Τα πάνω κάτω έχει φέρει η διακυβέρνηση Τραμπ. Η εύνοια του νέου αμερικανού προέδρου προς τον αμερικανικό επιχειρηματικό κόσμο ξεπερνά τις προσδοκίες που έχουν από την κυβέρνηση της Ουάσιγκτον και οι πιο «σκληροπυρηνικές» επιχειρήσεις. Ξεπερνά τα αιτήματα και των απαιτητικότερων μάνατζερ. Στην παραδοξότητα των καιρών εντάσσεται εν πρώτοις το αίτημα του νέου προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της Exxon Mobil Corp. Ντάρεν Γουντς για την επιβολή στον πετρελαϊκό κλάδο ενός «φόρου άνθρακα» που θα αποθαρρύνει τη χρήση ρυπογόνων καυσίμων.
Στην πρώτη ανάρτησή του στο μπλογκ του αμερικανικού πετρελαϊκού κολοσσού μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο διάδοχος του Ρεξ Τίλερσον, που άφησε την Exxon Mobil για να αναλάβει το State Department, αναφέρθηκε στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής υποστηρίζοντας ότι «ένας ταμειακά ουδέτερος φόρος στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα συνέβαλλε στην αύξηση της ενεργειακής αποτελεσματικότητας και δεν θα επιβάρυνε την οικονομία, ενώ θα παρείχε κίνητρα στις αγορές για να αναπτύξουν στο μέλλον νέες τεχνολογίες καθαρής ενέργειας».
Οι επισημάνσεις απηχούν τις απόψεις που είχε εκφράσει ο Τίλερσον ως διευθύνων σύμβουλος της Exxon Mobil και συνάδουν με τις θέσεις και την πολιτική της εταιρείας τα τελευταία χρόνια, σημειώνει ο ρεπόρτερ του Bloomberg Τζόε Κάρολ. Ο Τίλερσον διορίστηκε προ ολίγων εβδομάδων υπουργός Εξωτερικών από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει υποσχεθεί να χαλαρώσει το αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο που έχει επιβληθεί από τον Ομπάμα στον κλάδο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου προκειμένου «να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή και να προστατευθεί η ποιότητα του αέρα και των υδάτων».
Το παρελθόν
Δεν μετρούν πολλά χρόνια οι απόψεις και η πολιτική του Τίλερμαν και της Exxon Mobil, που μοιάζουν σήμερα από προωθημένες έως και… ακτιβιστικές, αν συγκριθούν με τις περιβαλλοντικές πεποιθήσεις και τη ρητορική του Τραμπ. Η Exxon Mobil, κορυφαία σε κεφαλαιοποίηση πετρελαϊκή εταιρεία των ΗΠΑ, υπήρξε η λιγότερο πρόθυμη να ενστερνιστεί τα πορίσματα των επιστημόνων σε ό,τι φορά τις περιβαλλοντικές εξελίξεις στον πλανήτη και να προσαρμόσει ανάλογα τις αποφάσεις και την πολιτική της.
Οταν, στα τέλη του 20ού αιώνα, οι πετρελαϊκές εταιρείες, πιεζόμενες από τις κοινωνίες, άρχισαν να επενδύουν στα βιοκαύσιμα, στην αιολική και στην ηλιακή ενέργεια –πρώτη η βρετανική ΒΡ διακήρυξε ότι «έχει ήδη ξεπεράσει την εποχή του πετρελαίου», αλλάζοντας μάλιστα το παλαιό εμπορικό της σήμα και υιοθετώντας έναν πασίδηλο των αλλαγών κιτρινοπράσινο ήλιο -, η Exxon Mobil υπό την ηγεσία των Ρεξ Τίλερσον και Λι Ρέιμοντ αδιαφόρησε.
Οι Ροκφέλερ
Από το 2006 που ο Ρέιμοντ παραιτήθηκε, ο Τίλερσον πάλεψε μόνος του ενάντια στο ρεύμα αρνούμενος την «πράσινη στροφή» που έκαναν οι συνάδελφοί του στους άλλους πετρελαϊκούς ομίλους. Παρέμενε πιστός στις επενδύσεις στους ρυπογόνους υδρογονάνθρακες, αν και δεν είχε καμία δυσκολία να παραδεχθεί ότι, όντως, η καύση τους καταστρέφει την ατμόσφαιρα και προκαλεί την υπερθέρμανση του πλανήτη!
Ο κυνισμός του προκάλεσε την αγανάκτηση ακόμη και των μετόχων της Exxon Mobil! Οχι των μικρομεσαίων που στις γενικές συνελεύσεις κραύγαζαν «μας σιχαίνονται αλλά δεν μας νοιάζει». Το 2008 ο Τίλερσον κατάφερε να στρέψει εναντίον του την οικογένεια Ροκφέλερ, που έφθασε να ζητήσει την απομάκρυνση της διοίκησης της εταιρείας –ο Τζον Ροκφέλερ το 1911 ίδρυσε τη Standard Oil Trust που με την πάροδο των δεκαετιών μετεξελίχθηκε στον σημερινό πετρελαϊκό κολοσσό.
Κατόπιν ασφυκτικών πιέσεων των Ροκφέλερ και άλλων τεσσάρων θεσμικών επενδυτών ο Τίλερσον είχε πειστεί, τότε, να επενδύσει μόλις 100 εκατ. δολάρια σε ένα πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Stanford για τη μελέτη της κλιματικής αλλαγής, παράλληλα όμως με επενδύσεις… 25 δισ. δολ. για την ανάπτυξη υδρογονανθράκων.
Αλλά όλα αυτά είναι παρελθόν. Τα χρόνια που ακολούθησαν, χάρη στις πιέσεις της οικογένειας Ροκφέλερ, ο Τίλερσον υπέγραψε επενδύσεις 7 δισ. δολαρίων για την ανάπτυξη αντιρρυπαντικών τεχνολογιών. Και εν προκειμένω η Exxon Mobil εμφανίζεται σαφώς πιο ευαίσθητη για τον πλανήτη από τον νέο πλανητάρχη, ζητώντας του να τη φορολογήσει για τη ζημιά που προκαλεί στο περιβάλλον. Εστω και αν ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη φορολόγηση τίθεται να είναι ο φόρος «ταμειακά ουδέτερος». Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να έχει ισοδύναμα. Θα πρέπει δηλαδή να μειωθούν ανάλογα άλλοι εταιρικοί φόροι, ώστε η επιβάρυνση να μην έχει ως αποτέλεσμα τη συνολικά μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων.
Δύσκολες συγκυρίες και προκλήσεις για τον νέο μάνατζερ

Ως απολύτως αναμενόμενη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η διαδοχή του Ρεξ Τίλερσον από τον Ντάρεν Γουντς στην ηγεσία της μεγαλύτερης πετρελαϊκής εταιρείας των ΗΠΑ. Η υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδότησης των διευθυνόντων συμβούλων της Exxon Mobil είναι τα 65 χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι ο Τίλερσον θα αποχωρούσε ούτως ή άλλως τον μήνα που διανύουμε.

Και ο ηλικίας 51 ετών διάδοχός του είχε ήδη διοριστεί από την 1η Ιανουαρίου πρόεδρος της εταιρείας και μέλος του ΔΣ της, αξίωμα που θεωρείται προθάλαμος για το αξίωμα του διευθύνοντος συμβούλου.
Γεννημένος στο Κάνσας και με σπουδές ηλεκτρολόγου μηχανικού και διοίκησης επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο του Τέξας και στο Northwestern University αντίστοιχα, ο Γουντς εντάχθηκε στο δυναμικό της Exxon το 1992 ως αναλυτής σχεδιασμού.
Κατά τη διάρκεια της 25χρονης καριέρας του στην εταιρεία πέρασε από πολλές θέσεις και αξιώματα, μεταξύ άλλων παρείχε τις υπηρεσίες του και στις Βρυξέλλες ως διευθυντής διύλισης, υπεύθυνος για την Ευρώπη, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Διαδεχόμενος τον Τίλερσον αναλαμβάνει μια γιγαντιαία επιχείρηση που όμως αγωνίζεται να ανακτήσει το έδαφος που έχει χάσει εξαιτίας της κατάρρευσης των τιμών του πετρελαίου τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Το τρίτο τρίμηνο του 2016 ο τζίρος της Exxon Mobil μειώθηκε κατά 13% και τα κέρδη της κατά 40% συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2015.
Για να περιορίσει τα κόστη της η εδρεύουσα στο Ιρβινγκ του Τέξας εταιρεία μείωσε κατά σχεδόν 10 δισ. δολάρια τις επενδύσεις της τη χρονιά που πέρασε. Το 2016 ήταν εξάλλου μια annus horribilis για την Exxon Mobil, καθώς τον περασμένο Απρίλιο έχασε το τριπλό Α στην αξιολόγησή της για πρώτη φορά έπειτα από 67 ολόκληρα χρόνια (την υποβάθμισε ο οίκος Standard & Poor’s).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ