«Τόσο κοντά, τόσο μακριά…». Με αυτές τις τέσσερις λέξεις κορυφαίο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία έχει την ευθύνη των διαπραγματεύσεων των θεσμών με την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να κλείσει η αξιολόγηση και να πάρει σάρκα και οστά η απόφαση του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου για μια «λύση-πακέτο», περιγράφει το σημείο στο οποίο βρίσκονται οι συζητήσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες της αίθουσας στο ισόγειο του ξενοδοχείου Χίλτον.
Πράγματι οι συζητήσεις βρίσκονταν σε κρίσιμο σημείο ως και το Σάββατο το πρωί, καθώς υπήρχαν διαφωνίες των δύο πλευρών για το πακέτο των αντισταθμιστικών – αναπτυξιακών μέτρων που πρότειναν ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και το επιτελείο του στην ειλημμένη ούτως ή άλλως απόφαση για μείωση του αφορολόγητου ορίου από το 2019 και κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις παλαιές συντάξεις (προ του Μαΐου 2016) από το 2020.
Οι διαφωνίες αφορούσαν όλα τα πεδία, από το περιεχόμενο των αντιμέτρων και το δημοσιονομικό τους κόστος ως και τον μηχανισμό ενεργοποίησής τους. Επιπροσθέτως, διαφωνίες, αλλά μικρότερης έντασης και σημασίας, καταγράφηκαν για τις αλλαγές στον ενεργειακό χάρτη της χώρας και κυρίως για το αν η ΔΕΗ θα πρέπει να συρρικνωθεί πουλώντας μονάδες παραγωγής ή εκχωρώντας ένα ποσοστό της πελατείας της στις ιδιωτικές εταιρείες που αναπτύσσονται στην ελληνική αγορά με βραδείς ρυθμούς. Γι’ αυτόν τον λόγο εκλήθη από τους δανειστές στις συζητήσεις και η ηγεσία της ΔΕΗ υπό τον πρόεδρο της Μανώλη Παναγιωτάκη. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ύστερα από προσπάθειες και υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές υπήρξε προσέγγιση σε πολλά δύσκολα σημεία. Σε κάθε περίπτωση διαμορφώθηκε ένα πλαίσιο για το πού συμφωνούν και πού διαφωνούν η κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με το ΔΝΤ, το οποίο για μία ακόμα φορά παίζει τον ρόλο του «σκληρού»…
Πού συμφωνούν, πού διαφωνούν
Ετσι ύστερα από πολύωρες, εξαντλητικές συζητήσεις των τελευταίων πέντε ημερών οι έλληνες διαπραγματευτές και οι εκπρόσωποι των θεσμών κατάφεραν να συμφωνήσουν στα εξής:
1. Το δημοσιονομικό κενό για το 2019 και τα επόμενα χρόνια, δηλαδή τα μέτρα που απαιτούνται ώστε να διασφαλιστεί ότι η Ελλάδα θα επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον ως το 2021, κυμαίνεται από 1,5% ως 1,8% του ΑΕΠ.
Δηλαδή τα πρόσθετα μέτρα που χρειάζονται θα κυμανθούν από 2,55 δισ. ευρώ ως 3 δισ. ευρώ, πέραν των όσων έχουν αποφασιστεί και εφαρμοστεί ως τώρα για το 2017 και το 2018 (αύξηση έμμεσης φορολογίας, επιλεκτικές περικοπές δαπανών, νέα ειδικά μισθολόγια κ.ά.).
2. Ανάλογα με τον τελικό προσδιορισμό του δημοσιονομικού κενού το ήμισυ των μέτρων, π.χ. αν το κενό προσδιοριστεί στο 1,6% του ΑΕΠ, τότε τα μέτρα που θα ληφθούν θα είναι το ήμισυ 0,8% του ΑΕΠ από τη μείωση του αφορολόγητου ορίου και το υπόλοιπο 0,8% του ΑΕΠ από την περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις.
3. Υπάρχει συμφωνία το αφορολόγητο όριο να μειωθεί από το 2019 (δηλαδή το νέο όριο να ισχύσει για τα εισοδήματα του 2019) σε επίπεδο κάτω από 7.000 ευρώ και οι μειώσεις στις συντάξεις να ισχύσουν από τον Ιανουάριο του 2020.
(Αναλυτικό ρεπορτάζ στην ΑΝΑΠΤΥΞΗ, σελ. Β3)
Διαφωνίες για την προσωπική διαφορά
4. Εδώ όμως βρίσκεται και η μεγάλη διαφωνία. Το ΔΝΤ επιμένει η προσωπική διαφορά να καταργηθεί μεμιάς και η περικοπή των παλαιών (προ του νόμου Κατρούγκαλου) συντάξεων να γίνει εφάπαξ τον πρώτο μήνα του 2020.
Η ελληνική πλευρά ζητεί οι περικοπές της προσωπικής διαφοράς να γίνουν σταδιακά και ανάλογα με το ύψος της διαφοράς που θα προκύψει από τον επανυπολογισμό που αναμένεται να ολοκληρωθεί ως το τέλος του τρέχοντος έτους.
Η προσωπική διαφορά για το σύνολο των συνταξιούχων υπολογίζεται, με βάση αναλογιστικές μελέτες, σε 1,8 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι αν η διαφορά κοπεί εξ ολοκλήρου θα οδηγήγησε σε οριζόντια μείωση της τάξης του 7%-8% των παλαιών συντάξεων.
Μάλιστα το ΔΝΤ θέτει ένα ακόμη ζήτημα: ότι πρέπει να συνυπολογιστεί και να καλυφθεί το δημοσιονομικό βάρος από τις εν αναμονή συντάξεις, αυτές που δεν έχουν ακόμη εκδοθεί και δεν έχουν καταβληθεί (παρά μόνο ένα μέρος τους ως προκαταβολή στους νέους συνταξιούχους). Κατά τους υπολογισμούς, δημιουργούν απαίτηση για το νέο ενιαίο ταμείο κοινωνικής ασφάλισης της τάξης του 1,5-1,6 δισ. ευρώ.
Εναλλακτικά η κυβέρνηση πρότεινε να «παγώσουν» όλες οι συντάξεις στο ονομαστικό επίπεδο στο οποίο βρίσκονται σήμερα για τρία ή τέσσερα χρόνια, απόφαση που οδηγεί σε μείωση της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ, αφού δεν θα καλύπτεται ούτε ο πληθωρισμός, ούτε θα ενισχύεται η εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, όπως υποσχόταν αρχικά ο Γιώργος Κατρούγκαλος.
Οπως μεταδίδουν πηγές που γνωρίζουν το παρασκήνιο, το ΔΝΤ αιφνιδιάστηκε με την πρόταση και το σκέφτεται…
5. Διαφωνία υπάρχει και για τα αντίμετρα. Ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει ποια θα είναι, πόσο θα στοιχίσουν και ποιες προτεραιότητες θα δοθούν με τις νέες αυτές πολιτικές.
Η ελληνική πλευρά έχει καταθέσει κατάλογο με τα εξής μέτρα:
l Μείωση ΦΠΑ στην ενέργεια για να στηριχθούν νοικοκυριά και βιομηχανία.
l Μείωση συντελεστή ΦΠΑ στα τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης.
l Μείωση του ΕΝΦΙΑ και του συμπληρωματικού φόρου για ακίνητα και περιουσίες που δεν αποδίδουν εισοδήματα.
l Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τη μισθωτή εργασία.
l Μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις.
6. Το ΔΝΤ ζητεί και επιμένει να αντιστραφεί ο κατάλογος και το πρώτο «αντίμετρο» που θα εφαρμοστεί το 2019 –αν και εφόσον προβλέπεται ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ επιτυγχάνεται –είναι η μείωση της φορολογίας των κερδών και των επιχειρήσεων και εν συνεχεία η μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών.
Ωστόσο αυτή τη λύση δεν την έχει αποδεχθεί ακόμη η κυβέρνηση με το επιχείρημα ότι ταχύτερα μπορεί να πυροδοτήσουν την αναπτυξιακή διαδικασία οι μειώσεις της έμμεσης φορολογίας, καθώς θα αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα.
Ελπίζουν σε λύση ως το Πάσχα
Με αυτά τα δεδομένα έγκυρες πηγές προβλέπουν ότι είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να υπάρξει συνολική συμφωνία ως το Eurogroup της 20ής Μαρτίου, αλλά θεωρούν ότι είναι εφικτό να κλείσει η αξιολόγηση και το συνολικό πακέτο ως τις αρχές Απριλίου. Θεωρούν βέβαιο ότι το ΔΝΤ θα συμμετέχει, μετά τη συμφωνία, και με χρήματα στο πρόγραμμα και σημειώνουν ότι και μόνο το γεγονός της επιστροφής της τρόικας στην Αθήνα συνέβαλε στο να σταματήσει η εκροή καταθέσεων.Οι θεσμοί είναι προγραμματισμένο να αναχωρήσουν στις αρχές της επόμενης εβδομάδας, αλλά όλα θα παιχθούν αυτό το Σαββατοκύριακο. Αν φαίνεται φως και υπάρχει ελπίδα για τεχνική συμφωνία ως το Euroworking Group της επόμενης Πέμπτης μπορεί να μείνουν στην Αθήνα. Αν δεν γεφυρωθεί η απόσταση που τους χωρίζει με την κυβέρνηση τότε μπορεί να αναχωρήσουν, αλλά αυτό δεν θα είναι καθόλου καλό σημάδι. Οσο για το αν προλαβαίνουμε το Eurogroup της 20ής Μαρτίου, μπορεί η κυβέρνηση να επιμένει ότι αυτό είναι απολύτως εφικτό, αλλά η πλευρά των δανειστών αποφεύγει να μιλήσει με την ίδια βεβαιότητα.
Οπως έχει πει επανειλημμένα ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ακόμη και την Παρασκευή μετά τη συνάντησή του με τον γάλλο πρωθυπουργό Μπερνάρ Καζνέβ, «είναι εφικτός στόχος για ολοκλήρωση της συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο πριν από το Eurogroup της 20ής Μαρτίου. Είμαστε στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων».
Το χρέος μετά την αξιολόγηση
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας και της δεύτερης αξιολόγησης, η κυβέρνηση περιμένει τη συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την απομείωση του χρέους. Μετά τον καθορισμό τους, θα διευκολυνθεί η μελέτη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, γεγονός που θα δώσει τη δυνατότητα τόσο στο ΔΝΤ να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα όσο και στην ΕΚΤ να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Οπως μεταδίδεται από το Λουξεμβούργο, την έδρα του ESM, και τις Βρυξέλλες, ήδη γίνονται σενάρια για την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που δεν είναι άλλα από τις επεκτάσεις της διάρκειας των δανείων και την εξασφάλιση χαμηλών επιτοκίων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι από το χρηματοδοτικό πακέτο των 86 δισ. ευρώ του τρίτου Μνημονίου η Ελλάδα έχει «τραβήξει» μόνο 36 δισ. ευρώ. Το στοιχείο αυτό δημιουργεί τεράστια περιθώρια χειρισμών και ελιγμών, καθώς η Ελλάδα μπορεί σε κάθε περίπτωση να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της ως και το 2021.
Οι 7 κίνδυνοι που απειλούν την Ευρώπη Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) αντιμετωπίζει μια σειρά κρίσεων στις οποίες πρέπει με τρόπο πραγματιστικό να βρει κοινές απαντήσεις τόσο για να μη χάσει και άλλο έδαφος έναντι των διεθνών ανταγωνιστών της όσο και για να γεφυρώσει τις εσωτερικές της αποκλίσεις.
Αυτό ήταν το βασικό συμπέρασμα της συζήτησης για το μέλλον της Ευρώπης στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών. Ηταν ένα πάνελ με ομιλητές υψηλού κύρους και όσα ειπώθηκαν δεν θα μπορούσαν να έχουν αναφορά στη «Λευκή Βίβλο» για το μέλλον της Ευρώπης που παρουσίασε ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Ξεχώρισε από τις ομιλίες αυτή του πρώην πρωθυπουργού και σήμερα προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών
Λουκά Παπαδήμου. Ο κ. Παπαδήμος αναφέρθηκε στους επτά αλληλοσυνδεόμενους κινδύνους που απειλούν την ΕΕ. Αυτοί είναι το Brexit, το μεταναστευτικό, ο λαϊκισμός, η κρίση χρέους, η Ουκρανία, η χαμηλή εμπιστοσύνη και η επίδραση του
Ντόναλντ Τραμπ.
Κατά τον κ. Παπαδήμο, οι κίνδυνοι αυτοί συνδυάζονται με τις διευρυνόμενες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών-μελών οι οποίες όμως, όπως επεσήμανε στη δική του τοποθέτηση ο Λουκάς Τσούκαλης, πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, εμφανίζονται και εντός των κρατών-μελών.Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει, κατά τον κ. Παπαδήμο, να δοθεί στην ευρωζώνη για την οποία πρέπει να αναρωτηθούμε αν είναι σημαντική, ποιες δράσεις και θεσμοί απαιτούνται εφόσον είναι σημαντική, καθώς και ποιες είναι οι προοπτικές της. Τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτικούς λόγους όμως η ευρωζώνη πρέπει να ενισχυθεί.
Τα βήματα πρέπει αρχικώς να γίνουν εντός ενός μεσοπρόθεσμου ορίζοντα 2-3 ετών, εκκινώντας από την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Ακολούθως, πάντα κατά τον κ. Παπαδήμο, απαιτείται η ολοκλήρωση της αγοράς κεφαλαίου, ένας υψηλότερος βαθμός δημοσιονομικής ολοκλήρωσης (θέμα ιδιαίτερα δύσκολο όπως ο ίδιος παραδέχθηκε) καθώς και αλλαγές στον τρόπο διακυβέρνησης της ευρωζώνης με μια, έστω χαλαρή, μορφή δημοσιονομικής ένωσης.
Τόμας Βίζερ: Το Grexit δεν υπάρχει στο τραπέζι Αν υπάρξει επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία μέχρι την επόμενη Παρασκευή, τόνισε ο επικεφαλής του EuroWorking Group Τόμας Βίζερ, μιλώντας στο 2ο Οικονομικό Forum των Δελφών αναφορικά με τις διαβουλεύσεις που είναι σε εξέλιξη στην Αθήνα ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους θεσμούς. Ο ίδιος χαρακτήρισε απογοητευτικό το γεγονός ότι ύστερα από ενάμιση χρόνο δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η δεύτερη αξιολόγηση, αλλά τόνισε με έμφαση ότι πλέον «το Grexit δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση στο τραπέζι».
«Κάποιοι, εντός και εκτός Ελλάδος, ονειρεύονται ένα πρόγραμμα χωρίς το ΔΝΤ» είπε. Χωρίς το ΔΝΤ, το τρέχον πρόγραμμα δεν θα υπάρχει πλέον, και πιθανότατα θα δρομολογηθεί η τροποποίηση της συνθήκης του ESM με πιθανό αποτέλεσμα ένα νέο πρόγραμμα το φθινόπωρο, είπε ο κ. Βίζερ και το απευχήθηκε, λέγοντας πως η αναμονή μέχρι το φθινόπωρο θα ήταν καταστροφική αλλά και ανόητη.
Βενιζέλος: Διαπραγματεύση για 4ο μνημόνιο
Η αξιολόγηση φαίνεται πως θα κλείσει, πιθανότατα με παραμετρικά μέτρα για το χρέος, όμως αυτό έχει μικρή σημασία, εκτίμησε ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, πρώην υπουργός και πρώην πρόεδρος του ΠαΣοΚ Ευάγγελος Βενιζέλος, στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ Δελφών.
«Μπορεί και να κλείσει η αξιολόγηση. Βλέπω ότι οι εταίροι θα κάνουν υποχωρήσεις και θα δοθούν κάποια παραμετρικά μέτρα για την παρούσα αξία του χρέους ή έστω θα δηλωθούν ότι θα ισχύσουν μετά το τέλος του προγράμματος. Αλλά αυτό έχει μικρή σημασία» είπε ο κ. Βενιζέλος, εκτιμώντας ότι «μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το τραπεζικό σύστημα και το έλλειμμα εμπιστοσύνης στην οικονομία».
Σημείωσε ότι η διαπραγμάτευση αυτή αφορά στην πραγματικότητα το μετά του 3ου προγράμματος και οικονομικά και πολιτικά. Εκτίμησε ότι έρχεται ένα 4ο μνημόνιο με όρους και δεσμεύσεις, αλλά αντί για δάνειο εξομαλύνσεις στο χρέος. «Θα βγούμε στις αγορές υπό αυστηρούς όρους και αυτό θα είναι το 4ο μνημόνιο» είπε χαρακτηριστικά ενώ εκτίμησε πως «πολιτικά αυτό σημαίνει ότι χάνεις την προοπτική να πεις κάποια άλλα πράγματα οικονομικά και αναπτυξιακά, που να αφορούν τη χώρα μετά το 2018-19 και όλα αυτά γίνονται χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση διότι αυτή για την παρούσα κυβέρνηση έχει εξαντληθεί προ πολλού και σίγουρα δεν αφορά το μετά τέλος του προγράμματος».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ