Volker Weidermann
Οστάνδη 1936. Στέφαν Τσβάιχ και Γιόζεφ Ροτ. Το καλοκαίρι πριν από το σκότος
Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Αγρα, 2016
σελ. 208, τιμή 15 ευρώ

Είναι καλοκαίρι του 1936. Βρισκόμαστε στην Οστάνδη, τη βελγική πόλη πάνω στη θάλασσα. Από τις αρχές του 19ου αιώνα αυτό το θέρετρο ήταν τόπος συνάντησης της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας που διασκέδαζε στο καζίνο και παρακολουθούσε τις ιπποδρομίες, τις επιδείξεις μόδας και τα ποικίλα φεστιβάλ τα οποία διοργανώνονταν προς τέρψιν όλων εκείνων των αμέριμνων σνομπ που σύχναζαν εδώ. Στη Γερμανία όμως οι ναζιστές βρίσκονταν στην εξουσία. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ο Χίτλερ θα κήρυττε στο Βερολίνο την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Πολλοί παραθεριστές δεν φαντάζονταν ότι τρία χρόνια αργότερα θα ξεσπούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που θα βύθιζε την Ευρώπη στην καταστροφή και τον θάνατο. Αλλά δεν ήταν και λίγοι όσοι ανησυχούσαν. Και ανάμεσά τους κάποιοι από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της κεντροευρωπαϊκής κουλτούρας: ο Χέρμαν Κέστεν, ο Εγκον Κις, ο Ερνστ Τόλερ, ο Στέφαν Τσβάιχ και ο Γιόζεφ Ροτ.

Οι δύο τελευταίοι υπήρξαν στενοί φίλοι, μολονότι διαφορετικοί χαρακτήρες. Από τη μια ο ευκατάστατος Τσβάιχ, διάσημος τότε και πολυμεταφρασμένος όσο και ο Τόμας Μαν, κι από την άλλη ο φτωχός, αλκοολικός και αυτοκαταστροφικός Ροτ. Ο Ροτ, όταν ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος το 1933, είχε πει πως δεν θα έμενε στην εξουσία πάνω από ενάμιση χρόνο. Δεν ήταν πρόβλεψη αλλά «ευσεβής πόθος». Τα βιβλία του, όπως και του Τσβάιχ, είχαν πλέον απαγορευθεί στη Γερμανία. Τώρα και οι δύο, όπως και οι άλλοι συγγραφείς εδώ, «δεν είναι παραθεριστές. Είναι φυγάδες σε έναν τόπο παραθερισμού». Μαζί τους και ο Αρθουρ Κέσλερ, νεαρός τότε, που θα έμενε στην πόλη για λίγες ημέρες και θα έφευγε για την Ισπανία, προκειμένου να συμμετάσχει στον αγώνα της δημοκρατικής κυβέρνησης εναντίον του Φράνκο.


Μυθιστορηματική ζωή, τραγικό τέλος
Σε αυτόν τον τόπο μάς μεταφέρει το ελκυστικό χρονικό Οστάνδη 1936 του δημοσιογράφου, συγγραφέα και συνεργάτη της εφημερίδας Frankfurter Algemeine και του περιοδικού Spiegel Φόλκερ Βάιντερμαν. Το βιβλίο διαβάζεται σαν μυθιστόρημα, γιατί μυθιστορηματική σε μεγάλο βαθμό ήταν η ζωή των δύο κύριων πρωταγωνιστών του, που αμφότεροι είχαν τραγικό τέλος. Ο Ροτ θα πέθαινε τρία χρόνια αργότερα, αλκοολικός και σε κατάσταση έσχατης ένδειας στο Παρίσι, και ο Τσβάιχ θα αυτοκτονούσε το 1942 στη Βραζιλία. Ηταν μια πράξη έσχατης απόγνωσης αλλά και διαμαρτυρίας για την αθλιότητα, τον τρόμο και τον θάνατο του μεγάλου πολέμου.
Σχεδόν όλοι αυτοί οι εμιγκρέδες συγγραφείς εδώ είναι εβραϊκής καταγωγής. Αποκομμένοι από τις χώρες και το αναγνωστικό τους κοινό, μοιράζονται τη μοναξιά τους και τις αμυδρές τους ελπίδες ότι η καταστροφή που επικρέμαται τελικά δεν θα επέλθει. Γι’ αυτό και συνεχίζουν να γράφουν: στα δωμάτια των ξενοδοχείων, στα καφενεία και στα μπαρ. Ετσι εξορκίζουν τον κίνδυνο και καταπολεμούν το αίσθημα της εξορίας.
Ο ρομαντικός και ο κυνικός
Ο διάσημος Τσβάιχ, που τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες, έχει καταφέρει να διατηρήσει την περιουσία του και βοηθά οικονομικά τον Ροτ (του πληρώνει όλα τα έξοδά του) προσπαθώντας ταυτοχρόνως να του περιορίσει το ποτό –χωρίς επιτυχία. Ο ίδιος έχει εγκαταλείψει τη σύζυγό του και ζει ένα ειδύλλιο με τη γραμματέα του, Λότε, που έχει τα μισά του χρόνια. Η Λότε αργότερα θα γίνει η δεύτερη σύζυγός του και θα τον ακολουθήσει στον θάνατο. (Μαζί θα αυτοκτονήσουν το 1942 στη Βραζιλία, σε μια μικρή πόλη κοντά στο Ρίο ντε Τζανέιρο.) Εδώ όμως είναι ακόμη ο διάσημος συγγραφέας, ο κοσμοπολίτης, που χαίρει άκρας υγείας –κι ας βρίσκεται στον τελευταίο σταθμό πριν από την οριστική εξορία.
Το «μαύρο πρόβατο», από την άλλη, ο πικρόχολος, ο κατά δεκατρία χρόνια νεότερός του Γιόζεφ Ροτ είναι ως συγγραφέας ίσης αξίας (κατά τη γνώμη μου καλύτερος), αλλά αυτοκαταστροφικός. Πίνει συνεχώς και τρώει ελάχιστα, ενώ εξαιτίας του αλκοολισμού του τα πόδια του είναι τόσο πρησμένα που μετά βίας καταφέρνει να φοράει τα παπούτσια του. Φαινομενικά δεν έχουν τίποτε κοινό οι δυο τους. Αλλά –κι αυτό είναι το εξόχως ενδιαφέρον –επηρεάζει ο ένας τον άλλον. Τους συνδέει το πάθος τους για τη γραφή, η αγωνία τους για το μέλλον της Ευρώπης και η αγάπη τους για την ελευθερία. Πρόκειται ωστόσο και για σχέση ισορροπίας. Η ακρίβεια, που φτάνει ως τον κυνισμό μερικές φορές, του Ροτ, η αλάνθαστη αίσθησή του της επερχόμενης καταστροφής, της δικής του και της Ευρώπης, είναι το «αντίδοτο» στον ρομαντισμό και τον συναισθηματισμό του Τσβάιχ.
Γοητευτικό ανάγνωσμα
Το ενδιαφέρον για το έργο του Στέφαν Τσβάιχ από τη δεκαετία του 1960 και εξής είχε περιοριστεί διεθνώς –όπως μια δεκαετία αργότερα και στη χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια όμως αναζωπυρώθηκε. Ο Ροτ, όπως και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς της Κεντρικής Ευρώπης, την τελευταία εικοσαετία έχουν αρχίσει να μεταφράζονται συστηματικά και στη χώρα μας κατακτώντας ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα του αναγνωστικού κοινού. Μαζί με τα έργα τους μαθαίνουμε και τα άγνωστα ως σήμερα περιστατικά της ζωής τους, κι έτσι συνθέτουμε και το νήμα που τα συνέδεε και διαμόρφωνε τον καμβά της σημαντικής κουλτούρας που άνθησε στην Κεντρική Ευρώπη και τη διέλυσε η επέλαση του ναζισμού.
Το βιβλίο του Βάιντερμαν συμβάλλει σοβαρά στη γνώση της εποχής φωτίζοντας την προσωπικότητα και το έργο δύο από τους κύριους εκπροσώπους αυτής της κουλτούρας. Και καθώς είναι μυθιστορηματική ανάπλαση μιας σύντομης αλλά καθοριστικής περιόδου της ζωής τους, αποτελεί ανάγνωσμα εξίσου γοητευτικό με τα έργα που μας άφησαν. Διαβάζοντάς το θυμάται κανείς πλήθος σκηνές από τη θαυμάσια κι εξόχως ατμοσφαιρική ταινία Ξενοδοχείο Grand Budapest του Γουές Αντερσον. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τσβάιχ επηρέασε τον σκηνοθέτη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ