Santiago Gamboa
Νυχτερινές ικεσίες

Μετάφραση Βασιλική Κνήτου
Εκδόσεις Πόλις, 2017
σελ. 400, τιμή 17,10 ευρώ

Είναι υπερβολικό το να εξισώνει ή ακόμη και να συγκρίνει κανείς τον νεότερο κολομβιανό πεζογράφο Σαντιάγο Γκαμπόα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τον κορυφαίο από τους εκπροσώπους του λατινοαμερικανικού κινήματος (αν μπορούμε να το αποκαλούμε «κίνημα») που είναι γνωστό ως el boom. Την παράδοση του el boom ωστόσο συνεχίζει ο Γκαμπόα, και στα μυθιστορήματά του διακρίνει κανείς κάποια από τα ειδοποιά γνωρίσματά του: τις πολλαπλές εκδοχές της ιστορίας μέσω των πρωταγωνιστών της, την έμφαση στον κοινωνικό και τον ιστορικό της χαρακτήρα και την ιδιότυπη χρήση του αφηγηματικού χρόνου, ο οποίος δεν είναι γραμμικός.

Η παράδοση που δημιούργησαν οι κορυφαίοι εκπρόσωποι του el boom στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 (ο Χούλιο Κορτάσαρ, ο Κάρλος Φουέντες, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και ο Μάριο Βάργκας Λιόσα) υπήρξε καθοριστική στο έργο του Γκαμπόα και ιδίως στο τελευταίο του μυθιστόρημα Νυχτερινές ικεσίες που κυκλοφορεί τώρα και στη γλώσσα μας. Είναι, όπως και τα προηγούμενα βιβλία του, ένα μυθιστόρημα νουάρ, μια περιπέτεια και ένα «δοκίμιο» κοινωνικής κριτικής.


Αναζητώντας την αδελφή
Ο 27χρονος Μανουέλ Μανρίκε από την Κολομβία συλλαμβάνεται στην Μπανγκόκ, πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης, για διακίνηση ναρκωτικών. Πώς βρέθηκε εκεί; Ηταν ο προτελευταίος του σταθμός ενός ταξιδιού αναζήτησης της αδελφής του Χουάνας που είχε εξαφανιστεί πριν από τέσσερα χρόνια. Τους λόγους της εξαφάνισης θα τους μάθουμε αργότερα. Η Χουάνα είναι η μεγαλύτερη αδελφή του Μανουέλ, που τον αγαπούσε και τον προστάτευε. Πίστευε πως στην Μπογκοτά, όπου ζούσαν, ο Μανουέλ όχι μόνο δεν θα είχε μέλλον, αλλά και θα κινδύνευε. Τον κίνδυνο θα τον αναλάμβανε η ίδια. Προκειμένου να συγκεντρώσει όσα χρήματα χρειαζόταν ο αδελφός της για να φύγει στο εξωτερικό, έγινε πόρνη πολυτελείας, με αποτέλεσμα να εμπλακεί στην κοινωνία των εμπόρων ναρκωτικών αλλά και των διεφθαρμένων πολιτικών της εποχής. Σύντομα όμως συνειδητοποιεί πως και η δική της ζωή βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο –και εξαφανίζεται, όχι μόνο για να σωθεί η ίδια αλλά και για να προστατέψει τον αδελφό της.
Η αγάπη ανάμεσα στα δύο αδέλφια είναι τόσο ισχυρή ώστε ο Μανουέλ αποφασίζει κάποια στιγμή να αναζητήσει, να βρει και να συναντήσει την αδελφή του, να μάθει για ποιον λόγο εξαφανίστηκε και τι συνέβη στο μεταξύ. Την περιπέτεια αυτή της αναζήτησης τη μαθαίνουμε μέσω του ενός εκ των δύο πρωταγωνιστών στο μυθιστόρημα, ο οποίος εκτελεί χρέη γενικού προξένου της Κολομβίας στο Νέο Δελχί και οι αρμοδιότητές του καλύπτουν θέματα που σχετίζονται με την Ταϊλάνδη. Ειδοποιείται υπηρεσιακώς ότι ένας κολομβιανός πολίτης έχει συλληφθεί, και ταξιδεύει στην Μπανγκόκ προκειμένου να τον βοηθήσει, όσο επιτρέπουν οι συνθήκες και το σκληρό δικαστικό σύστημα της Ταϊλάνδης. Γιατί αν μεν ο Μανουέλ ομολογήσει, η ποινή του θα είναι φυλάκιση τριάντα ετών. Αν όμως αρνηθεί, τότε θα τον εκτελέσουν. (Ο τρόπος που περιγράφει ο Γκαμπόα το καθεστώς στις φυλακές της χώρας θα φέρει στον νου των αναγνωστών σκηνές από εκείνη την παλαιά συγκλονιστική ταινία Το εξπρές του μεσονυκτίου.)
Ο Μανουέλ αφηγείται στον πρόξενο τα παιδικά του χρόνια, τη σχέση του με την αδελφή του, την οικογένειά του, τον αδιάφορο πατέρα του και την κοινωνία της Κολομβίας. Ο πρόξενος, που είναι και γνωστός συγγραφέας, θα προσπαθήσει κι αυτός, μέσω των φίλων και γνωστών του, να βρει τη Χουάνα και να κανονίσει να συναντηθούν τα δύο αδέλφια. Και τα καταφέρνει. Αλλά το δραματικό τέλος που ακολουθεί δεν πρέπει να το αποκαλύπτει κανείς, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα το οποίο είναι, εν μέρει τουλάχιστον, θρίλερ. Οι σχετικές σελίδες με τις οποίες ολοκληρώνεται η αφήγηση είναι από τις συγκινητικότερες κι αφήνουν στον αναγνώστη μια πικρή γεύση.


Αφήγηση σε πολλά επίπεδα
Η ιστορία κινείται σε πολλά και διαφορετικά μέρη: στην Μπογκοτά, στην Τεχεράνη, στο Νέο Δελχί, στο Τόκιο, στην Μπανγκόκ. Το περιβάλλον και η ατμόσφαιρα των πόλεων αυτών περιγράφονται με μαεστρία από τον συγγραφέα, καθώς συνδυάζονται με το στοιχείο της περιπέτειας αλλά και τον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο των πρωταγωνιστών του, του γενικού προξένου, του Μανουέλ, της Χουάνα. Και βέβαια δίνει την ευκαιρία στον Γκαμπόα να ασκήσει κοινωνική κριτική και να μας δώσει και ορισμένους δευτερεύοντες αλλά εξαιρετικά έκτυπους χαρακτήρες. Να παρουσιάσει την ιαπωνική κοινωνία που είναι μεν διαφορετική από τις δυτικές, άλλα όχι όσο πιστεύουμε, την κοινωνία της Κολομβίας, με τη μεσαία της τάξη να συνθλίβεται ανάμεσα στο οργανωμένο έγκλημα και την κρατική διαφθορά, το φοβερό δικαστικό σύστημα της Ταϊλάνδης, και της παιδικής πορνείας σε μια χώρα η οποία ευφημιστικά αποκαλείται «χώρα του χαμόγελου», όπου όμως μπροστά στον βασιλιά, που θεωρείται ιερό πρόσωπο, οι πολίτες όχι απλώς γονατίζουν αλλά ξαπλώνουν μπρούμυτα όταν περνά.


Τα διακειμενικά στοιχεία
Τα διακειμενικά στοιχεία στις Νυχτερινές ικεσίες δεν είναι διόλου λίγα. Κι όχι μόνον επειδή τόσο ο Μανουέλ όσο και ο γενικός πρόξενος είναι άνθρωποι της κουλτούρας. Τα βιβλία που διαβάζει ο Μανουέλ λειτουργούν ως στοιχεία της προσωπικότητάς του, η οποία λειτουργεί, θα έλεγα, ως παραθλαστική εικόνα ενός Ρεμπό, μεταφερμένη στον 21ο αιώνα. Το δισέλιδο κεφάλαιο με τίτλο «Μονόλογοι της Διαδικτυακής» (σελ. 346-347) –για να αναφέρω το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα –αποτελεί παράφραση μέρους του πασίγνωστου Μια εποχή στην Κόλαση του Ρεμπό –και ο ειδοποιημένος αναγνώστης το διαπιστώνει πολύ εύκολα.
Ολα αυτά όμως δεν είναι πεποιημένα και δεν λειτουργούν παρενθετικά. Ενσωματωμένα στη δράση και την ατμόσφαιρα, αποτελούν οργανικά στοιχεία της αφήγησης και φωτίζουν τον ψυχισμό και την προσωπικότητα των πρωταγωνιστών της. Το ότι η λογοτεχνία του παρελθόντος μπορεί να συνιστά αφηγηματικό υλικό εξίσου σημαντικό με τις άλλες εμπειρίες είναι πεποίθηση πολλών νεότερων συγγραφέων τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στην Ευρώπη (τελευταία και στη χώρα μας). Κατά κάποιον τρόπο συνιστούν την απάντηση της λογοτεχνίας στη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση». Αυτό έχει δώσει άλλες διαστάσεις στην τέχνη του μυθιστορήματος αποδεικνύοντας πως παρ’ όλες τις δυσοίωνες προβλέψεις κάποιων θεωρητικών, το δημοφιλέστερο λογοτεχνικό είδος δεν έχει πεθάνει, όπως αποδεικνύει το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Γκαμπόα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ