Η επικείμενη έκθεση – αφιέρωμα στον Κριστόμπαλ Μπαλεντσιάγκα που θα φιλοξενήσει από τον προσεχή Μάιο το Μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον για περισσότερους του ενός λόγους. Πρόκειται για την πρώτη έκθεση για τον βασκικής καταγωγής ισπανό μετρ της μόδας στη Μεγάλη Βρετανία, 80 χρόνια μετά το άνοιγμα του διάσημου οίκου του στο Παρίσι. Η έκθεση στρέφει το ενδιαφέρον στον δημιουργό που ο Κριστιάν Ντιόρ αναγνώριζε ως «κυρίαρχο όλων μας» χάρη στο αδιαπραγμάτευτα υψηλό επίπεδό του ενώ η Κοκό Σανέλ θεωρούσε τον «μοναδικό δημιουργό με την πραγματική έννοια του όρου. Ολοι οι υπόλοιποι είναι απλώς σχεδιαστές μόδας…». Πέραν όλων των άλλων η διοργάνωση επαναφέρει στην επικαιρότητα ένα θέμα που έχει απασχολήσει αρκετά τα τελευταία χρόνια: το ενδιαφέρον των μεγάλων μουσείων διεθνώς για τη φιλοξενία εκθέσεων μόδας και την αποδεδειγμένη απήχησή τους στο κοινό…
Οι αριθμοί είναι τω όντι εντυπωσιακοί: οι περισσότεροι από 750.000 άνθρωποι που επισκέφθηκαν την πρόσφατη έκθεση «Manus x Machina» του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης –μια διοργάνωση που εστίασε στη χρήση της τεχνολογίας στην υψηλή ραπτική –την κατέταξαν στην έβδομη θέση της επισκεψιμότητας στην μέχρι τούδε ιστορία του Μουσείου. Λίγα χρόνια νωρίτερα, η έκθεση «Πανκ: το χάος στη μόδα» που φιλοξενήθηκε από τον ίδιο οργανισμό κατόρθωσε να προσελκύσει περισσότερους από 440.000 επισκέπτες στη διάρκεια των τριών μηνών λειτουργίας της, χαρίζοντάς της μια θέση ανάμεσα στις πέντε πιο δημοφιλείς διοργανώσεις των τελευταίων 20 χρόνων. Η ομόφωνη απαξίωσή της από πλευράς κριτικής –οι συντάκτες των κορυφαίων αμερικανικών ΜΜΕ έκαναν λόγο για «παταγώδη αποτυχία» και «πραγματική καταστροφή» – φαίνεται πως ελάχιστα επηρέασε. Στην πραγματικότητα, μάλλον καθόλου…
Εξαιρετικά μεγάλη απήχηση είχε εξάλλου και η αφιερωμένη στον Αλεξάντερ Μακ Κουίν έκθεση που διοργανώθηκε στο Μητροπολιτικό Μουσείο το 2011: χαρακτηριστικό το γεγονός πως οι ουρές οι οποίες σχηματίστηκαν ήταν τόσο μεγάλες ώστε όσοι θέλησαν να επισκεφθούν κάποια από τις εκθέσεις που λειτουργούσαν παράλληλα υποχρεώθηκαν να υποστούν υπολογίσιμη ταλαιπωρία… Απ’ ό,τι φάνηκε πάντως, η «φρενίτιδα» για τον Μακ Κουίν δεν ήταν αμερικανικό φαινόμενο αφού η παρουσίαση της έκθεσης με τίτλο «Αγρια Ομορφιά» στο Victoria & Albert την άνοιξη του 2015 προκάλεσε ανάλογες αντιδράσεις και θα μπορούσε να πει κανείς πως άνοιξε τον δρόμο για την όλο και αυξανόμενη διάθεση των μουσείων να φιλοξενήσουν εκθέσεις μόδας.

Το ενδιαφέρον δεν είναι καινούργιο
Το ενδιαφέρον των μουσείων για τη μόδα δεν είναι καινούργιο: από την εποχή της Νταϊάνα Βρίλαντ, της θρυλικής συντάκτριας του «Ηarper’s Bazaar» και της «Vogue», το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης φιλοξένησε εκθέσεις αφιερωμένες σε σχεδιαστές όπως ο Μπαλεντσιάγκα και ο Ιβ Σεν Λοράν. Ωστόσο, η εντυπωσιακή αύξηση ανάλογης θεματολογίας εκθέσεων τα τελευταία χρόνια στις δύο πλευρές του Ατλαντικού –η έκθεση με τίτλο «Undressed» –Mια σύντομη ιστορία των εσωρούχων που λειτουργεί αυτόν τον καιρό στο Victoria & Albert αλλά και η προηγούμενη, αφιερωμένη στη «Λάμψη της Ιταλικής Μόδας 1945-2014» ανήκουν στις πλέον πρόσφατες –προκαλεί πολλές συζητήσεις στον διεθνή Τύπο. Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αφού δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι η μόδα είναι τέχνη, επομένως ένα μεγάλο μουσείο αποτελεί «φυσικό χώρο» παρουσίασής της ή απλώς «βιτρίνα» για μια πιο εκλεπτυσμένη διαφήμιση μιας καθαρά εμπορικής φίρμας;

«Για έναν διευθυντή μουσείου με σφιχτό προϋπολογισμό, ο οποίος οφείλει να λάβει υπόψη του την απήχηση μιας έκθεσης στο ευρύ κοινό, η λειτουργικότητα τέτοιου είδους διοργανώσεων είναι προφανής»
σημείωνε λίγο παλαιότερα ο νεοϋορκέζος κριτικός Τζέισον Φαράγκο. Ο ίδιος προσέθετε ότι οι δημοφιλείς εκθέσεις μόδας είναι σχετικά φθηνές από πλευράς παραγωγής: η εξασφάλιση δανείων εκθεμάτων δεν είναι δύσκολη και τα ασφάλιστρα πολύ μικρότερα από τους πίνακες αξίας 100 εκατ. δολαρίων του 19ου αιώνα. Ταυτόχρονα φέρνουν χρήματα με πολλούς τρόπους: με τα προϊόντα που διατίθενται στο πωλητήριο του μουσείου, για παράδειγμα, και προσελκύουν αντίστοιχα πολλούς καταναλωτές.
Μία ακόμη ελκυστική παράμετρος των σχετικών με τη μόδα εκθέσεων έχει να κάνει με το γεγονός ότι η δημοφιλία τους διευκολύνει την εξεύρεση ιδιωτών χορηγών σε μια περίοδο γενικότερης κρίσης και περικοπών των κρατικών επιχορηγήσεων. «Καθώς οι οικονομικές δυνατότητες στενεύουν δραματικά αλλά και οι μαικήνες γίνονται πιο σφιχτοί, τα μουσεία αναζητούν μια όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη διέξοδο» επισημαίνει ο ίδιος κριτικός.
Μέσα από αυτό το πρίσμα ωστόσο, είναι σαφές ότι οι γενικεύσεις εγκυμονούν κινδύνους. Και αυτό γιατί, κατά κοινή ομολογία, οι εκθέσεις μόδας σε μεγάλα μουσεία που έχουν πράγματι λόγο δεν λείπουν. Χαρακτηριστική περίπτωση, η έκθεση για τον Ζαν-Πολ Γκοτιέ που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μόντρεαλ, αργότερα περιόδευσε σε μουσεία των ΗΠΑ και στη συνέχεια παρουσιάστηκε στο Barbican του Λονδίνου. Σε δηλώσεις του στον αμερικανικό Τύπο ο Τιερί Μαξίμ Λοριό, επιμελητής στο Μουσείο Καλών Τεχνών του Μόντρεαλ, αρνιόταν κατηγορηματικά τον εμπορικό χαρακτήρα της έκθεσης εστιάζοντας στο ιδιαίτερο βάρος που δίνεται στον πρωτοπόρο ρόλο του Γκοτιέ αναφορικά με τη φυλετική και σεξουαλική ισότητα σε μια εποχή σαφούς προκατάληψης στον κόσμο της μόδας…
Ανάλογα «στοχευμένη» ήταν και η «δίδυμη» έκθεση «Σκιαπαρέλι/Πράντα» που φιλοξένησε στο πρόσφατο παρελθόν το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης. Εν προκειμένω η Μιούτσια Πράντα, φιλότεχνη η ίδια και γνωστή συλλέκτρια, η οποία όμως αρνείται σθεναρά την άποψη ότι η μόδα είναι τέχνη, παρουσιάστηκε ως μια «νεοεγελιανή», τρόπον τινά, της υψηλής ραπτικής…
Ωστόσο ακόμη και για όσους ασκούν κριτική ο πραγματικός «εχθρός» δεν είναι η ίδια η μόδα. Ο αντίλογος εστιάζεται στην είσοδο ενός ξεκάθαρα κερδοσκοπικού προσανατολισμού στα μεγάλα μουσεία τα οποία εξ ορισμού αποτελούν μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς με χαρακτήρα (και) εκπαιδευτικό. Στην κατεύθυνση αυτή πάντως θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς πως η μόδα είναι ο μοναδικός «κίνδυνος». Ωστόσο ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η τελευταία, περισσότερο από άλλους εμπορικού χαρακτήρα τομείς, είναι σε θέση να υπερβεί τα όρια ανάμεσα στη δημιουργία και στην κατανάλωση με την απαραίτητη φινέτσα ώστε η «παρακμή» να μη γίνει αντιληπτή.
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν με σθένος πως τα μουσεία και οι αίθουσες Τέχνης δεν φιλοδοξούν να προσφέρουν, απλώς, μια ακόμη «βιτρίνα» στους διάσημους σχεδιαστές. Αυτό που επιδιώκουν είναι να τοποθετήσουν τη δουλειά των συγκεκριμένων δημιουργών σε ένα καλλιτεχνικό, κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο το οποίο προσφέρει στο κοινό κάτι που δεν μπορούν να βρουν στα εμπορικά καταστήματα. Για παράδειγμα, η πρόσφατη έκθεση «Missoni – η τέχνη του χρώματος» στο Λονδίνο ήρθε να παρουσιάσει περισσότερα από 60 χρόνια δημιουργίας του γνωστού ιταλικού οίκου εκ παραλλήλου με μελέτες υφασμάτων και πίνακες ζωγραφικής του Οτάβιο Μισόνι, οι οποίοι εκτέθηκαν από κοινού με έργα της Σόνιας Ντελονιέ, του Λούτσιο Φοντάνα και άλλων καλλιτεχνών του 20ού αιώνα οι οποίοι τον επηρέασαν.
Δύο μουσεία για τον YSL
Τον προσεχή Σεπτέμβριο, τα εγκαίνια δύο μουσείων αφιερωμένων στον θρυλικό σχεδιαστή Ιβ Σεν Λοράν φιλοδοξούν να γίνουν πόλοι έλξης για τους απανταχού φίλους της μόδας. Αμφότερα θα τελούν υπό την ευθύνη του Ιδρύματος Πιερ Μπερζέ – Ιβ Σεν Λοράν στην ιδιοκτησία του οποίου βρίσκεται η συλλογή των 5.000 ενδυμάτων, 15.000 αξεσουάρ και δεκάδων χιλιάδων σχεδίων που φέρουν την υπογραφή του σχεδιαστή. Το Μουσείο Ιβ Σεν Λοράν στο Μαρακές θα στεγαστεί στο νέο κτίριο, σχεδιασμένο από το γαλλικό αρχιτεκτονικό δίδυμο Studio KO, στη μαροκινή πόλη που αγαπούσε τόσο ο δημιουργός. Ο Ιβ Σεν Λοράν «ανακάλυψε» το Μαρακές το 1966 και έκτοτε το επισκεπτόταν τακτικά, ενώ αποτελούσε και σταθερή πηγή έμπνευσής του.
Από την άλλη, το Μουσείο του Παρισιού θα στεγαστεί στον ιστορικό οίκο, στο νούμερο 5 της λεωφόρου Marceau, όπου ο Ιβ Σεν Λοράν σχεδίαζε και δημιουργούσε για σχεδόν 30 χρόνια, από το 1974 ως το 2002, ενώ από το 2002 αποτελεί τη «βάση» του Ιδρύματος Πιερ Μπερζέ – Ιβ Σεν Λοράν. Στο πλαίσιο αυτό, το κοινό θα έχει την ευκαιρία να εξερευνήσει τον πλούτο της δημιουργικής κληρονομιάς του σχεδιαστή μέσα από μια σταθερά ανανεούμενη έκθεση της συλλογής. Η επιδίωξη του Ιδρύματος είναι να κατανοήσουν οι επισκέπτες τη δουλειά του σχεδιαστή όχι μόνο από την πλευρά του θρύλου της μόδας του 20ού αιώνα αλλά και από αυτήν του καλλιτέχνη.
Τις εκλεκτικές συγγένειες της μόδας με την ιστορία και την κοινωνία έρχεται να καταδείξει η έκθεση «Items – Είναι η Μόδα μοντέρνα;» που διοργανώνει το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης από την 1η Οκτωβρίου. Η έκθεση θα συμπεριλάβει περισσότερα από 100 αντικείμενα που είχαν μεγάλη επίδραση στην ιστορία και στην κοινωνία του 20ού και 21ου αιώνα και παραμένουν επιδραστικά ως σήμερα. Ανάμεσά τους τα περίφημα τζιν 501 της Levi’s, το μικρό κλασικό μαύρο φόρεμα κ.ά. Η έκθεση θα αγγίξει θέματα που έχουν να κάνουν με τη διανομή, τη λειτουργικότητα, την πολιτική και άλλα ζητήματα πέρα από τα ίδια τα σχέδια. Η έκθεση έρχεται να θυμίσει την αντίστοιχη διοργάνωση «Είναι τα ρούχα μοντέρνα;» του Μουσείου το 1944, που ήταν και η τελευταία σε σχέση με τη μόδα που οργάνωσε ο συγκεκριμένος οργανισμός. Κρίνοντας κάποιος από τη γενικότερη ατμόσφαιρα, η στιγμή είναι κατάλληλη για να επανέλθει στις εκθέσεις του είδους…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ