Εμπορικό έλλειμμα εμφάνισε το Φεβρουάριο η Κίνα, για πρώτη φορά σε μηνιαία βάση εδώ και τρία χρόνια. Αιτία η αύξηση των εισαγωγών και η κάμψη της παραγωγής λόγω των αργιών της κινεζικής Πρωτοχρονιάς (γιορτάζεται τη δεύτερη νέα σελήνη μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο). Σε κάθε περίπτωση, η κινεζική ηγεσία φοβούμενη την υπερθέρμανση της οικονομίας μοιάζει ικανοποιημένη με την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 26 χρόνων.
Η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και η ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης στη χώρα των 1,39 δισ. καταναλωτών εκτίναξαν τις εισαγωγές κατά 38,1% υψηλότερα το μήνα που πέρασε στην Κίνα συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι.
Την ίδια ώρα οι εξαγωγές υποχώρησαν αναπάντεχα κατά 1,3% το Φεβρουάριο σε ετήσια βάση. Το αποτέλεσμα είναι να εμφανιστεί ένα εμπορικό έλλειμμα της τάξης των 9,2 δισ. δολαρίων το συγκεκριμένο μήνα. Σημειωτέον ότι οι ειδικοί που μετείχαν σε έρευνα του Reuters προέβλεπαν για το μήνα που πέρασε εμπορικό πλεόνασμα 25,8 δισ. δολαρίων. Η τελευταία φορά που οι εισαγωγές είχαν ξεπεράσει τις εξαγωγές στην Κίνα ήταν το Φεβρουάριο του 2014.
Εν τω μεταξύ ο πρωθυπουργός του Πεκίνου Λι Κεκιάνγκ μιλώντας το Σαββατοκύριακο στη Λαϊκή Εθνοσυνέλευση στο Πεκίνο έθεσε ως αναπτυξιακό στόχο για το τρέχον έτος την αύξηση του κινεζικού ΑΕΠ κατά 6,5%. Πέρυσι ο ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας επιβραδύνθηκε στο 6,7%, που είναι το χαμηλότερο ποσοστό από το 1990.
Στόχος της νομενκλατούρας του Πεκίνου είναι να αποτρέψει την προοπτική οι υπερβολικά υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης (μόλις πριν από λίγα χρόνια η κινεζική οικονομία κάλπαζε με διψήφιους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ) να πυροδοτήσουν το ξέσπασμα μιας χρηματοοικονομικής κρίσης.
Σημειωτέον ότι, όπως εκτιμούν οι ειδικοί, με τον αναπτυξιακό αυτό στόχο, που παραμένει ένας από τους υψηλότερους παγκοσμίως, η Κίνα δεν πρόκειται να πετύχει μέσο όρο αύξησης του ΑΕΠ της κατά 6,5% την περίοδο 2016-2020, που επιδιώκει. «Φαίνεται πως μετριάζοντας τις προσδοκίες του το Πεκίνο δεν έχει πλέον προτεραιότητα το φρενάρισμα της οικονομίας αλλά δίνει μεγαλύτερη σημασία στη διαχείριση των χρηματοοικονομικών κινδύνων», συμπεραίνει ο Τσού Χάο, οικονομολόγος της Commerzbank AG στη Σιγκαπούρη.
Οι υπερχρεωμένες επιχειρήσεις
Ο πρωθυπουργός Λι Κεκιάνγκ, άλλωστε, απευθυνόμενος σε ένα ακροατήριο περίπου 3.000 εκπροσώπων του κινεζικού λαού αναγνώρισε ότι το κινεζικό χρηματοοικονομικό σύστημα είχε απειληθεί από την εκτίναξη των χρεών των ιδιωτών και του δημοσίου, από το παραφούσκωμα των δανειακών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων που δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εξυπηρέτησής τους, και από την εμφάνιση μιας «σκιώδους οικονομίας» που ξέφευγε από κάθε έλεγχο του κράτους.
Ο Λι υποσχέθηκε τη λήψη μέτρων για την εγγύηση της οικονομικής σταθερότητας και ασφάλειας. Και επιβεβαίωσε την αλλαγή της πιστωτικής πολιτικής που είχε εφαρμόσει το Πεκίνο από το 2014 και εντεύθεν με μέτρα τόνωσης της ρευστότητας και ενθάρρυνσης του δανεισμού προκειμένου να στηριχθεί η αναπτυξιακή διαδικασία. Η στροφή 180 μοιρών της κινεζικής ηγεσίας αποδίδεται στην εκτίναξη στα ύψη των τιμών των ακινήτων. Και στους φόβους ότι θα σκάσει η φούσκα με αποτέλεσμα την επανάληψη όσων δραματικών συνέβησαν στην αμερικανική και στη συνέχεια στην παγκόσμια οικονομία μετά το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων στις ΗΠΑ το 2008.
Παρά ταύτα, όπως παρατηρούν οι αναλυτές, η κινεζική κυβέρνηση δεν κατέβασε αποφασιστικά τον στόχο για την ανάπτυξη το 2017. Κι αυτό για δύο λόγους: πρώτον για να μην πληγούν οι κρατικές επιχειρήσεις και δεύτερον για να διατηρήσει υπό έλεγχο την διαδικασία μείωσης της υπερβάλλουσας βιομηχανικής παραγωγής, που εδώ και χρόνια παρατηρείται στη χώρα.
Κατόπιν των εξελίξεων αυτών, ωστόσο, πολλοί αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα του Πεκίνου να τηρήσει τη δέσμευση που έχει λάβει έναντι της διεθνούς κοινότητας να μειώσει κατά 150 εκατ. τόνους τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακος το 2017 και κατά 800 εκατ. τόνους έως το έτος 2020.