Κολονοσκόπηση αντίο;

Είναι ένας μικρόκοσμος που ζει εντός μας και μπορεί να «πει» πολλά για την υγεία ή την ασθένεια του...

Είναι ένας μικρόκοσμος που ζει εντός μας και μπορεί να «πει» πολλά για την υγεία ή την ασθένεια του… εκάστοτε σπιτονοικοκύρη του. Το θέμα είναι ποιος θα «ακούσει» τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου, περί ης ο λόγος, ποιος θα τη «διαβάσει» σωστά, προσφέροντας έτσι καλύτερες, μη παρεμβατικές διαγνωστικές λύσεις σε πολλά άτομα που φοβούνται ότι μπορεί να πάσχουν από ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις εντερικές νόσους, χαρίζοντας ταυτόχρονα αποτελεσματικότερες θεραπείες σε όσους ταλαιπωρούνται από αυτές.

Τώρα, σύμφωνα με μια νέα μελέτη στο επιστημονικό περιοδικό «Gut», φαίνεται ότι βρέθηκαν οι καλοί «ωτακουστές» του εντερικού μικροβιώματος οι οποίοι εντόπισαν βιοδείκτες που κραυγάζουν για την ύπαρξη ή μη τέτοιων νοσημάτων και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την κατάργηση της κολονοσκόπησης και άλλων επεμβατικών διαδικασιών σε αρκετές περιπτώσεις, όπως εξηγεί στο «Βήμα» η επικεφαλής των ερευνητών δρ Τσεσεβάν Μανιτσάν, υπεύθυνη για την έρευνα στην Εντερική Μικροβιακή Χλωρίδα της Ομάδας Φυσιολογίας και Φυσιοπαθολογίας του Πεπτικού Σωλήνα στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Vall d’Hebron στη Βαρκελώνη.

Ολα άρχισαν πριν από περίπου 12 χρόνια, όταν η δρ Μανιτσάν και οι συνεργάτες της διεξήγαγαν γενετική μελέτη στη μικροβιακή χλωρίδα ατόμων με νόσο του Crohn καθώς και υγιών εθελοντών, όπως ανέφεραν και τότε στο «Gut».«Χρησιμοποιήσαμε μοριακές τεχνικές για τη μελέτη της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου σε πολύ μικρό τότε αριθμό εθελοντών –σε έξι ασθενείς, καθώς και σε έξι υγιή άτομα. Καταφέραμε να εξαγάγουμε παρά ταύτα σημαντικά αποτελέσματα –ήταν μία από τις πρώτες μελέτες παγκοσμίως που έδειξαν ότι τα άτομα με νόσο του Crohn εμφανίζουν μικρότερη ποικιλομορφία μικροβιακής χλωρίδας στο έντερο» σημειώνει η ερευνήτρια. Προσθέτει ότι στα χρόνια που πέρασαν για να φθάσουμε ως το σήμερα η τεχνολογική πρόοδος σε ό,τι αφορά την αλληλούχηση του γονιδιώματος χάρισε στην ομάδα φτερά, επιτρέποντάς της να αναλύσει πολύ περισσότερα δείγματα ασθενών (και μη) ώστε να εξαγάγει και πιο ασφαλή συμπεράσματα..
Οι οκτώ βιοδείκτες… ακριβείας
Ετσι φθάσαμε στη νέα δημοσίευση που έγινε στις 8 Φεβρουαρίου. Σε αυτήν περιγράφεται ότι αρχικώς αναλύθηκε η μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου μέσω λήψης δειγμάτων κοπράνων από ασθενείς με νόσο του Crohn καθώς και από υγιείς εθελοντές. Η ανάλυση αφορούσε συγκεκριμένα 415 δείγματα κοπράνων από 178 εθελοντές και αποκάλυψε οκτώ βιοδείκτες οι οποίοι μπορούν, όπως προέκυψε, να δείξουν με ακρίβεια της τάξεως του 80%-90% τους μη πάσχοντες από νόσο του Crohn με αποτέλεσμα τα άτομα αυτά να σώζονται από άχρηστες κολονοσκοπήσεις και άλλες ενδοσκοπικές διαδικασίες.
Οι οκτώ βιοδείκτες που ανακάλυψε η ερευνητική ομάδα αντιστοιχούν στις ακόλουθες οκτώ ομάδες μικροοργανισμών: Faecalibacterium, Peptostreptococcaceae, Anaerostipes, Metha-nobrevibacter, Christen-senellaceae, Collinsella, Fuso-bacterium και Escherichia. Στα άτομα με νόσο του Crohn ανιχνεύονται συχνότερα οι δύο τελευταίες ομάδες ενώ απουσιάζουν οι έξι πρώτες, εξηγεί η δρ Μανιτσάν.
Στη συνέχεια, οι επιστήμονες προσπάθησαν να επικυρώσουν τα ευρήματά τους διερευνώντας έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό δειγμάτων (2.045) από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες: χρησιμοποιήθηκαν συγκεκριμένα δείγματα ασθενών με νόσο του Crohn από το Βέλγιο, ασθενών με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου από την Ισπανία, υγιών ατόμων από τη Βρετανία, καθώς και ατόμων με ανορεξία από τη Γερμανία. Αυτό το τελευταίο μπορεί να σας ξενίσει, και όχι αδίκως, ωστόσο η ερευνήτρια διευκρινίζει ότι «τα άτομα με ανορεξία αποτελούν μία από τις ομάδες υψηλού κινδύνου για λειτουργικές διαταραχές του εντέρου και έτσι είναι για εμάς μια κατηγορία-στόχος».
Τα αποτελέσματα αυτών των συγκρίσεων ενίσχυσαν την αξιοπιστία των βιοδεικτών που εντόπισαν οι ειδικοί του Vall d’Hebron. «Η σύγκριση με τα δείγματα των υγιών ατόμων από τη Βρετανία έδειξε ότι με χρήση των βιοδεικτών το ποσοστό των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων για τη νόσο του Crohn ήταν της τάξεως του μόλις 7%. Παράλληλα η σύγκριση με τα δείγματα συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου και ανορεξίας έδωσε και στις δύο περιπτώσεις ψευδώς θετικά αποτελέσματα σε ποσοστό μόλις 5%. Ολα αυτά επιβεβαιώνουν το υψηλό επίπεδο ακριβείας των βιοδεικτών για διάγνωση της νόσου του Crohn. Σχεδιάσαμε μάλιστα έναν αλγόριθμο τον οποίο οποιοδήποτε εργαστήριο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για διάγνωση της συγκεκριμένης νόσου».
Η διαφορά που κάνει τη… διαφορά
Είναι επίσης σημαντικό το γεγονός ότι από τη νέα μελέτη βγήκαν στο φως οι διαφορές μεταξύ νόσου του Crohn και ελκώδους κολίτιδας, αυτών των δύο φλεγμονωδών νόσων του εντέρου που από κλινικής απόψεως μοιάζουν πολύ. Η μικροβιακή χλωρίδα τους, λέει όμως η δρ Μανιτσάν, αποκάλυψε μια λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά.

«Παρατηρήσαμε ότι οι ασθενείς με νόσο του Crohn έχουν μια πιο σταθερή μικροβιακή χλωρίδα σε σύγκριση με εκείνους που πάσχουν από ελκώδη κολίτιδα. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στον σχεδιασμό της θεραπείας τόσο των μεν όσο και των δε».

Πότε θα μπορούσε η κολονοσκόπηση και άλλες απαραίτητες σήμερα ενδοσκοπικές διαδικασίες να αποτελέσουν παρελθόν για διάγνωση της νόσου του Crohn (και όχι μόνο); ρωτήσαμε την ερευνήτρια, αφού αυτό είναι και το κύριο ζητούμενο. Μας απάντησε ότι το επόμενο βήμα της ομάδας της είναι να αποδειχθεί η αξιοπιστία της μεθόδου των βιοδεικτών σε ακόμη περισσότερα δείγματα. «Αναζητούμε δείγματα από ολόκληρο τον κόσμο. Παράλληλα προσπαθούμε να εντοπίσουμε βιοδείκτες της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα την ανορεξία. Αν όλα πάνε καλά, εκτιμώ ότι μέσα σε μια πενταετία το πολύ η νόσος του Crohn αλλά και άλλες τέτοιες νόσοι θα διαγιγνώσκονται μέσω βιοδεικτών καθιστώντας τα ενδοσκόπια άχρηστα εργαλεία». Από το στόμα της δρος Μανιτσάν και στων… βιοδεικτών το αφτί, θα ευχηθούμε εμείς, ώστε ολοένα και περισσότερες παρεμβατικές διαγνωστικές μέθοδοι να… βγαίνουν στη σύνταξη και όλο και περισσότερα άτομα να ταλαιπωρούνται λιγότερο.
To who is who των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου

Οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα είναι οι δύο κυριότερες) στερούν ποιότητα ζωής από πολλά άτομα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μελέτη που διεξήχθη στη χώρα μας σε συνεργασία με το Ελληνικό Ιδρυμα Γαστρεντερολογίας και Διατροφής (ΕΛΙΓΑΣΤ) έδειξε ότι το 60% των ασθενών με νόσο του Crohn ή ελκώδη κολίτιδα νιώθουν θλίψη και απογοήτευση εξαιτίας της νόσου τους, ενώ πολλοί εξ αυτών δεν γνωρίζουν καν τις διαθέσιμες θεραπείες για την αντιμετώπισή της.

Τα επιδημιολογικά δεδομένα για την Ελλάδα, παρότι είναι λίγα και όχι πρόσφατα, μιλούν για επίπτωση ελκώδους κολίτιδας της τάξεως των περίπου 10 ατόμων/100.000 πληθυσμού, ενώ για τη νόσο του Crohn η επίπτωση είναι της τάξεως των περίπου 5 ατόμων/100.000 πληθυσμού. Αν και τα δύο νοσήματα προκαλούν χρόνια φλεγμονή, η ελκώδης κολίτιδα «χτυπά» μόνο το παχύ έντερο, ενώ η νόσος του Crohn μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε μοίρα του πεπτικού σωλήνα, από το στόμα μέχρι το ορθό.

Τα περισσότερα συμπτώματα είναι κοινά για τις δύο νόσους, ωστόσο, σύμφωνα με το ΕΛΙΓΑΣΤ, υπάρχουν βασικές διαφορές στη βαρύτητα και στην ποικιλία εμφάνισής τους. Η ελκώδης κολίτιδα προσβάλλει τον βλεννογόνο –την εσωτερική επικάλυψη –του παχέος εντέρου, κυρίως στο χαμηλότερο τμήμα του (ορθοσιγμοειδική περιοχή). Η νόσος του Crohn, σε αντίθεση με την ελκώδη κολίτιδα, όχι μόνο μπορεί να προσβάλλει ολόκληρο τον πεπτικό σωλήνα, αλλά εκτείνεται και πιο βαθιά, σε όλες τις στιβάδες του εντερικού τοιχώματος. Και στις δύο νόσους εμφανίζονται γενικά συμπτώματα, όπως κόπωση, καταβολή, ανορεξία και μερικές φορές πυρετός. Τα συμπτώματα από το έντερο περιλαμβάνουν συνήθως διαρροϊκές κενώσεις με αίμα και βλέννα και κοιλιακό πόνο.

Μερικοί ασθενείς παρουσιάζουν επίσης ναυτία ή έμετο. Σε μεγάλο ποσοστό των πασχόντων εμφανίζονται και συμπτώματα σε άλλα όργανα του σώματος, όπως άφθες στο στόμα, αρθρίτιδα, ερύθημα, φλεγμονές των οφθαλμών, ηπατοπάθεια, οστεοπόρωση και φλεγμονές των πνευμόνων. Οι ειδικοί του ΕΛΙΓΑΣΤ σημειώνουν ότι υπάρχουν και συμπτώματα που οφείλονται στις επιπλοκές των δύο νόσων.

Η χαμηλή απορροφητικότητα βιταμινών και ιχνοστοιχείων μπορεί να οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε δυσχέρεια της νυχτερινής όρασης, σε κώφωση, αγευσία, ευαισθησία στις λοιμώξεις, τριχόπτωση, στειρότητα στους άνδρες, απώλεια σεξουαλικής διάθεσης και στα δύο φύλα, μείωση ανάπτυξης στα παιδιά, αναιμία, δερματοπάθειες. Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των δύο νοσημάτων, υπάρχουν αποτελεσματικά φαρμακευτικά σχήματα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις κρίνεται απαραίτητη και η χειρουργική επέμβαση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.