Η εξυγίανση του κλάδου της χαλυβουργίας με πρωτοβουλία των πιστωτριών τραπεζών ήταν από την αρχή ένα δύσκολο εγχείρημα.
Τρεις ιστορικοί όμιλοι με ισχυρούς μετόχους έπρεπε να συμβιβαστούν με την ιδέα πως ο σχηματισμός βιώσιμων σχημάτων –έτσι όπως έχει κατακρημνιστεί η ζήτηση στην εσωτερική αγορά –απαιτεί δραστικές λύσεις, την εξής μία: περιορισμό παραγωγής και κλείσιμο μονάδων.
Οι τράπεζες ανέθεσαν στην Alvarez & Marsal να εκπονήσει μελέτη βιωσιμότητας για τον κλάδο, ένα προσχέδιο της οποίας έχει ήδη παραδοθεί στις τράπεζες.
Στελέχη της Alvarez & Marsal επισκέφθηκαν τις μονάδες της Σιδενόρ, της Χαλυβουργίας Ελλάδος και της Χαλυβουργικής συλλέγοντας στοιχεία για την παραγωγική διαδικασία.
Στόχος ήταν να αναδειχθούν τα αποδοτικότερα εργοστάσια, αυτά δηλαδή που παράγουν ποιοτικό προϊόν με το μικρότερο δυνατό κόστος.

«Η μελέτη δεν έχει ολοκληρωθεί»
αναφέρει τραπεζικό στέλεχος στο «Βήμα της Κυριακής» και επισημαίνει: «Οι επισκέψεις θα συνεχιστούν και σύντομα θα έχουμε τις τελικές προτάσεις. Τότε και εμείς αλλά και οι βασικοί μέτοχοι των τριών εταιρειών θα κληθούμε να λάβουμε επώδυνες αποφάσεις, αφού η αγορά δεν έχει χώρο για όλους».
Σύμφωνα με πληροφορίες, η αρχική μελέτη δεν προκρίνει συγχωνεύσεις εταιρειών ως βέλτιστη λύση. Οι συγχωνεύσεις και οι οικονομίες κλίμακος που ενδεχομένως θα δημιουργήσουν έχουν νόημα όταν υπάρχει αξιόλογη ζήτηση.
Πτώση της οικοδομής, στασιμότητα των έργων
Στην Ελλάδα όμως η εγχώρια ζήτηση από 2,5 εκατ. τόνους το 2007 έχει υποχωρήσει στους 500.000 τόνους (στοιχεία 2016), λόγω της πτώσης της οικοδομής και της στασιμότητας των μεγάλων δημοσίων έργων. Αλλες 500.000 τόνοι είναι οι εξαγωγές χάλυβα, την ώρα που το capacity των εταιρειών ανέρχεται περίπου σε 4 εκατ. τόνους!
Η μελέτη προκρίνει ως διέξοδο τις εξαγωγές. Οι ελληνικές χαλυβουργίες δεν τις φοβούνται και το έχουν αποδείξει, ασχέτως αν λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους ο ελληνικός σίδηρος δεν είναι ανταγωνιστικός.
Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρηματίες υποστηρίζουν ότι επειδή ακριβώς το τελικό προϊόν –χάλυβας και οπλισμένο σκυρόδεμα –δεν έχει μεγάλη προστιθέμενη αξία, οι εξαγωγές πρέπει να είναι συμπληρωματικές της εγχώριας ζήτησης και δεν θα πρέπει να ξεπερνούν το 20%-25% της συνολικής παραγωγής.

«Αν είναι να εξάγουμε πάνω από το 50% της παραγωγής, τότε δεν έχει νόημα να έχουμε εδώ τα εργοστάσιά μας. Τα μεταφορικά και τα έξοδα των λιμανιών είναι δυσβάστακτα. Επίσης, με μεγάλα εξαγώγιμα ποσοστά επί του όγκου δεν θα μπορούμε να ασκούμε επιθετική εμπορική πολιτική. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ισπανίας, όπου η εγχώρια ζήτηση ενισχύθηκε, οι εξαγωγές κυμαίνονται στο 10%-15% της παραγωγής και γι’ αυτόν τον λόγο κινούνται ιδιαίτερα επιθετικά»
αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Μια άλλη παράμετρος της έκθεσης είναι το ενεργειακό κόστος, το οποίο το χαρακτηρίζει σημαντικό, όχι όμως κομβικό για τη βιωσιμότητα των εταιρειών.

Πλέον οι τιμές για τη μεγαβατώρα στο ρεύμα έχουν υποχωρήσει στα 35 ευρώ και για το φυσικό αέριο στα 30 ευρώ. Και εδώ όμως οι χαλυβουργοί δεν συμφωνούν, αφού όπως επισημαίνουν η έκθεση, αλλά και κάθε έκθεση, οποιασδήποτε εταιρείας, δεν μπορεί να εντοπίσει τις «κρυφές ελαφρύνσεις» που παρέχουν τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη στα ανταγωνιστικά εργοστάσια.
Μάλιστα, επισημαίνουν πως το μέτρο της διακοψιμότητας που έδωσε μιαν ανάσα στον κλάδο και λήγει τον Οκτώβριο του 2017 κινδυνεύει να μην ανανεωθεί, αφού ακόμη η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει υποβάλει σχετική αίτηση προς τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν.

Η αποδοτικότητα των μονάδων
Αυτό βεβαίως που θα βαρύνει τις αποφάσεις τραπεζών και χαλυβουργών όταν καθίσουν στο τραπέζι για τις τελικές αποφάσεις και στο οποίο στοχεύει η έκθεση είναι τα στοιχεία για την αποδοτικότητα των μονάδων.
Ο σύγχρονος τεχνολογικός εξοπλισμός και η σχέση προσωπικού – παραγωγής, πόσοι τόνοι δηλαδή παράγονται ανά εργαζόμενο με το μικρότερο κόστος.
Επίσης, η τοποθεσία των μονάδων θα παίξει σημαντικό ρόλο. Δηλαδή αν έχουν δικό τους λιμάνι για τις εξαγωγές αλλά και η προσέγγιση των εργοστασίων σε γεωγραφικές περιοχές στις οποίες θα υλοποιηθούν μεγάλα έργα, όπως το Ελληνικό, ο οδικός άξονας Πάτρας – Πύργου, κ.ά.

Η όλη διαδικασία δεν είναι εύκολη και για τις ίδιες τις τράπεζες.
Εκτός του ότι θα πρέπει να διαγράψουν δάνεια και να υποστούν τη ζημιά, θα παιχθεί μεταξύ τους και ένα power game για το ποιος επιχειρηματίας θα σωθεί και ποιος όχι. Και αυτό γιατί κάθε τράπεζα έχει διαφορετική έκθεση δανείων ανά εταιρεία. Από την άλλη πλευρά, η διαδικασία θα απλοποιηθεί και οι αποφάσεις θα είναι πιο εύκολες αν οι επιχειρηματίες αποφασίσουν να στηρίξουν με νέα κεφάλαια τις εταιρείες τους, αλλά θα προσμετρηθούν και οι κεφαλαιακές ενέσεις που έχουν κάνει ήδη οι επιχειρηματίες για να κρατήσουν όρθιες τις εταιρείες τα χρόνια της κρίσης.
H ουσία όμως είναι ότι και οι τέσσερις τράπεζες –οι τρεις προαναφερόμενες και η Eurobank –έχουν άμεσο συμφέρον να γίνει ένα ξεκαθάρισμα στον κλάδο.
Σήμερα στον κλάδο απασχολούνται άμεσα περίπου 1.500 εργαζόμενοι.

Δάνεια και ζημιές πνίγουν τις επιχειρήσεις

Τα δάνεια των τριών χαλυβουργικών επιχειρήσεων –Σιδενόρ της οικογένειας του κ. Νίκου Στασινόπουλου, Χαλυβουργία Ελλάδος της οικογένειας του κ. Νίκου Μάνεση και Χαλυβουργικής της οικογένειας του κ. Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου –προσεγγίζουν τα 1,2 δισ. ευρώ και οι σωρευτικές ζημιές τα χρόνια της κρίσης ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ. Η Σιδενόρ έχει δανεισμό 500 εκατ. ευρώ και οι άλλες δύο από περίπου 350 εκατ. ευρώ η καθεμία.

Το χαλυβουργείο της Χαλυβουργικής στην Ελευσίνα έκλεισε το 2012 και λειτουργεί το ελασματουργείο. Το εργοστάσιο της Χαλυβουργίας Ελλάδος στον Ασπρόπυργο έκλεισε το 2014. Με πιο μεγάλες παραγωγές λειτουργούν τρεις μονάδες (μία της Χαλυβουργίας Ελλάδος στον Βόλο και δύο της Σιδενόρ σε Θεσσαλονίκη και Αλμυρό) αλλά μόνο με μία 10ωρη βάρδια και βράδυ για να έχουν χαμηλό ενεργειακό κόστος.
Οι εταιρείες τη δεκαετία του 2000 εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά και της οικοδομικής έξαρσης είχαν προχωρήσει σε μεγάλες επενδύσεις για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στη ζήτηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η παραγωγική δυναμικότητα των μονάδων φθάνει τα 4 εκατ. τόνους ετησίως (2 εκατ. τόνους η Σιδενόρ και από 1 εκατ. η Χαλυβουργική και η Χαλυβουργία Ελλάδος). Η κρίση όμως που περιόρισε δραστικά την εγχώρια ζήτηση και, κυρίως, το ενεργειακό κόστος, με την εκτίναξη πάνω από τα 80 ευρώ της μεγαβατώρας, κατέστησαν τις εταιρείες ζημιογόνες παρά το γεγονός ότι οι επιχειρηματίες είχαν κάνει το χρέος τους και είχαν επενδύσει για τον εκσυγχρονισμό των μονάδων τους.
Πλέον τα κόστη χρηματοδότησης των δανείων είναι δυσβάστακτα. Οι εταιρείες έχουν προχωρήσει σε κάποιες ρυθμίσεις και πληρώνουν μόνο τόκους. Ενδεικτικό της άμεσης λήψης αποφάσεων είναι ότι ενώ το εργοστάσιο της Χαλυβουργικής υπολειτουργεί από το 2012 και το εργοστάσιο της Χαλυβουργίας Ελλάδος στον Ασπρόπυργο έκλεισε το 2014 οι εναπομείνασες μονάδες τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα δεν κατάφεραν να βελτιώσουν δραστικά τα μεγέθη τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ