό, πρώτον, επειδή οι θεσμοί δρουν «επιτέλους» στη βάση κοινής πλατφόρμας, δεύτερον, επειδή η ελληνική κυβέρνηση είναι όσο καμιά άλλη προγενέστερή της «συνεργάσιμη» με τους δανειστές και, τρίτον, επειδή η ίδια κυβέρνηση γίνεται πολιτικά, στο εσωτερικό της χώρας, όλο και πιο ανίσχυρη. «Αν σε αυτά προστεθεί και η ανάγκη να πάρει τη δόση των 7 δισεκατομμυρίων ευρώ τον ερχόμενο Ιούλιο, γίνεται φανερό ότι δεν θα μπορέσει να παρατείνει για πολύ το κλείσιμο της αξιολόγησης» λέει.
Παρ’ όλα αυτά, προσθέτει, το Βερολίνο δεν επιχειρεί να εκβιάσει την Αθήνα. Το αντίθετο μάλιστα –προβαίνει το ίδιο σε υποχωρήσεις σε θέματα που θεωρούσε μέχρι πρότινος θέσφατα. Παράδειγμα, σχετικά με τα πόσα χρόνια θα πρέπει να παράγονται πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5%. Αρχικά ο κ. Σόιμπλε επέμενε σε δεκαετή διάρκεια, τώρα κάνει σοβαρό «σκόντο». «Το θέμα είναι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων» λέει. Ο αριθμός των ετών θα μπορούσε να πέσει –ανάλογα με την απόδοση των μεταρρυθμίσεων –σε πέντε ή και λιγότερα ακόμα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ