Η συνάντηση για τα αποσπάσματα της συνέντευξης που πρόκειται να διαβάσετε παρακάτω, της τελευταίας –και ως σήμερα αδημοσίευτης –συνέντευξης που παραχώρησε ο Νίκος Κούνδουρος στο «Βήμα», δεν έγινε με κάποια συγκεκριμένη αφορμή, διότι μια κουβέντα μαζί του για το κύκνειο άσμα του, «Ενα πλοίο για την Παλαιστίνη», είχε ήδη προηγηθεί.
Εγινε λοιπόν τον Νοέμβριο του 2014, επειδή ο Μάκης Προβατάς εξέφρασε την επιθυμία να βρεθεί για λίγο με έναν αγαπημένο του σκηνοθέτη, έναν άνθρωπο που ανέκαθεν θαύμαζε αλλά ποτέ δεν είχε γνωρίσει. Το ραντεβού κλείστηκε στο σπίτι του σκηνοθέτη στο Μετς και πραγματοποιήθηκε με άνεση, χωρίς αναβολές ή ακυρώσεις, διότι ο Κούνδουρος ήταν πάντοτε γενναιόδωρος σε αυτά τα πράγματα.
Και δεν ήταν τελικά μία η συνάντηση. Χρειάστηκε και δεύτερη, αφού θελήσαμε να καταγράψουμε όσο το δυνατόν περισσότερες από τις πολύτιμες μνήμες του σκηνοθέτη. Για κάποια πράγματα ο Κούνδουρος μίλησε για πρώτη φορά, όπως ανέφερε, καθισμένος στην πολυθρόνα του, ντυμένος και στις δύο συναντήσεις στα αγαπημένα του μαύρα –όπως πάντα.
Η κουβέντα ηχογραφήθηκε, βιντεοσκοπήθηκε, φωτογραφήθηκε και… έμεινε στο «ψυγείο», διότι ούτως ή άλλως ποτέ δεν είχε προγραμματιστεί συγκεκριμένη ημερομηνία δημοσίευσης. Οπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η επικαιρότητα την ξεπέρασε, αν και το ευτύχημα είναι ότι το υλικό υπήρχε, επομένως σήμερα, δυστυχώς, είναι η καταλληλότερη στιγμή για να τη δημοσιεύσουμε. Ετσι απλώς για να είναι καταγεγραμμένη, εφόσον τα όσα ειπώθηκαν από τον Κούνδουρο είναι πράγματι πολύτιμα.
Μετά τη δεύτερη συνέντευξη, το τελευταίο που ο Κούνδουρος είπε στον Προβατά ήταν «και πού ‘σαι, αν χρειαστείς να πούμε και κάτι ακόμα, εδώ είμαστε». Δυστυχώς ο Νίκος Κούνδουρος δεν είναι πια εδώ.

Για την «πουτανιά» της μνήμης
«Είμαι σχεδόν ενενήντα ετών. Φυσιολογικά δεν πρέπει να θυμάμαι, κι αυτό είναι μια λευτεριά, αφού συμβαίνει εκείνη η περίφημη πουτανολέξη «επιλεκτική μνήμη». Εχει μεγάλη πουτανιά αυτή η λέξη. Ο,τι θέλω το θυμάμαι, ό,τι θέλω το ξεχνάω».

Για τη ζωή
«Κάποιος πιο έξυπνος από σένα κι από μένα λέει«γεννηθήκαμε από παρεξήγηση, ζήσαμε μέσα στην παρεξήγηση και θα πεθάνουμε παρεξηγημένοι». Αυτή είναι η αλήθεια».
Για να υπάρχει η παρεξήγηση γύρω από τη ζωή, πρέπει να υπάρχει και μια εξήγηση. Ποια νομίζετε ότι είναι η εξήγηση της ζωής;
«Δεν έχω ιδέα. Ισως την εξήγηση να μπορούν να τη δώσουν κάποιου τύπου επαγγελματίες… ψυχολόγοι, ψυχίατροι και τέτοια. Εμείς είμαστε ερασιτέχνες της ζωής».
Για τον πατέρα του
«Ο πατέρας μου ήταν υπουργός Δικαιοσύνης του Ελευθερίου Βενιζέλου και μας προόριζε, εμάς τα παιδιά του, να λειτουργήσουμε σαν δική του συνέχεια. Δεν το κάναμε. Ο μεγάλος αδελφός έγινε γιατρός, εγώ πήρα τον κατήφορο κι έγινα σκηνοθέτης».

Για το είδος κινηματογράφου που υπηρέτησε
«Ολες μου οι ταινίες ήταν πολιτικές.Αυτό με κράτησε απέξω από την πολύ όμορφη εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, με την Καρέζη και με όλες αυτές τις ντίβες της εποχής και τον λαϊκό κινηματογράφο. Λαϊκός κινηματογράφος από μένα δεν παρήχθη. Ο δικός μου κινηματογράφος ήταν καταραμένος κατά κάποιον τρόπο. Λίγη κίνηση, λίγα εισιτήρια, λίγα οφέλη για τον παραγωγό, όλα στο λίγο. Ολη τη ζωή μου έτσι την έβγαλα, στο περιθώριο».
«Ο Φίνος, που ήταν φίλος μου, μου είχε πει: «Πάρε τη Βουγιουκλάκη να κάνετε μια ταινία. Θα την πληρώσω εγώ την παραγωγή».Δεν το έκανα».
«Είναι περίεργο που έχω επιζήσει ως σκηνοθέτης. Η πρώτη μου ταινία, που είναι «Η μαγική πόλη», είχε χαλάσει κόσμο».

Εκεί στην ουσία περιγράφετε μια κόλαση.
«Και μια λύτρωση. Αυτό είναι το δίδυμο Κόλαση-Λύτρωση. Μια ταινία με ανέβασε επαγγελματικά και οικονομικά, οι «Μικρές Αφροδίτες», γιατί πήρε πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ στο Βερολίνο».

Για τoν «Δράκο»
«Ηθελα να κάνω ένα τελείως σατιρικό έργο, το οποίο τελικά μού βγήκε δραματικό».
Θέλατε να σατιρίσετε τι;
«Ηθελα να σατιρίσω τον Ελληνα και ότι όλα είναι μια παρεξήγηση. Αλλωστε το θέμα της ιστορίας αυτό ήταν: η παρεξήγηση.
Αναζητώντας τον ηθοποιό για τον «Δράκο», το σκέφτηκα πάρα πολύ, γιατί στην ταινία αυτή ο ηθοποιός είναι τα 9/10. Τελικά είπα στον εαυτό μου ότι αυτός θα είναι ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Οταν το είπα και σε άλλους, μείνανε όλοι άναυδοι».
«Ο Ηλιόπουλος μετά τον «Δράκο»πίστευε ότι αυτή η ταινία ήταν η ταπείνωσή του, γιατί είδε σιγά-σιγά να μεταμορφώνεται σε ένα πρόσωπο που είχε υπάρξει πραγματικά».
Για τη Μελίνα Mερκούρη
«Το είδος της Μελίνας δεν μου πήγαινε. Ετσι όπως ήταν ξανθιά και μάγκισσα, δεν κόλλαγε στο είδος των ταινιών μου».
Ερχεται κάποια στιγμή που λέτε «αν ήμουν είκοσι χρόνια νεότερος θα ήθελα να κάνω αυτή την ταινία πριν πεθάνω»;
«Το είχα το όραμα αυτό πριν από πολλά χρόνια. Ηθελα να κάνω τη Ρόζα Λούξεμπουργκ με τη Μελίνα Μερκούρη».

Σήμερα θα την κάνατε την ταινία, έστω και με άλλη πρωταγωνίστρια;
«Οχι. Θα έκανα την ταινία «Θεοδώρα, η Αγία Πόρνη». Πάντα με γοήτευε η πορεία του ανθρώπου μέσα στο ψυχοκοινωνικό του βασανιστήριο».
Για την πολιτική
«Μικρός ήμουν κουμμουνιστάκι κι εγώ, αλλά αποκολλήθηκα γιατί ήμουν ο πρώτος που κατήγγειλα τον Στάλιν για τις κτηνωδίες του».
«Ο σοφός ελληνικός λαός είναι μια σαχλαμάρα και μισή. Η πολιτική άποψη του Ελληνα διαμορφώνεται στα καφενεία και εκεί δεν είναι πολύ προσωπικά τα συμφέροντα. Η πολιτική άποψη του Ελληνα είναι πολύ προσωπική και ο κάθε βουλευτής που μπορεί να πάρει πεντακόσιες τέτοιες ψήφους καθορίζει τη μοίρα ολόκληρου του ρωμαίικου».

Για τον Μάνο Χατζιδάκι
Αν υποχρέωνα έναν άνθρωπο σαν κι εσάς να αναφερθεί σε ένα και μοναδικό πρόσωπο της ζωής του, ποιο θα ήταν αυτό;
«Ο Μάνος Χατζιδάκις. Ο Μάνος μού βρήκε τα χρήματα για τη «Μαγική πόλη». Κανένας δεν μου έδινε χρήματα τότε, Μακρονησιώτης γαρ, ανεπιθύμητο πρόσωπο. Εγραψε και τη μουσική. Μετά γνωρίστηκαν και οι μανάδες μας και έγιναν φίλες, και μέσα από ένα παράξενο γεγονός τα κόκαλα της μητέρας του μεταφέρθηκαν στον τάφο που ήταν θαμμένη η δική μου μητέρα. Ο Μάνος ήταν για τη ζωή μου ένα πλήρες γεγονός».

Για τις μικρές «παρανομίες»
«Σου μιλάω όλη αυτή την ώρα και το πονηρό μου μάτι είναι καρφωμένο εκεί στο τραπέζι».
Στα τσιγάρα;
«Ναι, γιατί μου τα ‘χουν απαγορεύσει. Δώσε μου όμως ένα».
Χαίρομαι που σας βοηθάω σ’ αυτή τη μικρή παρανομία.
«Αν εσύ χαίρεσαι μία, εγώ χαίρομαι ογδόντα».
Για την τελευταία ταινία του, «Eνα πλοίο για την Παλαιστίνη»
«Εχω να πω κάτι μακάβριο για την τελευταία μου ταινία. Είναι ο αποχαιρετισμός μου. Αποχαιρετώ. Αυτή η τελευταία ταινία είναι ένα αντίο στη ζωή μου, αντίο στον κόσμο που αγάπησα και με αγάπησε, αντίο στην τέχνη που θεράπευσα τόσα χρόνια… Δηλαδή ένα αντίο».
Για την εξορία στο Παρίσι

Φεύγοντας από ‘δώ με τη χούντα και φτάνοντας στο Παρίσι, είχατε κάποιον να χτυπήσετε την πόρτα να σας φιλοξενήσει;

«Ναι, είχα. Ηταν η Μαργαρίτα η Λυμπεράκη, συγγραφέας, η οποία με μάζεψε στο σπίτι της. Είχε μαζέψει και τον Ελύτη και μας στέγαζε σ’ ένα δωματιάκι μιας πολυκατοικίας στο Παρίσι».
Ο Ελύτης, ως ποιητής, πώς αντιμετώπισε το ότι υπήρχε δικτατορία στην Ελλάδα;
«Θα σας πω κάτι αστείο. Τρόμος, πανικός, δεν έβγαινε από το σπίτι και ήθελε συνέχεια ντομάτες και αγγουράκια να κάνει σαλάτα και με έστελνε συνέχεια να του τα πάρω γιατί ο ίδιος δεν ήθελε να κατέβει στον δρόμο, ούτε καν στο Παρίσι. Υστερα από κάποιο διάστημα, όταν άρχισαν να έρχονται κάποιοι έλληνες φοιτητές στο σπίτι, ξεθάρρεψε και άρχισε να πηγαίνει σ’ ένα καφενείο που υπήρχε εκεί τριγύρω».
Στη διάρκεια της παραμονής σας στο Παρίσι, τι θυμάστε πιο πολύ;
«Τον Μάη του ’68. Ηρθαν έλληνες φοιτητές έξω από το σπίτι και με πήραν μαζί τους να πάμε να διαδηλώσουμε. Ηξερα ποια είναι τα αιτήματα, αλλά από την άλλη δεν ήξερα ούτε λέξη γαλλικά, και είχε πλάκα γιατί όταν φώναζαν τα συνθήματα προσπαθούσα απλά να μιμηθώ τις λέξεις.
Το άλλο που θυμάμαι είναι όταν κάποια στιγμή μάθαμε ότι η Ορχήστρα του Λένινγκραντ θα πήγαινε στην Ελλάδα να δώσει μια συναυλία. Αυτό ήταν μεγάλη ταπείνωση για εμάς. Σοβιετικοί θα πάνε στην Ελλάδα; Εμείς δεν θα το δεχόμασταν. Πήγα στον πρέσβη της Σοβιετικής Ενωσης στο Παρίσι κι εκείνος μου είπε ότι την επόμενη μέρα έφευγε ένα αεροπλάνο Τουπόλεφ για τη Μόσχα και ότι ήταν καλύτερα να πάω εκεί για να καταθέσω απευθείας τις ενστάσεις μου. Του είπα ότι είχα και τη Μελίνα μαζί και μου απάντησε ότι μαζί της θα ήταν ακόμα καλύτερα. Πετάξαμε λοιπόν την άλλη μέρα και φτάνοντας αντί να προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο της Μόσχας προσγειωθήκαμε σε ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο. Και τότε έγινε κάτι πολύ αστείο. Επειδή η Μελίνα ήταν αυτή που ήταν, φτιάχτηκε, χτενίστηκε και ετοιμάστηκε να βγει στους δημοσιογράφους και στα φλας. Οταν άνοιξε η πόρτα, βγήκαμε σε κάτι χωράφια μέσα στα σκοτάδια. Τελικά με διάφορες συναντήσεις καταφέραμε να μη γίνει η συναυλία της Ορχήστρας του Λένινγκραντ στην Ελλάδα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ