Παράδειγμα πρώτο: Ο μαγνητικός τομογράφος του νοσοκομείου Κέρκυρας εγκαταστάθηκε στο νοσηλευτικό ίδρυμα το 2010. Από τότε συντηρείται κάθε χρόνο, με τα έξοδα να αγγίζουν (ετησίως) τις 20.000 ευρώ.
Ποιος θα μπορούσε ωστόσο να κάνει λόγο για σπατάλη χρήματος, δεδομένου ότι το νοσοκομείο Κέρκυρας είναι το μεγαλύτερο των Ιονίων Νήσων;
Υπάρχει όμως μια μικρή λεπτομέρεια που αξίζει να αναφερθεί. Το νέο μηχάνημα παρέμεινε ανενεργό για περίπου έξι χρόνια. Η έλλειψη προσωπικού που αποτελεί μόνιμο αγκάθι στα δημόσια νοσοκομεία ήταν η αιτία που οι ασθενείς συνέχισαν να παραπέμπονται στις ιδιωτικές δομές. Πέντε χρόνια μετά την εγκατάσταση του μηχανήματος, ένας ακτινολόγος εκπαιδεύεται και ακολουθεί η εκπαίδευση ενός ακόμη συναδέλφου του. Κάπως έτσι, τον Αύγουστο 2016 εγκαινιάζεται ο «νέος» μαγνητικός τομογράφος. Από τότε ως και σήμερα λειτουργεί δύο φορές την εβδομάδα, εξυπηρετώντας συνολικά 12 ασθενείς εβδομαδιαίως.
Στο μεταξύ τα μαθήματα του προσωπικού συνεχίζονται στον ιδιωτικό τομέα –τα κενά στο προσωπικό κάνουν τις εκπαιδευτικές άδειες να μοιάζουν με πολυτέλεια –με στόχο κάποια στιγμή στο μέλλον να τεθεί σε πλήρη λειτουργία!
¢ Παράδειγμα δεύτερο: Το πράσινο φως αναμένεται να λάβει από μέρα σε μέρα η νέα Μονάδα Τεχνητού Νεφρού του νοσοκομείου «Ασκληπιείου» Βούλας, έστω και έπειτα από καθυστέρηση μηνών.
Η ιστορία ξεκινά από τα τέλη του 2015, όταν σχετικά έγγραφα περιέγραφαν τη σταδιακή… αποσύνθεση της Μονάδας. Τα μηχανήματα χρονολογούνταν από το 1997 και το 2000 με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συχνότητα των βλαβών και την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών.
Πέρυσι τον Απρίλιο η κεντρική μονάδα κατέρρευσε. Μοιραία, εδώ και περίπου έναν χρόνο το νοσοκομείο εξυπηρετεί ελάχιστους νεφροπαθείς, με μηχανήματα μικρών δυνατοτήτων.
Στο μεσοδιάστημα η Μονάδα ανακαινίστηκε, κυρίως με δωρεές, τόσο σε ξενοδοχειακό εξοπλισμό όσο και σε τεχνολογικό.
Ετσι, πλέον, η παρωχημένη κεντρική μονάδα έχει αντικατασταθεί με μια νέα και παράλληλα είναι διαθέσιμες προς λειτουργία 18 θέσεις αιμοκάθαρσης. Από αυτές όμως μόνο οι τρεις θέσεις διαθέτουν καινούργια μηχανήματα.
Και στο σημείο αυτό προκύπτει το εξής πρόβλημα: «Ποιον ασθενή βάζω στο καινούργιο μηχάνημα και ποιον στο παλαιό; Πρόκειται για ένα δυσεπίλυτο ηθικό πρόβλημα» σημειώνει ο διευθυντής της Μονάδας Χάρης Ζαχαρογιάννης.
Το «έγκλημα» στη Θεσσαλονίκη
Τα δύο παραπάνω παραδείγματα περιγράφουν με τον πλέον γλαφυρό τρόπο τη στρεβλή πραγματικότητα που επικρατεί στα δημόσια νοσοκομεία, σε ό,τι αφορά τον παρεχόμενο προς τους ασθενείς ιατρικό εξοπλισμό. Τα κενά σε γιατρούς και τεχνολόγους και η έλλειψη σχεδιασμού σε ό,τι αφορά την εγκατάσταση εξοπλισμού βάσει των ιατρικών αναγκών και της στελέχωσης των νοσηλευτικών ιδρυμάτων έχουν ως αποτέλεσμα μηχανήματα νέας τεχνολογίας να… αραχνιάζουν ώσπου να προσληφθεί ή να εκπαιδευτεί (εκ των υστέρων) το απαραίτητο για τη λειτουργία τους προσωπικό.
Κάπως έτσι στραγγαλίζεται και η λειτουργία του υπερσύγχρονου μηχανήματος PET/CT στο νοσοκομείου «Παπαγεωργίου», στη Θεσσαλονίκη, το οποίο τέθηκε σε λειτουργία στις αρχές του περασμένου έτους.
Ηταν ομολογουμένως μια σημαντική νίκη του δημόσιου τομέα σε ό,τι αφορά τη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου και αυτό διότι η ποζιτρονική τομογραφία συνεισφέρει στην ακριβή διάγνωση και σταδιοποίηση της ασθένειας, επιτρέποντας έτσι την επιλογή της καταλληλότερης θεραπευτικής αγωγής.
Ομως μόλις ένας χειριστής εργάζεται καθημερινά, πρωί και απόγευμα, σε μια προσπάθεια να εξυπηρετήσει καρκινοπαθείς από τη Βόρεια Ελλάδα. Μάλιστα στον έναν χρόνο λειτουργίας του μηχανήματος (13/1/2016 –13/1/2017) εξυπηρετήθηκαν 1.200 ασθενείς ενώ εάν υπήρχε ενίσχυση με προσωπικό ο αριθμός αυτός θα έφθανε τα 2.500 άτομα ετησίως.
Στην Εντατική τα… μηχανήματα
Την ίδια ώρα, εξοπλισμός «πρώτης γραμμής» είναι ξεπερασμένης τεχνολογίας, με αποτέλεσμα να διογκώνεται το κόστος συντήρησής του, παρότι η αποδοτικότητά του είναι αβέβαιη. Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος την περίπτωση των μηχανημάτων υποστήριξης ζωής (αναπνευστήρες): Συνολικά στα νοσοκομεία του ΕΣΥ (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας και Μονάδες Ανάνηψης) υπάρχουν σήμερα 1.300 μηχανήματα με το ετήσιο κόστος συντήρησης να εκτιμάται επάνω από 2 εκατομμύρια ευρώ. Σημειωτέον, δε, ότι τουλάχιστον το 50% των μηχανημάτων έχει ξεπεράσει μια δεκαετία εντατικής λειτουργίας.
Στο «Αττικόν», ελλείψει κονδυλίων για αγορά νέου εξοπλισμού ή έστω για επισκευές, ό,τι χαλάει αντικαθίσταται από τα μηχανήματα των κλειστών θαλάμων Εντατικής, με αποτέλεσμα τη σταδιακή τεχνολογική απογύμνωσή τους. Ετσι, ακόμη και αν αντιμετωπιστεί το ζήτημα του προσωπικού, πολλές κλίνες δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν αφού δεν θα υπάρχει ο αναγκαίος εξοπλισμός.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και για τα μηχανήματα αιμοκάθαρσης. Σήμερα είναι εγκατεστημένα στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας 1.810 μηχανήματα, των οποίων το κόστος συντήρησης ανέρχεται στα 2,7 εκατομμύρια ετησίως. Ο λόγος; Στις περισσότερες των περιπτώσεων η παλαιότητα είναι η αιτία που φουσκώνει τον λογαριασμό.
Με τα ίδια χρήματα όμως θα μπορούσε κάθε χρόνο το ΕΣΥ να προμηθεύεται 230 νέα μηχανήματα, ώστε το πολύ σε μια εξαετία να έχει δημιουργήσει ένα σύγχρονο δημόσιο σύστημα αιμοκάθαρσης, δεδομένου ότι η τεχνολογία έχει ημερομηνία λήξης –περίπου έπειτα από μια δεκαετία εντατικής χρήσης.
Μετά από αυτά έκπληξη προκαλεί η πρόσφατη πρόταση της Α’ Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής προς την ηγεσία του υπουργείου Υγείας για αγορά και εγκατάσταση πέντε ψηφιακών μαστογράφων στις μονάδες ΠΕΔΥ (Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας) και στα Κέντρα Υγείας της Αττικής, αντλώντας χρήματα από το ΕΣΠΑ 2014 –2020.
Στην Αττική όμως λειτουργούν ήδη 107 ψηφιακοί μαστογράφοι στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Σημειωτέον δε ότι με απόφαση του περασμένου Φεβρουαρίου ο ΕΟΠΥΥ αποζημιώνει με 35 ευρώ την ψηφιακή μαστογραφία στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. Ετσι, με το νέο έτος ικανοποιήθηκε ένα αίτημα πολλών Συλλόγων, μεταξύ των οποίων και της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, η οποία ζητούσε εδώ και καιρό την αποζημίωση του προληπτικού ελέγχου για γυναίκες 40-50 ετών, ανοίγοντας διάπλατα τη «δεξαμενή» παρεχομένων ιατρικών υπηρεσιών στους ασφαλισμένους και στον ιδιωτικό τομέα.
Οπως σημειώνει ο εμβιομηχανικός – εμπειρογνώμονας Αξιολόγησης και Διάχυσης Ιατρικής Τεχνολογίας, κ. Χρήστος Καζάσης: «Στη χώρα μας λείπει ένας πραγματικός φορέας αξιολόγησης ιατρικής τεχνολογίας. Σκοπός της αξιολόγησης είναι ο προσδιορισμός των κριτηρίων χρήσης, ασφάλειας, κλινικών αποτελεσμάτων, ωφέλειας ασθενών, κοστολόγησης, κόστους αποτελεσματικότητας, επιπτώσεων στον προϋπολογισμό των νοσοκομείων κ.ο.κ. Στην Ελλάδα όμως η τεχνολογία δεν αξιολογείται. Εδώ επιλέγεται η εταιρεία που προσφέρει μια τεχνολογία. Είμαστε επιλεκτικοί στην εταιρεία».
Ο ίδιος αναφέρεται σε πλήθος παραδειγμάτων «φωτογραφικών» διαγωνισμών, με «σφικτά» κριτήρια που αφορούν σε κιλά ή σε ειδικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα ο υπέρηχος να είναι «τροχήλατος» ή «αδιάβροχος». Στην πράξη όμως «θα έπρεπε να αναφέρονται οι κλινικές προδιαγραφές» συμπληρώνει ο κ. Καζάσης.
Κάπως έτσι οι διαγωνισμοί κάνουν έως και έξι χρόνια να τελεσφορήσουν, με αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις το μοντέλο να έχει αποσυρθεί στο μεταξύ από τις αγορές!
«Τα μηχανήματα κοβαλτίου μπορούν να εξυπηρετήσουν το 25% των ενδείξεων για την ακτινοθεραπεία» σημειώνει ο κ. Γιώργος Πισσάκας, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ακτινοθεραπευτικής – Ογκολογίας.
Ακτινοθεραπείες με παλαιού τύπου τεχνολογία
Τα συγκριτικά στοιχεία της Ελλάδας με την Πορτογαλία και την Ισπανία καταγράφουν και την οδύσσεια στην οποία έχουν επί χρόνια καταδικαστεί οι καρκινοπαθείς στη χώρα μας.
Ετσι, ενώ στην Πορτογαλία λειτουργεί μόνο ένα μηχάνημα κοβαλτίου, στη χώρα μας υπάρχουν έξι διαθέσιμα. Η αριθμητική υπεροχή στην πράξη καταδεικνύει τη «γύμνια» του συστήματος καθώς συνεχίζει να χρησιμοποιεί παλαιού τύπου μηχανήματα.
«Τα μηχανήματα κοβαλτίου μπορούν να εξυπηρετήσουν το 25% των ενδείξεων για την ακτινοθεραπεία» σημειώνει ο κ. Γιώργος Πισσάκας, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ακτινοθεραπευτικής – Ογκολογίας.
Σημειωτέον δε, ότι στα συγκεκριμένα μηχανήματα επιβάλλεται να αλλάζεις την πηγή τους ανά πενταετία, με το κόστος της αντικατάστασης να αγγίζει τις 200.000 ευρώ. Οι προϋπολογισμοί ένδειας στα χρόνια της λιτότητας είναι η αιτία που στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» η πηγή έχει να ανανεωθεί τουλάχιστον μία δεκαετία. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Οτι ταλαιπωρούνται οι ασθενείς καθώς πρέπει να παραμείνουν στη θέση θεραπείας για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Αντίθετα, στη χώρα μας καταγράφεται μεγάλο κενό στους δημόσιους γραμμικούς επιταχυντές που προσφέρουν ποιοτικότερη θεραπεία στους ογκολογικούς ασθενείς. Συνεπώς, η δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ «με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών ακτινοθεραπείας στην Ελλάδα» που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2014 έδωσε μια λύση –ανάσα σε αντίθεση με το κράτος που έχει επιδείξει όλα αυτά τα χρόνια πλήρη αδιαφορία και ανεπάρκεια. Στόχος ήταν η εγκατάσταση σύγχρονων γραμμικών επιταχυντών, για τη θεραπεία του καρκίνου, σε επτά δημόσια νοσοκομεία.
Ομως η δωρεά τέθηκε σε κίνδυνο λόγω της καθυστέρησης πρόσληψης απαραίτητου προσωπικού. «Μετά από μεγάλη καθυστέρηση τοποθετήθηκαν πρόσφατα τρεις νέοι γραμμικοί επιταχυντές στα νοσοκομεία του Ηρακλείου, της Πάτρας και στο «Θεαγένειο» της Θεσσαλονίκης. Υπολογίζεται ότι έως το τέλος του χρόνου δεν θα υπάρχει κανένα δημόσιο νοσοκομείο χωρίς σύγχρονο εξοπλισμό καθώς θα έχει ολοκληρωθεί η τοποθέτηση και των δέκα γραμμικών επιταχυντών» τονίζει ο κ. Πισσάκας.
Ο ίδιος ωστόσο επιμένει ότι πρέπει «να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού –γιατρών, ακτινοφυσικών και τεχνολόγων –ώστε να τεθούν σε πλήρη λειτουργία». Επιπλέον, ο κ. Πισσάκας επισημαίνει ότι «η δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος καλύπτει κυρίως την ποιοτική αναβάθμιση της ακτινοθεραπείας στο Δημόσιο αλλά εν μέρει τις ποσοτικές ανάγκες». Και αυτό διότι έως το τέλος του χρόνου 30 γραμμικοί επιταχυντές (εκ των οποίων οι 20 σύγχρονοι) θα καλύπτουν τις ανάγκες των ογκολογικών ασθενών στο ΕΣΥ. Ομως, ακόμη και αν συνυπολογιστούν και τα ιδιωτικά μηχανήματα (15), αναλογούν μόλις τέσσερις γραμμικοί επιταχυντές ανά ένα εκατομμύριο πληθυσμού, όταν ο μέσος όρος στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι επτά ανά ένα εκατομμύριο πληθυσμού.
«Στη χώρα μας αποτελεί συνήθη πρακτική τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα να προμηθεύονται από το εξωτερικό μεταχειρισμένα μηχανήματα –κυρίως αξονικούς και μαγνητικούς τομογράφους καθώς επίσης και ακτινολογικά μηχανήματα» λέει ο κ. Καζάσης.
«Το ίδιο ωστόσο δεν ισχύει για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το ζητούμενο είναι η ανακατασκευή να γίνεται από τη μητρική εταιρεία, με την ίδια να προσφέρει τουλάχιστον διετή εγγύηση. Σε αυτή την περίπτωση, το κόστος αγοράς εξοπλισμού θα μειωνόταν κατά 30% τουλάχιστον».
Τα νοσοκομεία ταξιδεύουν χωρίς «πλοηγό»
Πλούσιο «οπλοστάσιο» ιατρικής τεχνολογίας δείχνουν τα στοιχεία που αφορούν την Ελλάδα και την Πορτογαλία, με τη χώρα μας να κατέχει την πρώτη θέση στον συνολικό αριθμό μηχανημάτων (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα).
Μάλιστα τα ίδια στοιχεία αποδεικνύουν ότι στην Ελλάδα δίδεται ιδιαιτέρως μεγάλη έμφαση στις απεικονιστικές εξετάσεις, με αποτέλεσμα να παρατηρείται δυσανάλογη με τον πληθυσμό προσφορά αξονικών και μαγνητικών τομογράφων.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι ειδικοί επισημαίνουν πως δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή και αξιολόγηση της ιατρικής τεχνολογίας, ούτε ένας «χάρτης» που να αποτυπώνει τις πραγματικές ανάγκες.
«Πόσα μηχανήματα διαθέτουν τα δημόσια νοσοκομεία;». «Πόσα από αυτά λειτουργούν;». «Πόσα είναι γηρασμένα;».
«Πόσο κοστίζει η συντήρησή τους;». Τα παραπάνω ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα.
«Πόσο κοστίζει η συντήρησή τους;». Τα παραπάνω ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα.
Ακόμη πιο θολό είναι το τοπίο σε ό,τι αφορά τον εξοπλισμό «πρώτης γραμμής», όπως είναι οι αναπνευστήρες και τα αναισθησιολογικά μηχανήματα. Αν και απαραίτητος για τη λειτουργία των νοσηλευτικών ιδρυμάτων δεν διαθέτει την… επικοινωνιακή λάμψη των απεικονιστικών συστημάτων τελευταίας τεχνολογίας, με αποτέλεσμα η καταγραφή και η ανανέωσή τους να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι άνθρωποι του χώρου χαρακτηρίζουν τη χώρα μας «μάντρα» παλαιών μηχανημάτων. Τι είναι όμως, πραγματικά παλαιό;
«Στη χώρα μας αποτελεί συνήθη πρακτική τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα να προμηθεύονται από το εξωτερικό μεταχειρισμένα μηχανήματα –κυρίως αξονικούς και μαγνητικούς τομογράφους καθώς επίσης και ακτινολογικά μηχανήματα» λέει ο κ. Καζάσης.
Αντιστρόφως ανάλογα, οι διαγωνισμοί για την αγορά εξοπλισμού στα δημόσια νοσοκομεία φέρουν, κατά κανόνα, δύο απαράβατες προϋποθέσεις και ένα πάγιο αίτημα: «καινούργιο» και «αμεταχείριστο» και εφόσον είναι δυνατόν «το τελευταίο εμπορικά διαθέσιμο μηχάνημα».
«Το ίδιο ωστόσο δεν ισχύει για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το ζητούμενο είναι η ανακατασκευή να γίνεται από τη μητρική εταιρεία, με την ίδια να προσφέρει τουλάχιστον διετή εγγύηση. Σε αυτή την περίπτωση, το κόστος αγοράς εξοπλισμού θα μειωνόταν κατά 30% τουλάχιστον».
Εν τω μεταξύ, το σκηνικό γίνεται ακόμη πιο άναρχο καθώς έως σήμερα ο ΕΟΠΥΥ –ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός φορέας της χώρας –δεν έχει δημιουργήσει ένα σύστημα βαθμολόγησης του ιατρικού εξοπλισμού βάσει του οποίου θα αποζημιώνει τις υπηρεσίες υγείας. Ετσι, η παρωχημένη τεχνολογία αποζημιώνεται όσο και εξελιγμένη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ