Κατάρρευση της απασχόλησης, έκρηξη της φτώχειας, ακραία λιτότητα και συρρίκνωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος κατά 25% στην οκταετία της ύφεσης (2008-2016) διαπιστώνει η ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, τα βασικά συμπεράσματα της οποίας παρουσιάζει «Το Βήμα της Κυριακής».
Η έκθεση την οποία θα παρουσιάσουν τις επόμενες ημέρες η διοίκηση της ΓΣΕΕ, ο πρόεδρός της Γιάννης Παναγόπουλος και το Ινστιτούτο Εργασίας διαπιστώνει ότι η ασκούμενη πολιτική λιτότητας έχει φτάσει στα ακραία όριά της, υπονομεύοντας τις βασικές δημοσιονομικές λειτουργίες, και εκτιμά ότι «είναι μικρή η πιθανότητα εξόδου της χώρας για δανεισμό στις αγορές» και άρα η έξοδος από την κρίση.
Επιδείνωση
Θεωρεί ότι «η κατάσταση θα επιδεινωθεί τα αμέσως επόμενα χρόνια, καθώς η οικονομία καλείται να πετύχει πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών, τη δυνατότητα κάλυψης των δανειακών τους υποχρεώσεων και την κατανάλωση».
Η έκθεση αποτυπώνει τη δραματική κατάσταση της αγοράς εργασίας, με την παραβατικότητα και την αλόγιστη χρήση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης να κυριαρχούν. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση εργάζεται με αυτή τη μορφή εργασίας επειδή δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση.
Η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται πάνω από 70%, ενώ ο συνδυασμός υψηλής ανεργίας και υψηλότατης μακροχρόνιας ανεργίας, με την έλλειψη στοιχειώδους προστασίας των ανέργων, οδηγεί σε εντεινόμενη εργασιακή ανασφάλεια, χαμηλή εισοδηματική ποιότητα και αύξηση της έντασης εργασίας.
Η έκθεση διαπιστώνει επίσης ιδιαίτερα αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις κατά την περίοδο 2010-2015 αναλύοντας τους δείκτες φτώχειας και ανισότητας σε συνάρτηση με τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Ενδεικτικό αυτού είναι το στοιχείο σύμφωνα με το οποίο το ποσοστό των εργαζομένων που βρίσκονται στο όριο της φτώχειας και έχουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι περίπου τριπλάσιο από εκείνο των εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Απόκλιση με ΕΕ
«Τα ευρήματα αυτά», τονίζεται στην έκθεση, «καθιστούν προφανές πως οι σταθερές σχέσεις απασχόλησης όχι μόνο περιορίζουν την αβεβαιότητα των εργαζομένων ως προς το εργασιακό μέλλον τους αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζουν και ένα σαφώς καλύτερο βιοτικό επίπεδο».
Τέλος, το κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε την περίοδο 2008-2016 κατά 24,8% και πλέον διαμορφώνεται στις 17.000 ευρώ. Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε στη διεύρυνση της πραγματικής απόκλισης της ελληνικής οικονομίας από αυτήν της Ευρωπαϊκή Ενωσης-28, όπου το μέσο κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ το 2016 ήταν υψηλότερο κατά 57,6% του αντίστοιχου της Ελλάδας, έναντι απόκλισης 15,9% το 2008.
Αρνητικές νέες αποταμιεύσεις
Η έκθεση του ΙΝΕ καταγράφει μια σημαντική απόκλιση της κατανάλωσης, σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα, από το 2012. Τα νοικοκυριά, στο σύνολό τους, εμφανίζονται να έχουν αρνητικές νέες αποταμιεύσεις. Οι τάσεις αυτές –σημειώνει το ΙΝΕ –επηρεάζουν αρνητικά τη φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος και προκαλούν εμπλοκή στον ρόλο του στο σύστημα πληρωμών και χρηματοδότησης της οικονομίας. «Ως προς το ζήτημα αυτό η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα είχε σταθεροποιητική επίδραση στο τραπεζικό σύστημα, ωστόσο χρονικά περιορισμένη» εκτιμά το Ινστιτούτο.
Επίσης στην έκθεση σημειώνεται πως παρατηρείται ένας μικρού μεγέθους και αργός μετασχηματισμός της σύνθεσης των επενδύσεων, με τον κύριο όγκο να προέρχεται από επιχειρήσεις, σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο που προερχόταν από τα νοικοκυριά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ