Οι επιχορηγήσεις και πάλι επί τάπητος. Την πρώτη ημέρα του Μαρτίου, η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε, επανέφερε το θέμα στο προσκήνιο –κυρίως, για το θέατρο, αλλά και για τον χορό. Σχεδόν τις είχαμε ξεχάσει.
Ηταν Μάιος του 2011 όταν ο τότε ομόλογός της, Παύλος Γερουλάνος, παρουσίασε ένα 28σέλιδο φυλλάδιο για τα «Προγράμματα Υποστήριξης της Θεατρικής Τέχνης», δίνοντας τέλος (;) στις διετείς σχεδόν διαμαρτυρίες του θεατρικού κόσμου. Το προβλεπόμενο ποσό ανερχόταν σε 2,5 εκατομμύρια ευρώ, στο οποίο είχε προστεθεί ένα ακόμη εκατομμύριο για να κλείσουν τα παλιά χρέη. Τον Φεβρουάριο του ’12 ανακοινώθηκαν οι θίασοι και ίσα-ίσα που δόθηκε μια πρώτη δόση. Μετά ήρθαν οι διπλές εκλογές και το ζήτημα έκλεισε.
Για τον κόσμο του θεάτρου οι επιχορηγήσεις παραμένουν ένα καυτό θέμα, μια ανοιχτή πληγή. Γι’ αυτό και το γεγονός ότι «το ΥΠΠΟΑ επανενεργοποιεί σε νέες βάσεις τον θεσμό των επιχορηγήσεων για σχήματα του ελεύθερου θεάτρου και ομάδες χορού» το υποδέχτηκαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό.
Ηθοποιός και σκηνοθέτρια, δασκάλα στο αρχαίο δράμα, η Λυδία Κονιόρδου δύσκολα θα μπορούσε να βγάλει το θέατρο από τον οικονομικό προϋπολογισμό του υπουργείου της. Τόνισε ότι οι επιχορηγήσεις θα αφορούν σχήματα «είτε με σταθερή μακρόχρονη παρουσία και μόνιμη στέγη είτε νεανικά σχήματα με τριετή τουλάχιστον παρουσία».
Για τη σεζόν 2017-2018 ο συνολικός προϋπολογισμός που έχει προβλεφθεί ανέρχεται σε 1,5 εκατ. ευρώ, ενώ ο σχεδιασμός θέλει να δίνονται με βάση μία παραγωγή ανά σχήμα.
Την επιλογή θα κάνουν αρμόδιες πενταμελείς επιτροπές (που πρόκειται να συσταθούν άμεσα) με αξιολογικά κριτήρια όπου θα προσμετρούνται μεταξύ άλλων η καλλιτεχνική επάρκεια, η εργασιακή επάρκεια και οι θέσεις εργασίας που παρέχονται, καθώς και η εξωστρέφεια στην επικράτεια ή και στο εξωτερικό. Τέλος, η Λυδία Κονιόρδου ξεκαθάρισε ότι τα παλαιά χρωστούμενα αναγκαστικά παραγράφονται.
«Χωρίς τις επιχορηγήσεις δεν θα υπήρχαμε» είχε πει κάποτε ο Λευτέρης Βογιατζής, μιλώντας για αυτό το θέμα και αναφερόμενος ειδικότερα στο δικό του θέατρο και στις δικές του θεατρικές δουλειές. Και δεν ήταν ο μόνος. Την άποψη αυτή ασπάζονται οι περισσότεροι άνθρωποι του χώρου, πάνω ή κάτω από το σανίδι, κυρίως δε όσοι προσπαθούν να προτείνουν ένα θέατρο ρεπερτορίου. Το παράδειγμα του Θεάτρου του Νότου – Αμόρε είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά, καθώς με την αρωγή της πολιτείας (το συγκεκριμένο στηρίχθηκε και από ιδιώτες χορηγούς, αλλά σε περιορισμένη κλίμακα) κατάφερε να στήσει ένα καλλιτεχνικό οικοδόμημα που μπόλιασε το θέατρο του δικού μας παρόντος. Γιατί το μοντέλο που εισήγαγε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο Γιάννης Χουβαρδάς «γέννησε» παιδιά, πολλαπλασιάστηκε και κατάφερε να ριζώσει. Εν μέρει συνέπεσε και με τη χρυσή εποχή των επιχορηγήσεων επί υπουργίας Θάνου Μικρούτσικου.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται κάθε φορά συνεπάγεται την εφαρμογή ή μη μιας πολιτιστικής πολιτικής σε βάθος χρόνου. Από τη στιγμή που το κράτος θα αποδεχθεί τον ρόλο του οικονομικού υποστηρικτή στην τέχνη, οφείλει να θέσει τέτοια κριτήρια που να ελαχιστοποιούν κάθε είδους πελατειακή σχέση με τους επιχορηγούμενους. Αλλά οφείλει και να ελέγχει: Να στήσει εκείνους τους μηχανισμούς που θα της επιτρέπουν να παρακολουθεί και να αξιολογεί αυτά στα οποία επένδυσε. Για να αποφεύγει τα λάθη, να μην τα επαναλαμβάνει.
Δεν είναι παραγωγός το κράτος: Δεν δίνει για να πάρει. Δεν θα μοιραστεί το ταμείο και τα κέρδη. Στόχος του πρέπει να είναι να βάλει τα θεμέλια. Γι’ αυτό και οφείλει να θέσει τους όρους του παιχνιδιού.
Ποιοι, πόσο και γιατί. Και να λύσει τον γρίφο: πολλά σε λίγους ή λίγα σε πολλούς; Και την ίδια στιγμή να είναι έτοιμο να απογοητεύσει, να στενοχωρήσει, ακόμη και να θυμώσει ορισμένους. Αρκεί να έχει τις κατάλληλες αιτιολογήσεις.
Στα χρόνια της κρίσης, με το κρατικό χρήμα να είναι ανύπαρκτο, το θέατρο συνέχισε και συνεχίζει να δημιουργεί. Φυσικά και δεν σταμάτησε την εξελικτική του πορεία. Ωστόσο οι διαρκώς μειούμενες απολαβές των ανθρώπων που το υπηρετούν οδηγούν τα πράγματα σε δύσκολα μονοπάτια. Οι ηθοποιοί, κυρίως του ρεπερτορίου, μοιράζονται σε πολλές παραστάσεις, δουλεύουν πολλαπλάσια για μικρότερες απολαβές. Βάζουν μπροστά το μεράκι και το πάθος τους, την αγάπη για την τέχνη τους, αλλά όλα αυτά λειτουργούν εις βάρος τους.
Στην Ευρώπη αυτά τα ζητήματα έχουν λυθεί προ πολλού. Είναι μονόδρομος. Η τέχνη, η σύγχρονη τέχνη, δεν μπορεί να πορευτεί χωρίς την κρατική επιχορήγηση, χωρίς την κρατική στήριξη. Η πολιτεία δεν μπορεί να μη στηρίζει τον πολιτισμό της.
Παράλληλα θα έπρεπε –πρέπει, να δώσει στην ιδιωτική πρωτοβουλία όλα εκείνα τα εχέγγυα που θα την ωθούσαν να γίνει κοινωνός στο όραμά της. Αρκεί να υπάρχει όραμα και να είναι εφαρμόσιμο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ