Η άποψη ότι ο μπαμπάς μεταφέρει στα τέκνα του μόνο το γενετικό υλικό του και… τέρμα έχει αρχίσει να καταρρέει το τελευταίο διάστημα μέσω νέων ερευνητικών στοιχείων. Τώρα, μελέτη που διεξήχθη από ειδικούς του Πανεπιστημίου Monash, του Πανεπιστημίου George Washington και του ισπανικού Ινστιτούτου Ερευνας Doñana Biological Station έρχεται να προστεθεί στα επιστημονικά ευρήματα που δείχνουν πως παράγοντες όπως η διατροφή του πατέρα μπορεί να έχουν ισχυρή επίδραση στην αναπαραγωγική ικανότητα των γιων του.
Οι επιστήμονες είχαν ως στόχο να ανακαλύψουν αν το διατροφικό ιστορικό των πατεράδων έχει επίδραση στους γιους τους. Για να το επιτύχουν διεξήγαγαν πειράματα σε μύγες του ξιδιού ή δροσόφιλες (Drosophila melanogaster), το γενετικό υλικό των οποίων διαθέτει παρόμοια μονοπάτια και χαρακτηριστικά με εκείνο των ανθρώπων.
Οπως σημείωσε μία εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης, η δρ Σουζάν Ζάτζιτσεκ από τη Σχολή Βιολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Monash, τα αποτελέσματα τονίζουν τη σημασία που έχει η πατρική διατροφική συμπεριφορά στις μελλοντικές γενιές, ακόμη και πολύ πριν ο άνδρας αποκτήσει παιδιά. «Είδαμε ότι τα αρσενικά που μεγάλωσαν ακολουθώντας διατροφή είτε με πολλές είτε με λίγες πρωτεΐνες αλλά πέρασαν την ενήλικη ζωή τους ακολουθώντας μια «μέση» διατροφή έφεραν στον κόσμο αρσενικούς απογόνους οι οποίοι παρουσίαζαν μεγάλες διαφορές στη γονιδιακή έκφραση, γεγονός που πιθανότατα συνέβαλε στις διαφορές που παρουσιάστηκαν και στην «ανταγωνιστικότητα» των σπερματοζωαρίων αυτών των απογόνων» είπε η ειδικός. Προσέθεσε ότι «όπως προέκυψε, οι πατεράδες της «υψηλής πρωτεΐνης» γεννούσαν γιους οι οποίοι εμφάνιζαν πολύ… ανταγωνιστικό σπέρμα. Αυτό σημαίνει ότι τα σπερματοζωάρια των αρσενικών απογόνων ήταν πολύ πιθανότερο να νικήσουν στον συναγωνισμό με τα σπερματοζωάρια άλλων αρσενικών όταν βρίσκονταν μέσα στον θηλυκό αναπαραγωγικό σωλήνα».
Σύμφωνα με την ερευνήτρια, διαφορές μεταξύ πατεράδων που ακολουθούσαν διαφορετικά διατροφικά μοτίβα εμφανίστηκαν και σε ό,τι αφορούσε πολλές άλλες σημαντικές λειτουργίες του οργανισμού. «Τα γονίδια της ανοσολογικής απόκρισης ήταν λιγότερο δραστήρια στους γιους των οποίων οι πατεράδες κατανάλωναν λίγη πρωτεΐνη. Την ίδια στιγμή μεταβολικές και αναπαραγωγικές διεργασίες εμφανίζονταν πιο ενισχυμένες στους γιους των πατεράδων οι οποίοι ακολουθούσαν διατροφή πλούσια σε πρωτεΐνη».
Η νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Biology Letters» είναι μια από τις λίγες μέχρι σήμερα που έχουν δείξει πως υπάρχουν οργανικές επιδράσεις που περνούν από τη μια γενιά στην άλλη και οι οποίες σχετίζονται με την ποιότητα της διατροφής. Είναι επίσης μια από τις πρώτες που συνδέουν την πατρική διατροφή με την αναπαραγωγική ικανότητα των γιων.
Πολλά «πατρικά» λιπαρά, κίνδυνος για διαβήτη
Μια άλλη πρόσφατη μελέτη επιστημόνων από διαφορετικά ερευνητικά ιδρύματα της Κίνας που δημοσιεύθηκε πέρυσι στην επιθεώρηση «Science» διερεύνησε τη σύνδεση μεταξύ της πατρικής διατροφής με πολλά λιπαρά και της επίδρασης στους απογόνους. Στο πλαίσιο της μελέτης η ερευνητική ομάδα έβαλε μια ομάδα αρσενικών ποντικών να ακολουθήσει διατροφή με πολλά λιπαρά ενώ μια δεύτερη ομάδα ακολούθησε ισορροπημένη διατροφή. Οι επιστήμονες συνέλεξαν σπέρμα και από τις δύο ομάδες αρσενικών και το χρησιμοποίησαν ώστε να καταστήσουν εγκύους ποντικίνες. Οταν γεννήθηκαν οι απόγονοι οι ερευνητές παρακολούθησαν το βάρος τους καθώς και τα επίπεδα γλυκόζης τους και την ινσουλινοαντίσταση.
Οπως φάνηκε, οι απόγονοι των αρσενικών που είχαν ακολουθήσει διατροφή με πολλά λιπαρά δεν έλαβαν περισσότερο βάρος σε σύγκριση με τους απογόνους των αρσενικών της ομάδας ισορροπημένης διατροφής. Εμφάνισαν ωστόσο προβλήματα στη γλυκόζη αλλά και στην ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη, γεγονός το οποίο δείχνει προδιάθεση για διαβήτη. Σύμφωνα με τους ειδικούς, εκτός από το DNA που ο πατέρας κληροδοτεί στα τέκνα του, τους αφήνει και μια RNA κληρονομιά η οποία μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στον οργανισμό τους.
HeliosPlus