Τους τελευταίους μήνες, κυρίως δε από τη στιγμή που η Διεθνής Ομοσπονδία Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με τίμησε με την προεδρία της, ασχολούμαι επισταμένως με τη Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας, το λεγόμενο «deal» για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, ένα κείμενο ακαθορίστου νομικής φύσης επί του οποίου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, πριν από λίγες ημέρες, δήλωσε αναρμόδιο.
Στο άρθρο αυτό καταγράφω συνοπτικά και προσπαθώ να αποδομήσω βασικά επιχειρήματα που έχω ακούσει προς υποστήριξη της Δήλωσης από υψηλόβαθμους ευρωπαίους αξιωματούχους και πολιτικούς με τους οποίους έχω συζητήσει.

1ον. Το deal μείωσε τους θανάτους από πνιγμούς και τη διακίνηση ανθρώπων
Αυτό είναι εύηχο επιχείρημα, όχι όμως πειστικό. Αν οι εμπνευστές της Συμφωνίας πρωτογενώς ήθελαν να καταπολεμήσουν τη διακίνηση και να μειώσουν τους θανάτους από πνιγμούς υπήρχε λύση. Ο διάπλους του Αιγαίου χρησιμοποιήθηκε ως το κατ’ εξοχήν μέσο άφιξης στην Ελλάδα από τη στιγμή που το χερσαίο σύνορο Ελλάδας – Τουρκίας έκλεισε το 2012 με τον περίφημο «φράχτη του Εβρου». Η ΕΕ τότε δεν συνηγόρησε στην οικοδόμησή του καθώς ακόμη παρείχε τη δυνατότητα στους ανθρώπους να μπορούν τουλάχιστον να ζητούν άσυλο στην επικράτειά της ή τουλάχιστον κρατούσε σχετικά τα προσχήματα. Γι’ αυτό και δεν τον χρηματοδότησε. Σήμερα που η Ευρώπη γεμίζει φράχτες, ο ελληνικός φράχτης του Εβρου αποδεικνύεται μια θλιβερή, μα βολική, πρωτιά, για την οποία κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να μιλήσει, ούτε στην Αθήνα ούτε στις Βρυξέλλες. Και όμως, αν από την αρχή είχε προβλεφθεί ένα νόμιμο, συντεταγμένο και ελεγχόμενο πέρασμα στα χερσαία σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας στον Εβρο και οι πνιγμοί θα είχαν ελαττωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, και οι διακινητές θα έψαχναν άλλη δουλειά, και πιθανώς η Τουρκία θα είχε αναλάβει κάποιες από τις ευθύνες της.
Ακούω ήδη να έρχεται το επιχείρημα ότι αυτό το πέρασμα θα αύξανε τις ροές. Η άποψή μου είναι ότι οι ροές εκτοξεύθηκαν λόγω του διάπλατου ανοίγματος του «βαλκανικού διαδρόμου» πρωτίστως και δευτερευόντως για οποιονδήποτε άλλον λόγο. Για αυτό θα περάσω από τα προσχηματικώς «ανθρωπιστικά» επιχειρήματα υπέρ της Συμφωνίας στα λεγόμενα «ρεαλιστικά»:
2ον. Το deal μείωσε τις ροές
Ας πάμε στο «ψητό» λοιπόν. Ναι, οι ροές μειώθηκαν. Φυσικά όχι μόνο, και όχι τόσο, εξαιτίας της Συμφωνίας αλλά, όπως γνωρίζουμε, πρωτίστως εξαιτίας του σφραγίσματος του «βαλκανικού διαδρόμου». Το μερίδιο της Συμφωνίας στη μείωση των ροών είναι σημαντικό, αλλά το μεγάλο μέρος της δουλειάς είχε ήδη γίνει από πριν. Επομένως, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να κάνει κάτι από το οποίο συστηματικά απείχε: να φυλάξει η ίδια το βόρειο σύνορό της. Να το πω αλλιώς: αν υποθέσουμε πως η Ελλάδα είχε προλάβει να σφραγίσει με δική της πρωτοβουλία την Ειδομένη πέρυσι, τότε η διαπραγματευτική της θέση θα ήταν σίγουρα καλύτερη, ενώ ο αριθμός των ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν εδώ θα βρίσκονταν εξ αντικειμένου σε συναφή ύψη.
Σήμερα, η Ελλάδα είναι ελκυστικός προορισμός για πρόσφυγες και μετανάστες ως τράνζιτ. Αν πάψει να είναι τράνζιτ δεν θα είναι ελκυστικός προορισμός. Θα έχει πάντα ροές αλλά πιο ελεγχόμενες. Θα παλεύει όμως με αποφασιστικότητα και ηρεμία να διαχειρίζεται τα του οίκου της, περνώντας με σαφήνεια τα μηνύματα που πρέπει στον Βορρά και στον Νότο (Ανατολή καλύτερα). Αλλη «κατανόηση» δεν θα βρει: ούτε με ελεημοσύνες («δώστε ό,τι προαιρείσθε») ούτε με ψευτοπαλικαριές («θα σας γεμίσουμε πρόσφυγες»). Αν οι Ελληνες είναι μια φορά κυνικοί, οι Βορειοευρωπαίοι εκατό.

3ον. Οι μαζικές απελάσεις δεν είναι δυνατές, άρα πρέπει η δουλειά να γίνεται στις παρυφές ή εκτός ΕΕ
Αυτό δεν είναι διόλου εύηχο αλλά μέσα στον κυνισμό του είναι το πιο σοβαρό επιχείρημα που έχω ακούσει. Μόλις πριν από ελάχιστα χρόνια, το βασικό μήνυμα που κάποιοι στην ΕΕ ήθελαν να στείλουν στους «λαθρομετανάστες» ήταν ότι θα απελαθούν. Μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης είχαν πειστεί ότι αυτή ήταν η συνταγή και περίμεναν ότι με απελάσεις θα λυθεί το πρόβλημά τους. Κάποιοι λέγαμε τότε ότι οι απελάσεις αποκλείεται να βοηθήσουν διότι είναι εξαιρετικά σύνθετες και χρονοβόρες διοικητικές διαδικασίες και, τέλος, εξαρτώνται από τη θετική βούληση του κράτους αποστολής, που δεν είναι διόλου δεδομένη. Πιστεύω πως ένα κράτος έχει κάθε νόμιμο δικαίωμα να απελάσει κάποιους αλλοδαπούς που φυσικά δεν είναι πρόσφυγες, πλην όμως η μετανάστευση –και μάλιστα η μαζική –δεν γίνεται να αντιμετωπιστεί με απελάσεις.
Για αυτό, λοιπόν, οι «ρεαλιστές» οπαδοί των απελάσεων άλλαξαν πλέον τροπάριο. Το νέο τροπάριο προβλέπει οι αλλοδαποί να παραμένουν σε μια «υγειονομική ζώνη» στις παρυφές της ΕΕ, είτε οριακά εντός είτε εκτός. Ετσι γίνεται η δουλειά ευκολότερα. Η ΕΕ πληρώνει μάλιστα αδρά για αυτό τα κράτη που αναλαμβάνουν να γίνουν αποθηκάριοι ανθρώπων, αδιαφορώντας για το πώς σπαταλώνται τα χρήματα του ευρωπαίου φορολογουμένου. Το αν η Ελλάδα θέλει να αναλάβει τον ρόλο αυτό είναι ερώτημα που πρέπει να απαντήσουν οι Αρχές της και η κοινωνία της. Εγώ πιστεύω ότι αξίζει κάτι καλύτερο. Πάντως, το να καταργείται το δικαίωμα στην πρόσβαση στο άσυλο μέσω νομικών τεχνασμάτων που υπαγορεύουν πως ο πρόσφυγας είναι πρόσφυγας μόνο στο καιγόμενο σπίτι του και αν τάχα πάει δίπλα σε μια «ασφαλή τρίτη χώρα» έπαψε να είναι πρόσφυγας είναι επιχείρημα που, εκτός από τον στοιχειώδη ανθρωπισμό μας, προκαλεί και τη νοημοσύνη μας.
Συμπέρασμα
Το μεσομακροπρόθεσμο κόστος της Συμφωνίας είναι πολλαπλά τραυματικό για την ΕΕ. Οι συμφωνίες με τρίτα κράτη «αποθηκάριους» εξασθενεί τις εσωτερικές διαβουλεύσεις για καταμερισμό ευθυνών και αλληλεγγύη. Η «μετεγκατάσταση» και η «επανεγκατάσταση» ξεθωριάζουν. Στο εσωτερικό της ΕΕ η Ακρα Δεξιά θα θεριεύει αφού οι εμπνεύσεις της γίνονται κυρίαρχες και το ηθικό έρεισμα στην καταπολέμησή τους ανύπαρκτο. Η (κάθε) Ουγγαρία δικαιώνεται. Σε τι ακριβώς θα διαφέρουμε από τις εμπνεύσεις του νέου αμερικανού προέδρου που, κατά τα λοιπά, ξορκίζουμε τόσο; Και τέλος, ας μην ξεχνάμε πως οι μεγάλοι φράχτες κάνουν και τους μεγάλους άλτες, όπως λένε.
Ο ρεαλισμός είναι αρετή στην πολιτική. Οι άνθρωποι όμως δεν είναι πέτρες να τους πετάξεις κάπου και να μείνουν εκεί. Αν δεν μπορούν να ζήσουν θα πασχίσουν να φύγουν. Μια «ρεαλιστική» πολιτική επί εμψύχων όντων χρειάζεται να λαμβάνει υπόψη και τον παράγοντα «άνθρωπο»: αν δεν τον λαμβάνει, πέρα από απάνθρωπη, δεν είναι και ρεαλιστική.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (FIDH).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ