Κατά τη διάρκεια της δεύτερης συνέντευξης Τύπου που παραθέτει ο ΣΦΕΕ για το θέμα, σε διάστημα δύο μηνών, καταγγέλλει ότι το υπουργείο Υγείας έχει περιοριστεί σε προφορικές ανακοινώσεις σχετικά με τις προθέσεις για τη νέα φαρμακευτική πολιτική της χώρας σε επαφή που είχε με αντιπροσωπεία του συνδέσμου στις 19 Ιανουαρίου.
Τα σχέδια αυτά προβλέπουν, σύμφωνα με τον ΣΦΕΕ, την είσοδο στο ελληνικό σύστημα αποζημίωσης των νέων φαρμάκων για σοβαρές και χρόνιες παθήσεις, αφού πρώτα αυτά θα έχουν αξιολογηθεί θετικά σε έξι ευρωπαϊκές χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία, Σουηδία και Ισπανία) οι οποίες διαθέτουν σύστημα Αξιολόγησης Τεχνολογίας Υγείας (HTA).
«Αυτό πρακτικά σημαίνει καθυστέρηση δύο ως και τέσσερα χρόνια για να έρθει μια καινοτόμος θεραπεία στην Ελλάδα, και μάλιστα για ανθρώπους που δεν έχουν την πολυτέλεια του χρόνου να περιμένουν. Επίσης, κάθε χώρα αξιολογεί και εντάσσει στο σύστημα της φάρμακα, ανάλογα με τις δικές τις νοσολογικές ανάγκες και τα δικά της ξεχωριστά δημογραφικά χαρακτηριστικά. Πως λοιπόν η Ελλάδα θα αποζημιώσει ένα νέο φάρμακο για τη μεσογειακή αναιμαία για παράδειγμα, όταν η Σουηδία δεν έχει αξιολογήσει ένα τέτοιο σκεύασμα αφού δεν την αφορά η πάθηση; Πως θα βρει στοιχεία για την αξιολόγηση φαρμάκων στην Ιταλία και την Ισπανία, όταν οι χώρες αυτές δεν δημοσιοποιούν τέτοιου είδους πληροφορίες;», εξήγησε ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ, Πασχάλης Αποστολίδης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το ελληνικό υπουργείο Υγείας δεν διευκρινίζει τι σημαίνει πρακτικά η θετική αξιολόγηση στις έξι χώρες, δηλαδή αν πρόκειται για μερική ή ολική αποζημίωση. «Ο ρόλος της αξιολόγηση στις χώρες αυτές είναι συμβουλευτικός και όχι καθοριστικός για την είσοδο του σκευάσματος στο σύστημα Υγείας. Αντίθετα, στην Ελλάδα έτσι όπως αφήνει το υπουργείο Υγείας να εννοηθεί, η αξιολόγηση θα παίζει καταλυτικό ρόλο στο αν θα αποζημιώνεται το φάρμακο ή όχι», εξήγησε.
Ακόμα, ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ διερωτήθηκε ποια η αναγκαίοτητα του συστήματος των έξι χωρών όταν η Ελλάδα έχει μνημονιακή υποχρέωση να αποκτήσει Επιτροπή Αξιολόγησης Τεχνολογίας Υγείας μέχρι το τέλος του 2017. «Η Πολιτεία πρέπει να αποφασίσει με δικά της κριτήρια, βάσει δημογραφικών χαρακτηριστικών και νοσολογικής συχνότητας, ποια φάρμακα χρειάζεται να έχει και ποια όχι. Ή τουλάχιστον να συγκρίνεται με όμοιες χώρες», τόνισε.
Να σημειωθεί ότι ο καθηγητής της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου, Πάνος Καναβός, σε πρόσφατη γνωμοδότησή του για το θέμα έχει υπογραμμίσει ότι «είναι αδύνατη η εφαρμογή μιας τέτοιας ρύθμισης, καθώς οι χώρες που προτείνονται έχουν πολύ διαφορετικές διαδικασίες με σημαντικές ανομοιότητες στον τρόπο που εφαρμόζουν τον μηχανισμό HTA και επιπλέον δεν αξιολογούνται όλα τα φάρμακα σε αυτές τις χώρες».
Επίσης, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στην Ελλάδα απαιτούνται σήμερα κατά μέσο όρο 21 μήνες για να εγκριθεί ένα νέο φάρμακο, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 3,9 μήνες. Την τριετία 2014-16 κυκλοφόρησαν στη χώρα μας 43 νέα φάρμακα που αφορούν στον καρκίνο και άλλες σπάνιες παθήσεις, εκ των οποίων σύμφωνα με τον ΣΦΕΕ κανένα δεν πληροί την προϋπόθεση θετικής αξιολόγησης HTA από τις έξι χώρες που προτείνει το υπουργείο Υγείας.
Τέλος, ο ΣΦΕΕ υποστηρίζει ότι και τα άλλα προτεινόμενα μέτρα πλήττουν τη βιωσιμότητα του κλάδου Φαρμάκου καθώς η φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα έχει υποστεί μείωση, τα τελευταία χρόνια, κατά 60%, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σήμερα κάτω από το 50% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Για το 2017, η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη έχει καθοριστεί στα 550 εκατ. ευρώ, ενώ απεδείχθη περίτρανα το 2016 ότι ο κλειστός προϋπολογισμός των 570 εκατ. ευρώ είχε οριστεί αυθαίρετα αφού η πραγματική δαπάνη ανήλθε σε περίπου 853 εκατ. ευρώ, δηλαδή 49,6% (283 εκατ.) υψηλότερα από το όριο του κλειστού προϋπολογισμού. Την ανεξέλεγκτη υπέρβαση την καλύπτουν από τη μία οι ασθενείς (από το 9% το 2009 η μέση συμμετοχή ανήλθε στο 26% το 2015) και από την άλλη οι εταιρίες, που με τις υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές να χρηματοδοτούν το 25% των φαρμακευτικών δαπανών. Δηλαδή, τη χρήση ενός στα τέσσερα φάρμακα την καλύπτει ο φαρμακευτικός κλάδος.
Μαίρη Μπιμπή