Τα άτομα με αναπηρία και ειδικότερα εκείνα με νοητική υστέρησηείναι περισσότερο ευάλωταστο να πέσουν θύματα κακοποίησης, σωματικής ή σεξουαλικής βίας σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό και επίσηςμπορούν να παραμείνουν σ’ αυτή τη κατάσταση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.Ιδιαίτερα τα παιδιά, οι νέοι, οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με σύνθετες ανάγκες βρίσκονται σε πολλαπλό κίνδυνο εκμετάλλευσης.
Αυτό περιλαμβάνει ιδιαίτερα τον πληθυσμό εκείνο που εξακολουθεί να ζει σε κλειστές δομές φροντίδας, στα «ιδρύματα» όπως δυστυχώς εξακολουθούμε να αναφέρουμε.Από αυτές τις κατηγορίες πληθυσμού, οι γυναίκες και τα κορίτσια με αναπηρίαανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου, ως θύματα διαφόρων μορφών βίας και κακοποίησης, μια πραγματικότητα που έχει επανειλημμένα επισημανθεί από τους Διεθνείς Οργανισμούς για τη προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Ακόμα και σήμερα, ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων με νοητική ή και πολλαπλού τύπου αναπηρίες, διαβιούν απομονωμένοι σε μικρά ή σε μεγαλύτερα κέντρα, αποτελώντας έναν ενισχυτικό παράγοντα έκθεσής των, σε καταστάσεις απομονωτισμού και διακρίσεων. Η διαπιστωμένη βία και έκθεση σε κινδύνους που συναντιέται σε αυτές τις δομές είναι ένας από τους πολλούς λόγους για την επίσπευση των μεταρρυθμίσεων ώστε να γίνει πραγματικότητα,έστω και σταδιακά, η αποιδρυματοποίηση και να επιτευχτεί παράλληλα η ισότιμη διαβίωση για όλους μέσα στη κοινότητα. Φυσικά, μέσα στη σύγχρονη κοινωνία, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τα φαινόμενα μίσους και εκφοβισμού, ειδικά με την εκτεταμένη χρήση του διαδικτύου, ως μορφές εκμετάλλευσης, βίας και κακοποίησης που επηρεάζουν ιδιαίτερα τα παιδιά και τα νεαρά άτομα με αναπηρίες.
Τα άτομα με αναπηρίες είναι περισσότερο αδύναμα και μπορούν να είναι θύματα κακοποίησης για λόγους που σχετίζονται για παράδειγμα με την περιορισμένη σωματική τους ικανότητα να αντιδράσουν, από το γεγονός ότι εξαρτούνται –ειδικά όταν διαβιούν σε ιδρύματα- από τους φροντιστές τους, που πολλές φορές αυτοί αποτελούν και τους θύτες ή και από την κατάσταση απομονωτισμού που βρίσκονται, μη έχοντας έτσι επαρκείς δυνατότητες επικοινωνίας και πρόσβασης σε υπηρεσίες που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Η αδυναμία που έχουν τα θύματα, στο να καταγγείλουν τα εγκλήματα αυτά, αποτελεί ουσιώδη λόγο για το χαμηλό ποσοστό καταγραφής τέτοιων περιστατικών στις αρμόδιες υπηρεσίες. Τα θύματα δεν θέλουν ή δεν ξέρουν πώς και πού να αναφέρουν τη βία ειδικά όταν μέλη από το οικογενειακό τους περιβάλλον αποτελούν τους δράστες.
Πολλά πρέπει να γίνουν στη κατεύθυνση προστασίας των ατόμων με αναπηρίες από την έκθεση σ’ αυτούς τους κινδύνους και είναι καθήκον της οργανωμένης πολιτείας να υποστηρίξει δράσεις και πολιτικές που σχετίζονται τόσο με την πρόληψη όσο και με την δημιουργία ενός «ασφαλούς νομοθετικού πλαισίου» όπου θα λειτουργεί ως «ασπίδα»για τα ευάλωτα αυτά άτομα, ενισχύοντας ταυτόχρονα την δικαιοπρακτική τους ικανότητα ώστε να μπορούν να συμμετάσχουν, όντας παρόντες οι ίδιοι, στις όποιες διαδικασίες σχετίζονται με την καταγγελία φαινομένων βίας αλλά και την εκδίκασή τους.Σε κάθε περίπτωση, το προσωπικό των εμπλεκομένων φορέων που έχουν ως σκοπό τη προστασία των ατόμων με αναπηρίες και την διαφύλαξη της ασφάλειάς τους, πρέπει να αποκτήσει καλύτερη ενημέρωση για τα δικαιώματα αυτών, με ταυτόχρονη ενίσχυση και βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών υποστήριξης των θυμάτων.
Απαιτούνται δράσεις ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης, ώστε τα όποια φαινόμενα βίας και εκμετάλλευσης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, όπως παιδιών και γυναικών με αναπηρίες, να αποκαλύπτονται και να μην παραμένουν στη σκιώδη πλευρά μιας στατιστικής μόνο ανάλυσης και όχι μιας πραγματικότητας που πολλές φορές η ίδια η κοινωνία και η πολιτεία αρνούνται να αποδεχθούν.
Ο κ. Δημήτριος Π. Νικόλσκυ είναι Πρόεδρος της Επιτροπής για τα Δικαιώματα των Aτόμων με Αναπηρίες