«Παλιά έβγαινες να πιεις έναν καφέ και περνούσες καλά. Τώρα βγαίνεις για να ανταλλάξεις προβλήματα» μου έλεγε πρόσφατα μια γνωστή. H φιλία στη σημερινή Ελλάδα υφίσταται την υπονόμευση που μαστίζει όλες ανεξαιρέτως τις σχέσεις. Εχει καταντήσει και αυτή «μετα-φιλία» (κατά το «μετα-αλήθεια»). Το βέβαιο είναι ότι δεν βρίσκει τόπο να ανθήσει (εκτός και αν είσαι 0-18 ετών). Η καθημερινότητα είναι τόσο ασφυκτικά πυκνή ώστε δεν μένει ο απαραίτητος ζωτικός χώρος που χρειάζεται μια σχέση για να διατηρήσει το δικό της joie de vivre –εκείνο το μυσταγωγικό μείγμα χαράς / χαζολογήματος / κοινού βιώματος / ταύτισης –που την κρατά αβίαστα ζωντανή μέσα στον χρόνο. Τι μπορείς να χτίσεις επάνω σε αυτήν την αέναη ανταλλαγή συμφορών; («Απολύθηκες;», «Η μητέρα του είναι στο νοσοκομείο», «Χωρίζουμε», «Πληρώνεστε;» κ.ο.κ.). Μόνο η μνήμη είναι εκεί, λυσίπονη και ευεργετικά μακρινή, για να τροφοδοτεί από καιρού εις καιρόν αυτό που οικοδομήθηκε μετά ζήλου κάποτε. Οταν όμως η καθημερινότητα είναι τόσο δυσβάσταχτη ή η μνήμη τόσο ασθενής, ο φιλικός δεσμός διαρρηγνύεται στο πι και φι, με μια λάθος κουβέντα, μια απλή δυσθυμία, ένα κακό timing ή ένα δημοψήφισμα που συγκεραίνει όλα τα παραπάνω.
Είναι και αυτή η απεχθής διάθλαση της φιλίας μέσα από την τεχνολογία: οι ψυχαναγκαστικοί, επιδειξιμανείς ή αδιάφοροι φίλοι σου στο Facebook, τα αιτήματα φιλίας που δημιουργούν την αυταπάτη αλλά σπανίως την ουσία, τα παγερά SMS (με τα οποία σκοτώνεις χρόνο όταν στέκεσαι στην ουρά του ΑΤΜ), ο κυνισμός και η ανερυθρίαστη χρησιμοθηρία σου (διατί να το κρύψωμεν άλλωστε, τα social media είναι ως επί το πλείστον πλατφόρμες ποσταρίσματος / μοστραρίσματος «φίλων» που απλά ενισχύουν την εικόνα σου). Τουλάχιστον, η ψηφιακή φιλία δεν έχει υπερβολικές απαιτήσεις. Μόνο να είσαι ενήμερος για το feed των λογαριασμών σου χρειάζεται. Ούτε να σπεύδεις, ούτε να ακούς, ούτε να συμπάσχεις.
Με αυτά και με αυτά έχει σχεδόν λησμονηθεί περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Οι περισσότεροι έχουν φτάσει πλέον στο σημείο να αδυνατούν να ξεχωρίσουν τις αληθινές φιλίες από τις φιλίες-μαϊμού, μια σύγχυση που, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι απότοκο εγγενούς αισιοδοξίας ή εγωκεντρισμού. «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούν ότι εκείνοι που οι ίδιοι θεωρούν φίλους δεν κάνουν το ίδιο» έλεγε προ ολίγων μηνών στους «New York Times» ο Αλεξ Πέντλαντ, ερευνητής κοινωνικής υπολογιστικής στο ΜΙΤ, εκ των συντακτών της πρόσφατης έρευνας «Είσαι φίλος των φίλων σου;», η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «PLοS one». Η μελέτη διερεύνησε τα όρια της φιλίας σε ένα δείγμα 84 ατόμων (ηλικίας 23 έως 38 ετών) που σπούδαζαν Διοίκηση Επιχειρήσεων. Ζητήθηκε από τον καθένα να ταξινομήσει τους υπολοίπους σε μια κλίμακα φιλίας, η οποία κυμαινόταν από το «Αυτό το άτομο δεν το γνωρίζω» μέχρι το «Ενας από τους καλύτερούς μου φίλους». Υπήρχε χαοτικό κενό όσον αφορά την αμοιβαιότητα των αισθημάτων. Τα αισθήματα ήταν όντως αμοιβαία σε ποσοστό 53% αλλά η προσδοκία της αμοιβαιότητας άγγιζε το συντριπτικό 94%. Απλούστατα, διότι πολύ συχνά θεωρείς ότι κάποιος είναι φίλος σου και εκείνος όχι. «Είναι δύσκολο να περιγράψεις τη φιλία» θα συμπληρώσει ο Αλέξανδρος Νεχαμάς, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πρίνστον και συγγραφέας του βιβλίου «On Friendship». Αναμφίβολα, τονίζει, όχι ένα μέσο για να αναρριχηθείς κοινωνικά, να εξασφαλίσεις για το καλοκαίρι μία πρόσκληση σε ένα σπίτι στη Νάξο ή για να διασκεδάσεις την πλήξη σου. Η φιλία, κατά τον Νεχαμάς, είναι σαν την ομορφιά ή την τέχνη: κάτι που πρέπει «να εκτιμάται για αυτό που είναι».
Αναμφίβολα, στην Ελλάδα της κρίσης και της μετα-φιλίας, χρειάζεται να παλέψεις λίγο περισσότερο για να θυμηθείς ποιοι είναι τελικά οι φίλοι σου. Και πολύ περισσότερο για να θωρακίσεις τη σχέση σας από την υπερπληθώρα συμφορών και ανούσιων posts, να την προστατέψεις από τις ανασφάλειές σου, τη ναρκισσιστική «αυτάρκειά» σου, την έλλειψη χρόνου ή απλά την αδιαφορία σου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ