Το 1992 ο Κρίστοφερ Μακ Καντλς εγκαταλείπει την προοπτική μιας άνετης ζωής και επιχειρεί να ζήσει «Into the wild». Αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου του Τζον Κρακάουερ αλλά και της βασισμένης σε αυτό ταινίας του Σον Πεν (στα ελληνικά «Ταξίδι στην άγρια φύση»), με θέμα την αληθινή ιστορία ενός survivor με άποψη, όραμα και τσαγανό. Με όλα δηλαδή τα χαρακτηριστικά που λείπουν από τους survivors με τους οποίους ασχολείται σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των τηλεθεατών, αν κρίνουμε από τα νούμερα που επιβεβαιώνουν την επιτυχία του ριάλιτι που προβάλλει ο Σκάι.
Οι δικοί μας survivors είναι γιαλαντζήδες. Δεν περιμέναμε, βεβαίως, να δούμε τις σύγχρονες εκδοχές του Ταρζάν ή του Ροβινσώνα Κρούσου σε μια εκπομπή light ψυχαγωγίας. Ούτε έχουμε απαίτηση από ένα εμπορικό προϊόν (η επιτυχία του οποίου κρίνεται από τις τηλεθεάσεις που θα φέρουν και τις απαραίτητες διαφημίσεις) να προάγει την κατά Καντλς αναζήτηση της χαμένης αθωότητας, όταν αυτή συνεπάγεται την άρνηση της καταναλωτικής κοινωνίας και την επιστροφή σε πρωτόγονους τρόπους ζωής όπου αν δεν σκοτώσεις δεν θα φας, αν δεν σκληραγωγηθείς δεν θα επιβιώσεις. Ομως, στον πολυσυζητημένο «Survivor» του Σκάι η επιβίωση είναι μια πρόφαση που καταρρέει αμέσως. Το ζητούμενο είναι το ξεκατίνιασμα των παικτών προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού. Εν προκειμένω το «wild», το άγριο, δεν αφορά την επιβίωση σε μια τροπική παραλία (αυτό όταν σε ακολουθούν οι κάμερες μοιάζει αστείο), αλλά την επικράτηση σε έναν κόσμο (τη μίνι κοινωνία που συγκροτούν οι ομάδες των «Διασήμων» και των «Μαχητών», αλλά και τον ευρύτερο κόσμο των τηλεθεατών) που τρέφεται απαξιώνοντάς σε, λοιδορώντας σε, κοροϊδεύοντάς σε και κατακρίνοντάς σε.
Δεν γνωρίζω πόσοι από τους παίκτες μπήκαν στην αρένα έχοντας επίγνωση του πόσο απάνθρωπα θα τους μεταχειριστούμε ή πόσοι παρασυρμένοι από τον ναρκισσισμό και την εγωπάθειά τους θεωρούν πως τους δίνεται η ευκαιρία να λάμψουν στη showbiz. Ομως, παρακολουθώντας το «Survivor», το οποίο ήρθε να μου θυμίσει την εποχή της οικονομικά εύρωστης (έτσι τουλάχιστον φαινόταν) ελληνικής τηλεόρασης που μας βομβάρδισε με τέτοιες παραγωγές, συνειδητοποίησα πως ο λόγος για τον οποίο ένιωθα πάντα άβολα απέναντι σε παρόμοιες εκπομπές ήταν η υποδόρια ενόχληση που αισθανόμουν για τον τρόπο με τον οποίο καλούμασταν να χρησιμοποιήσουμε τους παίκτες, ακόμα και όταν τα ήθελε η κούτρα τους. Τα ριάλιτι (μουσικά και επιβίωσης, οικογενειακά και γνωριμιών) δεν βγάζουν στην επιφάνεια μόνο τον χειρότερο εαυτό των συμμετεχόντων (εκθέτοντας την κατινιά, τη βλακεία, τον εγωκεντρισμό τους) αλλά και ημών των θεατών ταυτίζοντας την ψυχαγωγία με το κουτσομπολιό, με την απαξιωτική τις περισσότερες φορές κριτική.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά για τους παίκτες του φετινού «Survivor», για την κουτοπονηριά και τη βλακεία τους, για την αμορφωσιά και την αφέλειά τους, θα μπορούσα να γράψω πολλά και για τον παρουσιαστή της παραγωγής, τον Σάκη Τανιμανίδη, που (αφού με το «Word party» απέδειξε πως υπάρχουν και άνθρωποι που ακόμα κι αν γυρίσουν όλον τον κόσμο δεν παίρνουν πρέφα τίποτε, παρά εξακολουθούν να θεωρούν πως η ζωή είναι ένας αδιάκοπος χαβαλές) επιβραβεύεται για την επιδεξιότητά του στο «όσα φάμε, όσα πιούμε, όσα αρπάζει ο…» με αναβάθμιση της τηλεοπτικής του παρουσίας, επιλέγω όμως να σταθώ κυρίως σε εμάς, τους τηλεθεατές, που δίνουμε υψηλές θεαματικότητες σε τέτοιες παραγωγές. Γιατί αν τελικά νομίζουμε πως διασκεδάζοντας από την ασφάλεια του σπιτιού μας (και της ανωνυμίας μας) με το ευτελές κουκλοθέατρο που έχει στηθεί στον Αγιο Δομίνικο παραμένουμε εκτός παιχνιδιού, κάνουμε λάθος. Συμμετέχουμε και εμείς κανονικότατα σε ένα σόου ανθρωποφαγίας, εκδηλώνοντας με τη σειρά μας τον ειρωνικό, κακοπροαίρετο εαυτό μας. Αυτό και αν είναι reality (πραγματικότητα)!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ