Chimamanda Ngozi Adichie
Ας είμαστε όλοι φεμινιστές

Μετάφραση Μαρία Ξυλούρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017
σελ. 72, τιμή 6,60 ευρώ

Οταν η Τσιμαμάντα Νγκόζι Αντίτσι ήταν εννιά χρονών, πήγαινε δημοτικό σχολείο στην Ενσούκα, μια πανεπιστημιούπολη στη Νοτιοανατολική Νιγηρία. Στην αρχή του τριμήνου, η δασκάλα είπε ότι θα έβαζε ένα διαγώνισμα στους μαθητές. Κι όποιος έπαιρνε τον μεγαλύτερο βαθμό θα γινόταν ο επιμελητής της τάξης. Η ίδια έχοντας στο μυαλό την επερχόμενη επιβράβευση –δηλαδή μια βίτσα που στα μάτια της φάνταζε από μόνη της «μεθυστική εξουσία», ασχέτως αν δεν επιτρεπόταν να τη χρησιμοποιήσει, μπορούσε μόνο να περιπολεί την τάξη –τα κατάφερε καλύτερα απ’ όλους.

Ομως δεν έγινε επιμελήτρια της τάξης. Ο λόγος; Ηταν κορίτσι! Επιμελητής έγινε το αγόρι που είχε έρθει δεύτερο. Γιατί; Επειδή ήταν αγόρι! «Αυτό το συμβάν δεν το ξέχασα ποτέ μου» ομολογεί η συγγραφέας στο τομίδιο Ας είμαστε όλοι φεμινιστές που αποτελεί μια επεξεργασμένη και εμπλουτισμένη μορφή μιας ομιλίας της στο TEDxEuston, σε μια ετήσια διάσκεψη με θέμα την Αφρική. Το κείμενο αυτό, το οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και ένα είδος μαχητικής μπροσούρας, έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις –το επικαλέστηκαν με τον τρόπο τους, λ.χ., τόσο η ποπ σταρ τραγουδίστρια Μπιγιονσέ όσο και ο διάσημος οίκος μόδας Κριστιάν Ντιόρ –και απέδειξε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το ζήτημα του φεμινισμού μόνο τελειωμένο δεν είναι. Το ενδιαφέρον είναι πως το γράφει μια γυναίκα που μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα σε δύο κουλτούρες και τις παρατηρεί συγχρονικά, που της αρέσει να σφαλιαρίζει τα στερεότυπα της καθημερινής ζωής και της ακαδημαϊκής θεωρίας, που θεωρεί ότι το λιπ γκλος και τα ψηλοτάκουνα δεν είναι ασύμβατα με τον φεμινισμό και η οποία, κάθε φορά που προσπαθεί να διαβάσει τα λεγόμενα «κλασικά φεμινιστικά κείμενα», βαριέται και ζορίζεται να τα τελειώσει. Ασφαλώς έτσι ισχυρίζεται η ίδια, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραπετάξουμε και τη Σιμόν ντε Μποβουάρ επειδή ενδεχομένως δεν την απολαμβάνει η Αντίτσι. Αραγε με την ίδια τι συνέβη; Επιφοίτηση; Ηταν αρκετές οι προσωπικές της εμπειρίες; Προφανώς διάβασε κάτι –σίγουρα όχι τα Αρλεκιν που διάβαζε μικρή –και είδε τα πράγματα αλλιώς, έτσι συμβαίνει με όλους. Το σύντομο αυτό κείμενο, γραμμένο με δυναμισμό, σοβαρότητα αλλά και χιούμορ, η ίδια το οργανώνει γύρω από την ιδέα των «έμφυλων προσδοκιών», την πραγματικότητα της κοινωνικοποίησης των δύο φύλων αλλά και τους μηχανισμούς εσωτερίκευσης.

Αναδεικνύει, επίσης, την αναγκαιότητα μιας άλλης ανατροφής, για αγόρια και κορίτσια. Εν πάση περιπτώσει, «είναι προικισμένη με τα χάρισμα των αρχαίων παραμυθάδων. Γνωρίζει καλά τι διακυβεύεται και ξέρει τι πρέπει να κάνει γι’ αυτό. Είναι ατρόμητη» είχε πει γι’ αυτήν μερικά χρόνια πριν ένας σπουδαίος συμπατριώτης της, ο νιγηριανός συγγραφέας Τσινούα Ατσέμπε, και δεν είχε καθόλου άδικο. Το περασμένο καλοκαίρι η 39χρονη Τσιμαμάντα Νγκόζι Αντίτσι, η οποία ζει μεταξύ Νιγηρίας και Ηνωμένων Πολιτειών, βρισκόταν στο Λάγος στο πλαίσιο ενός σεμιναρίου δημιουργικής γραφής. Ενας νεαρός άνδρας που είχε διαβάσει όλα της τα βιβλία –το τελευταίο μυθιστόρημά της είναι το Americanah (2013) που απέσπασε το Εθνικό Βραβείο του Κύκλου των Κριτικών στις ΗΠΑ –της εξέφρασε τον θαυμασμό αλλά και την απογοήτευσή του. «Σ’ αγαπούσα πολύ αλλά από τη στιγμή που άρχισες να ασχολείσαι με αυτά τα πράγματα, τον φεμινισμό και τους γκέι, δεν ξέρω πλέον τι να πιστέψω για σένα. Πώς ακριβώς σκοπεύεις να διατηρήσεις την αγάπη ανθρώπων όπως εγώ από εδώ και πέρα;» τη ρώτησε. Και εκείνη, όπως ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξή της στον βρετανικό «Guardian», του απάντησε: «Κράτα την αγάπη σου. Δυστυχώς, αν και μ’ αρέσει πολύ να μ’ αγαπούν, δεν πρόκειται να τη δεχτώ αν συνοδεύεται απ’ αυτούς τους όρους».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ