Ενα ανοιξιάτικο απομεσήμερο του 1997, είκοσι χρόνια πίσω δηλαδή, ο τότε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Θόδωρος Καρατζάς, καθισμένος πίσω από το ιστορικό γραφείο που βλέπει την πλατεία Κοτζιά, μας περιέγραφε με τρόπο μειλίχιο και καθαρό το όνειρό του για το τραπεζικό σύστημα και κατ’ επέκταση για τη χώρα.
Ευπατρίδης, κοσμοπολίτης, ταξιδεμένος, με εμπειρίες πρώτα από μεγάλα ναυτιλιακά γραφεία και αργότερα από την επενδυτική τραπεζική και την πολιτική, με βαθιά παιδεία, γνώση της Ιστορίας και συνείδηση αστική, πίστευε ότι η Ελλάδα μεγάλωσε και αναπτύχθηκε μόνο όταν ανοίχθηκε στον κόσμο.
Ηταν ο καιρός της παγκοσμιοποίησης, των ανοιχτών αγορών και των ανοιχτών συνόρων, που επέτρεπε σε εκείνον να φαντάζεται τις ελληνικές τράπεζες απλωμένες από την Αλεξάνδρεια μέχρι το Κίεβο και από την Αδριατική έως τον Εύξεινο Πόντο.
Ηξερε ότι αυτός ο ευρύτερος γεωγραφικός και οικονομικός χώρος της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης αποτέλεσε πεδίο δόξης λαμπρό για τους έλληνες εμπόρους και κεφαλαιούχους σε χρόνια δύσκολα και σε χαλεπούς καιρούς.
Πίστευε βαθιά λοιπόν, έχοντας μελετήσει την Ιστορία, ότι μπορούσε και πάλι να λειτουργήσει ως ευρύτερη οικονομική ζώνη για τα ελληνικά συμφέροντα.
Απέδιδε εξαιρετική σημασία στην ιστορικότητα των σχέσεων με όλη αυτή τη ζώνη, στις μνήμες που συνόδευσαν την ελληνική παρουσία στους αιώνες των αιώνων και ακόμη ευελπιστούσε σε ενεργοποίηση των εθνικών ανακλαστικών, εκείνων του πνεύματος εξωστρέφειας που κατά καιρούς κατέστησε τους έλληνες εμπόρους και επιχειρηματίες κυρίαρχους στη γειτονεύουσα και συγγενεύουσα περιοχή.
Και θεωρούσε τις ελληνικές τράπεζες προπομπό και οδηγό αυτής της νέας απόπειρας επέκτασης των ελληνικών συμφερόντων. Το σχέδιο ήταν απλό και συγκεκριμένο. Οι ελληνικές τράπεζες θα διεκδικούσαν παρουσία και θέση στις νέες οικονομίες της ευρύτερης περιοχής με σκοπό να συγκροτήσουν τις βάσεις για την ανάπτυξη των ελληνικών συμφερόντων, με πολλαπλά οφέλη για την ελληνική οικονομία και παραγωγή.
Στη βάση αυτών των αντιλήψεων άρχισε η επέκταση των ελληνικών τραπεζών σε ολόκληρη την περιοχή. Και σταδιακά το όραμα που μας περιέγραφε τότε πήρε μορφή και διαστάσεις ζηλευτές από τους πολλούς ανταγωνιστές της Κεντρικής Ευρώπης.
Δέκα χρόνια μετά έφτασαν οι ελληνικές τράπεζες να έχουν συγκροτήσει ένα δεύτερο τραπεζικό σύστημα εκτός των συνόρων. Αλλα 2.000 ελληνικά τραπεζικά υποκαταστήματα αποκτήθηκαν με τον καιρό στην Αίγυπτο, στην Τουρκία, στην Αλβανία, στα Σκόπια, στη Βουλγαρία, στη Σερβία, στη Ρουμανία, στην Πολωνία, στην Ουκρανία και αλλού προσδίδοντας δυνατότητες και ευκαιρίες στις ελληνικές επιχειρήσεις να επεκταθούν και να διεισδύσουν στις διεθνείς αγορές.
Εκείνο το σχέδιο προδόθηκε από την έκθεση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στο ελληνικό χρέος. Με την έλευση της κρίσης χρέους και την κατάρρευση των ελληνικών ομολόγων όλο το εξωστρεφές οικοδόμημα υπονομεύθηκε εκ των έσω, δεν άντεξε στην πίεση της εσωτερικής κρίσης. Σήμερα έχουν απομείνει συμμετοχές και μικρότερα σχήματα τα οποία εκποιούνται με πρώτη ευκαιρία όπως συνέβη πρόσφατα με την πώληση της Finansbank στη γειτονική Τουρκία από την Εθνική. Περίπου 2 δισ. ευρώ από το τίμημα χρησιμοποιήθηκαν για την εξόφληση της συμμετοχής του ESM στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής Τράπεζας.
Οσο περνά ο καιρός πάντως η εικόνα του οραματιστή τραπεζίτη εκλείπει από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες λιγόστεψαν και οι σημερινοί τραπεζίτες μοιάζουν περισσότερο με τους παλαιούς σαράφηδες παρά με εμπνευσμένους σημαιοφόρους της ανάπτυξης. Τώρα απλώς εκποιούν ή, καλύτερα, «σκοτώνουν» ιστορικές δραστηριότητες, με μόνο κριτήριο το τίμημα, ακόμη κι αν αυτό είναι ευτελές. Το χειρότερο είναι ότι φαντάζουν απόλυτα εξαρτημένοι από την πολιτική εξουσία και τα κελεύσματά της. Εχουν χάσει την ανεξαρτησία και την ευθυκρισία τους. Φοβούνται τη Δικαιοσύνη, ορίζονται από την περιρρέουσα σκανδαλολογία και ενεργούν απόλυτα ανορθολογικά.
Εχασαν τις περιουσίες τους και τώρα παλεύουν για τις θεσούλες τους, όπως είχε εξομολογηθεί σε ανύποπτο χρόνο ένας εξ αυτών. Μοιάζουν περισσότερο με τραπεζοϋπαλλήλους παρά με τραπεζίτες. Αν κάτι πρέπει να αλλάξει, είναι το τραπεζικό σύστημα. Κατά τον Νίαλ Φέργκιουσον χώρες με ανεπτυγμένα, δημοκρατικά και ανεξάρτητα τραπεζικά συστήματα έχουν περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης και προόδου. Εν αντιθέσει με άλλα που είναι εξαρτημένα και λειτουργούν τιμωρητικά και εξουθενωτικά προσπαθειών. Πτωχεύσεις συμβαίνουν στις οικονομίες, δεν είναι σπάνιες, ούτε προς θάνατον. Επιχειρηματικές αποτυχίες επίσης υπάρχουν πάμπολλες κι αλλού. Αυτό δεν σημαίνει ότι και οι δραστηριότητες πρέπει να τελειώσουν. Ομως στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας όλα είναι διαφορετικά.
Το σχέδιο «συριζοποίησης» του Τύπου και οι πιέσεις Στις 20 του περασμένου Ιανουαρίου, ημέρα Παρασκευή, γύρω στις 5 το απόγευμα, ο γηραιός υπουργός Επικρατείας, παλαιός μηχανικός, με κουλτούρα μικροεργολάβου, συνοδευόμενος από τον υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής και Δικτύων, υπεύθυνο για τα μέσα ενημέρωσης, υποδέχεται σε μια από τις αίθουσες συσκέψεων του Μεγάρου Μαξίμου οκτώ εκπροσώπους των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Αντικείμενο της συνάντησης το πρόβλημα των χρεοκοπημένων μέσων ενημέρωσης και η αναζήτηση της δέουσας λύσης. Ο πολυτάλαντος υπουργός κοιτάζει με ύφος τα οκτώ «γκρίζα κοστούμια» και αρχίζει να ξεδιπλώνει το μεγάλο σχέδιο. «Εχουμε τη λύση για τα μέσα ενημέρωσης» λέει με στόμφο και προσθέτει υπομειδιώντας «έχουμε και τον επενδυτή». «Θα φτιάξουμε τον Νέο Πήγασο συγχωνεύοντας τον Πήγασο, την Ιριδα, το Αργος, την Ευρώπη, τον ΔΟΛ και το Μega» αναφωνεί όλος υπερηφάνεια ο μεγάλος υπουργός, για να εξειδικεύσει στη συνέχεια ότι «θα βάλει 5 εκατ. ο εκδότης και άλλα 20 εκατ. ο επενδυτής για να γίνει η εξυγίανση και να επιτευχθεί η αναδιάρθρωση που απαιτείται με την αποχώρηση 700 εργαζομένων». Σύμφωνα με το σχέδιο το νέο σχήμα θα ανελάμβανε το πολύ μέχρι 200 εκατ. ευρώ των περίπου 500 εκατ. που οφείλονται και έτσι κατά τον μέγα υπουργό θα μπορούσε ενοποιούμενο να αξιοποιήσει τις πολλές συνέργειες και να λειτουργήσει αποδοτικά.
Τα «γκρίζα κοστούμια» άρχισαν να αλληλοκοιτάζονται θορυβημένα μεταξύ τους, καθώς δεν πίστευαν στα αφτιά τους. «Μα τα 25 εκατ. ευρώ δεν φτάνουν για την εξυγίανση μιας εκ των προβληματικών επιχειρήσεων» αντέτεινε ένας εκ των τραπεζιτών. «Για να βγει το σχέδιο που μας προτείνετε χρειάζονται 80 με 100 εκατ. ευρώ» προσέθεσε ο ίδιος διερωτώμενος ποιος θα αποφασίσει «κούρεμα» 300 εκατ. στα μέσα ενημέρωσης. Το αδιέξοδο ήταν προφανές. Η μεγαλοφυής ιδέα κάηκε πριν καν διατυπωθεί και το σχέδιο για τη «συριζοποίηση» όλου του Τύπου το ίδιο. Τα «γκρίζα κοστούμια» έφυγαν με γεύση πικρή από το Μέγαρο Μαξίμου.
Η συνέχεια ωστόσο υπήρξε το ίδιο απογοητευτική. Το σχέδιο συρρικνώθηκε και αυτοπεριορίστηκε. Επιχειρήθηκε η πολιορκία του ΔΟΛ από τον υποτιθέμενο επενδυτή, αλλά έληξε άδοξα, καθώς ουδέποτε επισημοποιήθηκε. Ετσι η Τράπεζα κατέθεσε αίτηση για υπαγωγή του ΔΟΛ σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης και τοποθέτηση εκκαθαριστή. Εν όψει εκδίκασης της υπόθεσης και διαφαινομένης της δυνατότητας λειτουργίας των εντύπων του Οργανισμού κινητοποιήθηκαν άπαντες. Οι κυβερνώντες άσκησαν πίεση προς όλες τις κατευθύνσεις προκειμένου να κλείσουν και οι εναπομείνασες στρόφιγγες ώστε να διακοπεί η λειτουργία των μέσων του Οργανισμού και οι πολλοί ανταγωνιστές επιδόθηκαν σε ανοιχτή επιχείρηση λεηλασίας του άυλου περιουσιακού στοιχείου που δεν είναι άλλο από τους ανθρώπους του.
Η κυβέρνηση πίεζε τις τράπεζες για διακοπή ακόμη και της υποτυπώδους χρηματοδότησης για τη λειτουργία των Μέσων και ο ανταγωνισμός βρίσκοντας οικονομικά εξαθλιωμένους τους δημοσιογράφους επιχειρούσε να αγοράσει το μόνο εναπομείναν κεφάλαιο του ΔΟΛ. Ωστόσο παρά τα τηλεφωνήματα υψηλών προσώπων στις τράπεζες και τις έντονες πιέσεις των ανταγωνιστών οι εργαζόμενοι κατάφεραν να ανατρέψουν τα σχέδια λεηλασίας του Οργανισμού. Η διεκδικούμενη υποτυπώδης χρηματοδότηση, υπερασπιστική της αξίας και της περιουσίας του Οργανισμού, κερδήθηκε στα δικαστήρια. Οι εφημερίδες του Οργανισμού κυκλοφόρησαν και θα συνεχίσουν να κυκλοφορούν καλύτερες και απελευθερωμένες. Και οι δημοσιογράφοι του θα αντισταθούν κόντρα στου καιρού τα ρεύματα.
Υπάρχουν εν τέλει αξίες αναλλοίωτες και μη αποτιμώμενες. Είναι η δύναμη των ιδεών που κινεί πολλές φορές τα πράγματα και όχι απαραιτήτως το χρήμα όπως πιστεύει η επικρατούσα στην εποχή μας σχολή των κυνικών. Υπάρχουν μάλιστα και περιπτώσεις όπου οι ιδέες εν τέλει κινούν το χρήμα και προσελκύουν επενδυτές. Η εποχή πολλούς θα διαψεύσει καταπώς φαίνεται.