Είναι και πάλι θέμα πρώτης γραμμής. Δίπλα στον Ντόναλντ Τραμπ, το brexit και το προσφυγικό, η Ελλάδα ξαναμπήκε στο επίκεντρο της γερμανικής δημοσιότητας. Αυτό συνοδεύεται τελευταία από μια ευμενέστερη στάση των κυβερνητικών κομμάτων, των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών, έναντι της Αθήνας.
Ο χριστιανοδημοκράτης υπουργός οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ανακάλυψε αίφνης, ότι «η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο», ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός εξωτερικών και αντικαγκελάριος Σίγκμαρ Γκάμπριελ, ότι ο πλέον ωφελημένος από το τρίτο πρόγραμμα βοήθειας δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Γερμανία. Ανάποδος κόσμος: Την ίδια ώρα, η συμπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας της Linke (Αριστεράς) Σάρα Βάγκενκνεχτ απαιτούσε, «προς όφελός των Ελλήνων», όπως έλεγε, το grexit, την έξοδό της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Όλοι και όλα αλλάζουν στη Γερμανία ενόψει των εκλογών του ερχόμενου Σεπτεμβρίου –μόνο η «Bild Zeitung» παραμένει η ίδια. Το λαϊκίστικο ταμπλόιντ παρακολουθεί με βλέμμα Κέρβερου τις κινήσεις των «φαλιρησμένων Ελλήνων» και επιμένει στην έξωσή τους από την ευρωπαϊκή κοινότητα. Ταυτόχρονα επιτιμά με τον πιο σκαιό τρόπο τους αντιπάλους της. Τα βόλια παίρνουν και τον μέχρι πρότινος «άγιό» της, τον κ.Σόιμπλε, που τον κατηγορεί για άτακτη υποχώρηση. «Ο υπουργός της στροφής –Ξαφνικά ο Σόιμπλε εξωραϊζει το θέμα της χρεοκοπίας των Ελλήνων», γράφει. «Ο λόγος γι αυτό: προεκλογική τακτική!».
Το ότι ο προεκλογικός αγώνας επενεργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τον κ.Σόιμπλε, δεν ξαφνιάζει. Πίσω από τη «στροφή» του κρύβεται προφανώς ένας πολιτικός υπολογισμός που λέει απλά, ότι η χρήση του grexit –προς το παρών τουλάχιστον –«δεν συμφέρει». Όχι μόνο επειδή προέχουν άλλα, πολύ πιο κρίσιμα θέματα, όπως το brexit, αλλά και επειδή η απλή αναφορά στην Ελλάδα στρέφει ενστικτωδώς πολλούς ψηφοφόρους κατά των κομμάτων, που ψήφισαν υπέρ της οικονομικής της υποστήριξης. Η «Bild-Zeitung», αντίθετα, που ήταν ανέκαθεν εναντίον κάθε βοήθειας, έχει την άνεση να κάνει καμπάνιες κατά το δοκούν υπέρ του grexit, ξέροντας, όπως έδειξε πρόσφατη δημοσκόπηση, ότι έχει πίσω της το 53% των ψηφοφόρων.
Κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει φυσικά ότι ο προεκλογικός αγώνας θα κυλήσει χωρίς αναφορές στο θέμα. Και μόνο το γεγονός, ότι η ξενοφοβική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), καθώς και το κόμμα των Φιλελευθέρων FDP, που ετοιμάζονται, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, να μπουν στην επόμενη Βουλή, το έχουν κάνει ήδη σημαία, δείχνει, ότι και τα κυβερνητικά κόμματα θα υποχρεώνονται να παίρνουν συχνά θέση σε αυτό. Αν αυτό εκφυλιστεί σε «grexitoμανία» είναι ακόμα νωρίς να ειπωθεί. Η ιδέα του grexit συνεχίζει να υποθάλπεται όμως, έστω και σιωπηρά, από τον «απρόβλεπτο» υπουργό οικονομικών. «Από τον Σόιμπλε όλα να τα περιμένεις» έλεγε ραδιοσχολιαστής. «Αν μυριστεί, ότι το θέμα του αποφέρει πόντους, δεν αποκλείεται να το επαναφέρει στην προεκλογική του εκστρατεία». Αυτό όμως υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει την έγκριση της κ.Μέρκελ, η οποία είναι μεν κατηγορηματικά εναντίον της έξωσης, δεν την αποκλείει όμως, όπως έδειξε στο παρελθόν, ως μέσο πίεσης προς την Ελλάδα, η ως προεκλογικό δόλωμα.
Προς το παρόν πάντως, εκείνο που κυριαρχεί στο Βερολίνο είναι μια ιδιότυπη αυτοσυγκράτηση. Αυτή οφείλεται προφανώς και στις αμφιβολίες που εγείρονται πλέον για την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων βοήθειας. Τα μέσα ενημέρωσης πρωτοπορούν σε αυτό. Το περιοδικό «Der Stern» και η εφημερίδα «Sueddeutsche Zeitung», για παράδειγμα, αποφάνθηκαν στα μέσα της εβδομάδας ότι ο υπαίτιος της αποτυχίας τους, που διαρκεί ήδη επτά συναπτά έτη, δεν είναι ούτε η κακή εφαρμογή τους από όλες τις μέχρι τώρα μνημονιακές κυβερνήσεις, ούτε η λανθασμένη δοσολογία τους (πολλή λιτότητα, λίγη ανάπτυξη), αλλά το ίδιο το μοντέλο. Από κυβερνητικά χείλη βέβαια δεν ακούγεται κουβέντα γι αυτό. «Μην περιμένετε νύξη πριν τις εκλογές» έλεγε με νόημα κυβερνητική πηγή. Παράλληλα ωστόσο παρατηρείται αυξανόμενος προβληματισμός, τόσο στα κόμματα, όσο και στο υπουργείο οικονομικών.
Το υπόλοιπο είναι ημίμετρα, όπως αυτά που προέκυψαν από τον συμβιβασμό μεταξύ της διευθύντριας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ και της Άνγκελα Μέρκελ την περασμένη Τετάρτη στο Βερολίνο. Ο συμβιβασμός αυτός αποτελεί, σύμφωνα με την ίδια πηγή, νίκη της γερμανικής διπλωματίας, αφού η κ.Λαγκάρντ αναγκάστηκε να παραιτηθεί (προς το παρόν τουλάχιστον) από τη βασική της αξίωση, το «κούρεμα» του χρέους, και να αρκεστεί στην απλή επιμήκυνση του.
Όμως ότι έχασε στο Βερολίνο, το είχε κερδίσει προηγουμένως και με το παραπάνω στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, όπου επέβαλε όλες σχεδόν τις αξιώσεις της εις βάρος της ελληνικής κυβέρνησης –μείωση του αφορολόγητου, περικοπή των συντάξεων και πάει λέγοντας. «Η Αθήνα έπαιξε το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος» λέει η ίδια πηγή. Με στόχο, όπως έγραψε η «Frankfurter Allgemeine Zeitung», «να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα».
Χάρη σε αυτή τη συμμετοχή αλλάζει έτσι, φαινομενικά τουλάχιστον, και η κατεύθυνση του προγράμματος. Το σύνθημα είναι τώρα, σύμφωνα με τον αναλυτή Ρόμπιν Αλεξάντερ, «λιγότερη λιτότητα, περισσότερες μεταρρυθμίσεις». Μόνο που ούτε κι αυτό έχει σταθερό υπόβαθρο, αφού το πρώτο σκέλος του, που έχει αθηναϊκή σφραγίδα, αναιρείται από το δεύτερο, τις μεταρρυθμίσεις, που είναι επίσης διαποτισμένες από το πνεύμα της λιτότητας.
Όλα δείχνουν λοιπόν, ότι η Αθήνα συνεχίζει να βαδίζει πάνω σε κινούμενη άμμο. Ο βασικός λόγος γι αυτό είναι, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής CEP στο Φράιμπουργκ, η ακόμη ανύπαρκτη πιστοληπτική της ικανότητα. Αυτό οφείλεται, κατά τους συγγραφείς της μελέτης, τόσο στην έλλειψη επενδύσεων και τη συνεχή εκροή κεφαλαίων στο εξωτερικό, όσο και στο γεγονός, ότι μόνο ο μισός πληθυσμός πληρώνει φόρους (λόγω του μεγάλου ύψους του αφορολόγητου). Μια βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, προσθέτουν, δεν θα υπάρξει, όσο η Αθήνα φρενάρει τις αναγκαίες δομικές μεταρρυθμίσεις.
Για το τεράστιο χρέος, που αποτελεί τη «μητέρα του κακού», οι συγγραφείς δεν κάνουν λόγο. Ούτε και για «κούρεμα», όπως το ζητά το ΔΝΤ. Αυτό έχει περάσει παντού σε τρίτη μοίρα, παρόλο που αρκετοί γερμανοί βουλευτές το κατατάσσουν στα των ουκ άνευ για την εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας. Ο χριστιανοδημοκράτης Νόρμπερτ Μπράκμαν, για παράδειγμα, δηλώνει ότι μετά τις γερμανικές εκλογές θα το υποστήριζε, αν ήταν σίγουρος ότι αυτό δεν θα έδινε αφορμή στην Αθήνα, να συνάψει νέα χρέη. Και ο σοσιαλδημοκράτης συνάδελφός του Έβαλντ Σούρερ βεβαιώνει, ότι το κόμμα του θα ζητήσει το 2018 «κούρεμα» της τάξης του 30%.
Όλα αυτά είναι όμως προς το παρόν άπιαστα όνειρα. Το μόνο που «κουρεύθηκε», αντίθετα, τις τελευταίες ημέρες ήταν οι ελπίδες της Αθήνας για ένα χειροπιαστό «κούρεμα». Άδηλο, αν, πότε και κατά πόσο θα γίνει αυτό πράξη.