Οι παρενέργειες από την εκκρεμότητα της αξιολόγησης έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους στην εγχώρια τραπεζική αγορά, στα μισά του πρώτου τριμήνου του 2017. Κορυφαία τραπεζικά στελέχη μιλώντας στο «Βήμα» επισημαίνουν ότι τις πρώτες έξι εβδομάδες της νέας χρονιάς έχουν αντιστραφεί πλήρως οι θετικές τάσεις του δεύτερου εξαμήνου του 2016.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, από την αρχή του χρόνου σημειώνονται εκροές στις καταθέσεις που ξεπερνούν τα 1,5 δισ. ευρώ, ενώ αύξηση της τάξης των 300 – 400 εκατ. ευρώ εμφανίζουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (Non Performing Exposures –NPE).
Προσδοκίες…
Την ίδια στιγμή καταγράφεται αυξημένη απροθυμία από τους δανειολήπτες να ρυθμίσουν τις οφειλές τους, υπό την προσδοκία καλύτερων όρων διευθέτησής τους στο μέλλον.
Επικεφαλής εσωτερικής μονάδας διαχείρισης επισφαλειών συστημικού ομίλου σημειώνει ότι η απόκλιση σε σχέση με τους στόχους για νέες ρυθμίσεις φθάνει μεσοσταθμικά το 20%, ενώ στην επιχειρηματική πίστη προσεγγίζει το 40%.
Αιτία είναι η στάση αναμονής που τηρούν οι υπερχρεωμένες επιχειρήσεις εν όψει της ψήφισης του νόμου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, μέσω του οποίου θα αντιμετωπισθούν με ενιαίο τρόπο ανοίγματα προς τράπεζες, Εφορία και ασφαλιστικά ταμεία.
Επιπλέον, σε υψηλά επίπεδα διατηρείται το ποσοστό των ρυθμισμένων δανείων που παρουσιάζουν ξανά καθυστέρηση, φθάνοντας κατά μέσο όρο το 40%.
Πίσω στους στόχους
Αυτό σημαίνει ότι με το… καλημέρα οι τράπεζες μένουν πίσω στους στόχους του 2017, οι οποίοι είχαν σχεδιαστεί υπό τις παραδοχές της συμφωνίας κυβέρνησης –πιστωτών μέχρι και τον περασμένο Δεκέμβριο, αλλά και της ενίσχυσης του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 2% εφέτος.
Με χαμένο το πρώτο δίμηνο, ο σχεδιασμός των τεσσάρων συστημικών ομίλων για αύξηση της καταθετικής βάσης κατά 10 δισ. ευρώ και για μείωση των NPEs κατά 7 δισ. ευρώ περίπου το 2017 βρίσκεται ήδη εκτός τροχιάς.
«Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση. Δεν είναι δυνατόν κάθε χρόνο να χάνονται έξι ή και περισσότεροι μήνες εν αναμονή των αξιολογήσεων του ελληνικού προγράμματος και να μας μένουν μερικές εβδομάδες κανονικότητας για να δουλέψουμε» υποστηρίζει επικεφαλής οικονομικός διευθυντής (CFO) μεγάλης τράπεζας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «η επανάκαμψη της αβεβαιότητας θέτει εν αμφιβόλω την επιστροφή του τραπεζικού κλάδου σε βιώσιμη κερδοφορία, σε μια εποχή που οι αστοχίες απλώς… απαγορεύονται καθώς το bail in… παραμονεύει».
Οπως σημειώνει, με βάση την επικαιροποιημένη νομοθεσία, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης, η διάσωση αδύναμων κεφαλαιακά τραπεζών που δεν έχουν πρόσβαση στις αγορές γίνεται αναγκαστικά και με τη συμμετοχή των ανασφάλιστων καταθετών.
Τα αποτελέσματα της εφετινής χρονιάς θα χρησιμοποιηθούν στα stress tests που θα διεξάγει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) το φθινόπωρο του 2018. Ως εκ τούτου, είναι κομβικής σημασίας η επίτευξη όσο το δυνατόν υψηλότερης κερδοφορίας στην εφετινή χρήση, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες εμφάνισης νέων κεφαλαιακών ελλειμμάτων την ερχόμενη χρονιά.
Ο κίνδυνος στα stress tests
Από την άλλη πλευρά, η επιδείνωση των μακροοικονομικών συνθηκών αναμένεται να δυσκολέψει τις συγκεκριμένες ασκήσεις προσομοίωσης, λόγω των αυστηρότερων υποθέσεων για την πορεία του ΑΕΠ που θα υιοθετηθούν εάν δεν επιβεβαιωθούν οι επίσημες προβλέψεις της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία (+2,7% εφέτος).
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας οι τραπεζικές διοικήσεις θα έχουν το επόμενο διάστημα προγραμματισμένες επαφές με στελέχη του εποπτικού βραχίονα της ΕΚΤ, του SSM. Αν και η ατζέντα των συζητήσεων αυτών θα επικεντρωθεί σε τεχνικού χαρακτήρα θέματα που σχετίζονται με τη λογιστική απεικόνιση των μεγεθών των τραπεζών, θεωρείται αυτονόητο ότι κουβέντα θα γίνει και για την πορεία των «κόκκινων» δανείων.
Τραπεζικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι προς το παρόν δεν τίθεται θέμα επιβολής ποινών από την πλευρά του επόπτη για τις αστοχίες στην ανάκτηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Σημειώνουν ωστόσο ότι εάν δεν τελειώσει σύντομα το θέμα της αξιολόγησης και επιβεβαιωθεί το σενάριο μιας συμφωνίας στο… παρά πέντε της αποπληρωμής των κρατικών ομολόγων που λήγουν το ερχόμενο καλοκαίρι, ο κίνδυνος διενέργειας αυξημένων προβλέψεων για τις επισφάλειες θα αυξηθεί σημαντικά, επιδρώντας αρνητικά στα καθαρά αποτελέσματα του 2017.

Καθυστερεί το QE
Εξάλλου, η μη έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης θέτει σε κίνδυνο και την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ, η οποία αναμένεται να δώσει μια ανάσα ρευστότητας στην αγορά.
Οπως αναφέρει γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου, μέσω του QE η χώρα θα αποκτήσει «πιστοποιητικό φερεγγυότητας» από το Ευρωσύστημα, εξέλιξη καθοριστική για την πορεία των ελληνικών ομολόγων.
Σύμφωνα με τον ίδιο, με τον τρόπο αυτό θα μειωθεί ο κίνδυνος της χώρας και κατ’ επέκταση οι αποδόσεις των εγχώριων ομολογιακών τίτλων. Ως αποτέλεσμα, τα στοιχεία ενεργητικού των τεσσάρων συστημικών ομίλων που είναι κατατεθειμένα ως ενέχυρο στην ΕΚΤ θα αποκτήσουν μεγαλύτερη αξία, αυξάνοντας τα περιθώρια φθηνού δανεισμού από τους μόνιμους μηχανισμούς χρηματοδότησης της Φρανκφούρτης.
Ταυτόχρονα, η βελτίωση της εμπιστοσύνης θα επιταχύνει την επιστροφή των καταθέσεων και την αναδιάρθρωση του εγχώριου ιδιωτικού χρέους, τόσο με μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις όσο και με λύσεις οριστικής διευθέτησης. Επιπλέον, οι τράπεζες θα διαπραγματευθούν με καλύτερους όρους μεταβιβάσεις προβληματικών χαρτοφυλακίων.
Για το 2017 σχεδιάζουν πωλήσεις κυρίως καταναλωτικών δανείων που μπορεί να φθάσουν τα 1 – 1,5 δισ. ευρώ. Μέσω διαγραφών θα μειωθούν τα NPEs κατά 3 – 3,5 δισ. ευρώ, ενώ 2,5 – 3 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι μπορούν να ανακτηθούν από την ομαλή εξυπηρέτηση χορηγήσεων που ρυθμίστηκαν το 2016.
Απώλειες €2 δισ. το πρώτο δίμηνο

Σε υψηλότερα επίπεδα από τις μέσες εκροές που καταγράφονται στην αρχή κάθε χρονιάς διαμορφώνεται μέχρι στιγμής το 2017 η μείωση της καταθετικής βάσης. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την επαναφορά στην επικαιρότητα του ενδεχομένου επιστροφής της χώρας στο εθνικό νόμισμα.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση των εκροών σε κάποιες τράπεζες τον Φεβρουάριο, ο οποίος χαρακτηρίζεται μάλιστα από ορισμένες πηγές χειρότερος του Ιανουαρίου. Με τα σημερινά δεδομένα, το πρώτο δίμηνο του 2017 εκτιμάται ότι θα κλείσει με απώλειες της τάξης των 2 δισ. ευρώ για τις καταθέσεις, ενώ κάποια τραπεζικά στελέχη είναι περισσότερο απαισιόδοξα τοποθετώντας τη μείωση ακόμη και στα 3 δισ. ευρώ.
Η πτώση είναι αποτέλεσμα εκτέλεσης εμβασμάτων προς το εξωτερικό, κυρίως από επιχειρήσεις, αγοράς αμοιβαίων κεφαλαίων ξένων οίκων από ιδιώτες που τους προηγούμενους μήνες τα είχαν ρευστοποιήσει αλλά και αναλήψεων από φυσικά πρόσωπα.
Σύμφωνα με τραπεζικό στέλεχος, δεν είναι λίγοι οι πελάτες που προχωρούν σε ανάληψη μετρητών που είχαν καταθέσει στο σύστημα μετά την άρση των capital controls για το νέο χρήμα το περασμένο καλοκαίρι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ