«Η ιδέα της πολιτικής, ή ακριβέστερα, της δημοκρατίας, ως μορφής διακυβέρνησης «από τον λαό, με τον λαό, για τον λαό» κατά τον έξοχο τρόπο με τον οποίο τη διατύπωσε ο
Αβραάμ Λίνκολν στην ομιλία του Γκέτισμπουργκ, φθίνει υπό το άγριο βλέμμα της παγκοσμιοποίησης, της αποεθνικοποίησης, της θεωρίας δημόσιας επιλογής, του νεοφιλελευθερισμού, της απάθειας και πλήθους άλλων ασθενειών» παρατηρούσε το 2015 ο καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ Σάιμον Τόρμεϊ στο βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο «Το τέλος της πολιτικής αντιπροσώπευσης» («The End of Representational Politics»).
Γράφοντας πριν από το Brexit ή τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ο Τόρμεϊ μπορούσε να είναι αισιόδοξος θεωρώντας ότι η ανάδειξη σχηματισμών όπως το Podemos, ευθεία μεταφορά στην πολιτική ενός κινήματος διαμαρτυρίας, ισοσκέλιζε ως έναν βαθμό τη διαφαινόμενη για τον ίδιο υποχώρηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ωστόσο, η διετία που μεσολάβησε επιτάχυνε και ενέτεινε τη διασπορά της εκλογικής επιρροής των άκρων σε πλατύτερα στρώματα του δυτικού πολιτικού σώματος: ο ακροδεξιός υποψήφιος για την προεδρία της Αυστρίας Νόρμπερτ Χόφερ ηττήθηκε δύο φορές στο νήμα, το λαϊκιστικό Κόμμα των Φινλανδών εισήλθε στην κυβέρνηση, η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» είδε τα ποσοστά της να την εκτοξεύουν στην τρίτη θέση των δημοσκοπήσεων, η Μαρίν Λεπέν εδραιώθηκε ως φαβορί για τον πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Ενας αέρας εθνικολαϊκισμού πνέει στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Τραμπ, διαισθητικά και χωρίς σχέδιο, μοιάζει να συγκολλά μια ετερόκλητη αλλά αποτελεσματική ως τώρα συμμαχία κατά του «κατεστημένου της Ουάσιγκτον» και των «ανέντιμων μέσων ενημέρωσης».
Αν συνέχει κάτι κόμματα τόσο απομακρυσμένα μεταξύ τους στον πολιτικό άξονα όσο ο ΣΥΡΙΖΑ και το αγγλικό UKIP, το Κίνημα Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο και οι Ciudadanos της Ισπανίας αυτό είναι η κοινή επίκληση στην «αντισυστημικότητα». Η πρόσληψη των παραδοσιακών κομμάτων Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας ως αναποτελεσματικών και διεφθαρμένων δίνει πλέον χώρο σε λύσεις που επίμονα προβάλλονται ως εναλλακτικές λόγω είτε της πρότερης αποχής από τη διαχείριση της εξουσίας είτε του νεότευκτου της συγκρότησής τους: στον απόηχο της οικονομικής κρίσης μια ρευστή και άστατη δυτική κοινή γνώμη είναι προθυμότερη να ακούσει μηνύματα υπέρ του ευρωσκεπτικισμού, κατά της μετανάστευσης, ανατροπής του αποδεκτού πολιτικού ορθολογισμού. Σε αυτού του είδους τον λόγο η κλασική διχοτομία Δεξιάς –Αριστεράς υποσκελίζεται συχνά από τη διάκριση μεταξύ «ελίτ» και «λαού», διάστιξη που χρωμάτισε έντονα τις αντιπαραθέσεις στο βρετανικό δημοψήφισμα του Ιουνίου και την προεκλογική εκστρατεία των αμερικανικών εκλογών του Νοεμβρίου.
Τέτοιες αναπροσαρμογές συμβαδίζουν κατά κανόνα με εκκλήσεις στο συναίσθημα: η νοσταλγία για τη «μεγάλη Αμερική» του Τραμπ βρίσκει το αντίστοιχό της στην «Ευρώπη των λαών» της Αριστεράς, την «Ευρώπη των εθνών-κρατών» της Δεξιάς ή την ιδανική χώρα της επερχόμενης ουτοπικής άμεσης δημοκρατίας όπου η δημοψηφισματική πανάκεια θα αποκαταστήσει τη διασαλευμένη λαϊκή κυριαρχία. Στην πολιτική της «μετα-αλήθειας» (post-truth politics) το όραμα επανέρχεται, μόνο που αυτή τη φορά το φωτεινό μέλλον σηματοδοτεί την επιστροφή σε ένα ανύπαρκτο παρελθόν.
Δεν πρέπει ωστόσο να θεωρηθεί ότι μιλάμε για παραπλανημένους ψηφοφόρους, προσωρινούς φορείς μιας «ψευδούς συνείδησης» που αργά ή γρήγορα θα επιστρέψουν στην προηγούμενη κανονικότητα. Αυτή η αντιμετώπιση συσκοτίζει το πρόβλημα, εφόσον, όπως τονίζει ο γερμανός πολιτικός επιστήμονας Φλόριαν Χάρτλεμπ σε άρθρο του στο περιοδικό «European View», η απήχηση των «αντισυστημικών» κομμάτων δεν περιορίζεται στους «χαμένους της παγκοσμιοποίησης» αλλά επεκτείνεται στις μεσαίες τάξεις πλούσιων χωρών, όπως η Νορβηγία, η Σουηδία, η Δανία, η Φινλανδία, η Ελβετία, η Γερμανία. Διακοσμητικές αλλαγές επί το αριστερότερον ή η υιοθέτηση του λεξιλογίου της Ακρας Δεξιάς δεν πρόκειται, επομένως, να τελεσφορήσουν. Για πρώτη ίσως φορά από την εποχή της εμφάνισης των μαζικών κομμάτων στον 20ό αιώνα η πολιτική στη Δύση καλείται να επινοήσει, άμεσα και ταυτόχρονα, νέα εργαλεία ενσωμάτωσης, νέες έννοιες και νέα γλώσσα επικοινωνίας με μια κοινωνία σε μετάβαση.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ