Ακόμη και οι ψυχραιμότεροι παρατηρητές των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν έχουν πλέον πολλές αμφιβολίες ότι η Άγκυρα «παίζει με τη φωτιά» στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το νέο ανακοινωθέν του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, το βράδυ της Τετάρτης, με το οποίο αμφισβητούνται οι γνώσεις του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου σε θέματα Διεθνούς Δικαίου και τα όσα είπε για την αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων αποτελεί το τελευταίο επεισόδιο στο διμερές επίπεδο.
Η δε δημοσιοποίηση από τον υπουργό Ενέργειας Μπεράτ Αλμπαϊράκ της πρόθεσης της Άγκυρας να προχωρήσει σε έρευνες υδρογονανθράκων τόσο στη Μαύρη Θάλασσα όσο και στην Ανατολή Μεσόγειο (με την επανεμφάνιση του γνωστού ερευνητικού σκάφους «Μπαρμπαρός»)προοιωνίζεται ένα «θερμό» χρονικό διάστημα στην περιοχή.
Η ομιλία του κ. Παυλόπουλου περί των διεθνών συνθηκών που διέπουν το καθεστώς των Δωδεκανήσεων και συγκεκριμένα περί της Συνθήκης των Παρισίων του 1947, σε συνδυασμό με τα όσα είπε περί νόμιμης άμυνας βάσει του Άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών υπήρξε άψογη. Η ελληνική θέση και οι ενέργειες της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια, με την απειλή του «casus belli» και την παρουσία της «Στρατιάς του Αιγαίου» στα μικρασιατικά παράλια, εδραιώνουν τα όσα είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Η Τουρκία είναι αυτή την περίοδο ένα «μαύρο κουτί» – από γεωστρατηγικής απόψεως. Δεν είναι σαφές τι ακριβώς επιδιώκει στην εξωτερική της πολιτική, η άσκηση της οποίας γίνεται υπό το πρίσμα των εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Το βασικό ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που απασχολεί την Άγκυρα είναι το Συριακό, αλλά ήδη πολλοί αναλυτές αμφισβητούν σοβαρά τις επιλογές Ερντογάν. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για τα πάντα,αλλά και αποφασισμένη να αποφύγει λάθη που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εκτράχυνση της κατάστασης.
Υπάρχει άλλο ένα σημείο το οποίο η Αθήνα οφείλει να λάβει υπόψη της όταν αναφέρεται στο Διεθνές Δίκαιο σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η ιστορία δείχνει ότι η χώρα μας δεν έχει την καλύτερη προϊστορία από τις «συναλλαγές» της με το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (όπως πχ η προσφυγή της χώρας μας για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου το 1975, αλλά και η υπόθεση της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου επί της προσφυγής των Σκοπίων εναντίον της Αθήνας για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας), άρα απαιτείται προσοχή.
Παράλληλα, υπάρχουν ζητήματα, όπως η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, στα οποία οι αρχές του Διεθνούς Δικαίου δεν είναι οι μόνες που καθορίζουν το αποτέλεσμα μίας δικαστικής διαδικασίας. Υπάρχει νομολογία που συνιστά πηγή δικαίου και αυτή δεν είναι απαραίτητα θετική για τα ελληνικά συμφέροντα.
Οι παρατηρήσεις αυτές δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα πρέπει να αγνοήσει το Διεθνές Δίκαιο. Απλώς, οφείλει να γνωρίζει τα όρια της αξιοποίησής του στη διπλωματική της στρατηγική.