Νικόλα Λατζόϊα
Η κτηνωδία Μετάφραση Αμπυ Ράικου
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2016
σελ. 496, τιμή 18 ευρώ
Μπορεί το αγγλόφωνο μυθιστόρημα να έχει κυριαρχήσει διεθνώς, αλλά τα τελευταία χρόνια αποδεικνύεται κούφια η «προφητεία» ότι έχει εκτοπίσει το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Οπως άλλωστε και μιαν άλλη, πριν από πενήντα χρόνια: πως την αφηγηματική λογοτεχνία θα την υποκαθιστούσε ο κινηματογράφος. Απόδειξη ότι μια νεότερη γενιά συγγραφέων στην Ευρώπη μας έχει δώσει, σχετικά πρόσφατα, έργα αφηγηματικής λογοτεχνίας πρώτης γραμμής. Σ’ αυτή τη γενιά ανήκει και ο 43χρονος ιταλός πεζογράφος Νικόλα Λατζόια. Με την Κτηνωδία, το τρίτο του μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 2014, καταλαμβάνει περίοπτη θέση ανάμεσα στους σύγχρονους ευρωπαίους συγγραφείς –και όχι μόνον, γιατί το βιβλίο του τιμήθηκε το 2015 με το Strega, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Ιταλίας. Δεν είναι όμως τυχαίο πως την ίδια χρονιά για το ίδιο βραβείο ήταν υποψήφια και Ελενα Φεράντε, η πιο διάσημη πεζογράφος της Ιταλίας.
Μια σάγκα διαφθοράς
Η Κτηνωδία αρχίζει με ένα κεφάλαιο που θυμίζει νουάρ μυθιστόρημα ή κινηματογραφική ταινία: μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα με πανσέληνο κάποια γυναίκα περπατάει στην Εθνική Οδό που ενώνει την επαρχία του Τάραντα με το Μπάρι. Γυμνή, μέσα στα αίματα. Αλλά σε μια μόνο φράση ο αφηγητής θα μας «προετοιμάσει» για τα όσα θα αποκαλυφθούν αργότερα: «Η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της αποκάλυπτε τις γρατζουνιές στις γάμπες, ενώ οι εκχυμώσεις στα πλευρά, στα μπράτσα και στο κάτω μέρος της πλάτης, όμοιες με κηλίδες του Ρόρσαχ, έμοιαζαν να αφηγούνται μέσ’ από την εξωτερική επιφάνεια μια ολόκληρη εσωτερική ζωή» (σ.σ. Χέρμαν Ρόρσαχ: ελβετός ψυχίατρος και ψυχαναλυτής, ο οποίος επινόησε το τεστ κηλίδων μελάνης που σχετίζεται με την εικόνα).
Την κοπέλα θα τη βρουν αργότερα νεκρή. Λέγεται Κλάρα και είναι το τρίτο παιδί των Σαλβέμινι, μιας πάμπλουτης και πανίσχυρης πολιτικά οικογένειας εργολάβων της περιοχής. Στην αρχή οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η Κλάρα αυτοκτόνησε. Δεν το πιστεύει όμως ο αδελφός της Μικέλε που αποφασίζει να ψάξει για τα αίτια του θανάτου της. Και με αυτή την αφορμή ο Λατζόια αρχίζει να ξεδιπλώνει την ιστορία των Σαλβέμινι, μια σάγκα διαφθοράς που αποκαλύπτει την ανηθικότητα της κοινωνίας, όπου οι πάντες σχεδόν ενεργούν χωρίς αναστολές, διψασμένοι για εξουσία και χρήμα. Ποιοι είναι και τι αντιπροσωπεύουν αυτοί οι νεόπλουτοι που τα μόνα τα οποία τους ενδιαφέρουν είναι η δύναμη, ο πλούτος, ο επιδεικτικός βίος και οι εφήμερες απολαύσεις; Ο πατέρας Βιτόριο Σαλβέμινι είναι χυδαίος και αδίστακτος και μόνον όταν χάνει την Κλάρα αισθάνεται τύψεις. Η σύζυγός του Αννα Μαρία ζει στη σκιά των όσων συμβαίνουν γύρω της αλλά επιδεικνύοντας ταυτοχρόνως έναν θλιβερό σνομπισμό. Ο Ρουτζέρο, ο μεγαλύτερος γιος, είναι γιατρός αλλά δεν διστάζει να ανακατευτεί, συνεργούντος του πατέρα του, σε μια απάτη με θύματα καρκινοπαθείς. Το μικρότερο από τα παιδιά των Σαλβέμινι, η Τζόια, είναι τυπικό κορίτσι της ηλικίας της χωρίς ενδιαφέροντα, αλλά λόγω της κοινωνικής θέσης της οικογένειάς του όσο θα περίμενε κανείς ιδιότροπο. Ο Αλμπέρτο, σύζυγος της Κλάρας, είναι ένα τίποτε. Αδιάφορος για τα πάντα και ανίκανος για το παραμικρό. Μένουν τα άλλα δύο αδέλφια, η Κλάρα και ο Μικέλε, κι αυτοί είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος.
Εξουσία και βία
Από τη στιγμή που ο Μικέλε αρχίζει να ψάχνει για τα αίτια του θανάτου της Κλάρας, ο Λατζόια ανατρέχοντας στο παρελθόν μάς δίνει τη σχέση αγάπης και τρυφερότητας ανάμεσα στα δύο αδέλφια με τρόπο συγκινητικό, χωρίς ωστόσο να καταφεύγει σε αισθηματολογίες. Σχέση βαθιά, ερωτική σχεδόν. Η Κλάρα όμως είναι παντρεμένη με το «τίποτε». Γι’ αυτό και αλλάζει εραστές (ήταν ερωμένη και του γενικού διευθυντή του Πανεπιστημίου) από το κοινωνικό περιβάλλον της αδιακρίτως σχεδόν και συμμετέχει σε όργια. Αλλά οι εραστές της Κλάρας ήταν τα πρόσωπα της εξουσίας στην περιοχή, ο κόσμος των Σαλβέμινι. Αποκαλύπτεται ότι μετά από ένα τέτοιο όργιο βίας και σεξ εκείνη βρίσκεται να περπατάει γυμνή και ματωμένη στον αυτοκινητόδρομο. Αργότερα, αυτοί οι ίδιοι που συμμετείχαν στα όργια θα παραστούν στην κηδεία της. (Το κεφάλαιο όπου ο Λατζόια περιγράφει την εκφορά παραθέτοντας τις μύχιες σκέψεις των παρισταμένων είναι από τα εντυπωσιακότερα του βιβλίου.)
Αυτή λοιπόν είναι η λεγόμενη «καλή κοινωνία» της περιοχής. Δεν πρόκειται για αριστοκράτες αλλά για αδίστακτους και φαντασμένους νεόπλουτους, για τα κακέκτυπά της που κατέχουν την εξουσία.
Το σάπιο σύστημα
Ο θάνατος της Κλάρας λειτουργεί ως αφορμή για να ξεδιπλωθεί το νήμα των σχέσεων εξουσίας, του καθεστώτος απάτης όσον αφορά ποικίλες συναλλαγές με ψεύτικα τιμολόγια ανάμεσα σε επιχειρηματίες, πολιτικά πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας, δικαστικούς και στελέχη του κρατικού μηχανισμού, συνεργούς στη μοιρασιά της μεγάλης λείας που καλύπτουν ο ένας τον άλλον. Η λεία βέβαια είναι η ίδια η χώρα και η κοινωνία το μεγάλο θύμα της. Κι αυτό αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, όσο ο Μικέλε ερευνά τα αίτια του θανάτου της Κλάρας που φανερώνουν τη σήψη και τη διαφθορά του συστήματος, «τα χέρια πάνω από την πόλη» –για να θυμηθούμε τον τίτλο της κλασικής ταινίας του Φραντσέσκο Ρόσι.
Αστική παρακμή
Η Κτηνωδία είναι μυθιστόρημα που εκφράζει την αστική παρακμή και με την έννοια αυτή πρόκειται για τοιχογραφία της Ιταλίας στις δεκαετίες του 1980 και 1990. (Ο,τι συνέβη στο Μπάρι συνέβη και σε πολλά άλλα μέρη.) Ο αναγνώστης θα αντιληφθεί πολύ γρήγορα ότι παραπέμπει στον μπερλουσκονισμό της εποχής, όταν μια ολόκληρη χώρα είχε καταντήσει πατσαβούρα στα χέρια των εργολάβων (μεγαλοεργολάβος άλλωστε ήταν και ο Μπερλουσκόνι). Ο Λατζόια φυσικά δεν μένει σ’ αυτό: Από την αφήγησή του προκύπτει ότι η δίψα για χρήμα και εξουσία, το «όλα επιτρέπονται» εφόσον μπορείς να τα επιτύχεις, είναι έκφραση του σύγχρονου κοινωνικού δαρβινισμού. Η επικράτηση του ισχυρότερου δεν είναι μόνο γνώρισμα της φύσης αλλά και της κοινωνίας –και μας το δείχνει καθαρά. Λ.χ. όταν περιγράφει με ακραίο εξπρεσιονισμό μια σκηνή όπου η γάτα του Μικέλε σκοτώνει έναν αρουραίο.
Πολυσύνθετη αφήγηση
Αυτό το πολυσύνθετο μυθιστόρημα συνιστά επίτευγμα συγγραφέα που δεν είναι μόνο ικανότατος αφηγητής αλλά και δημιουργός που χωρίς να αφίσταται των περιορισμών του είδους τις υπερβαίνει με εξαιρετική τέχνη. Πουθενά ο αναγνώστης όχι μόνο δεν θα ενοχληθεί αλλά ούτε θα καταλάβει σχεδόν το πώς ο συγγραφέας αλλάζει τον αφηγηματικό χρόνο από τον αόριστο στον ενεστώτα και αντίστροφα. Ετσι μεταφέρει το παρελθόν στο παρόν ενοποιώντας τον χρόνο. Το γράψιμο είναι στακάτο, οι προτάσεις στην πλειονότητά τους μικρές, οι εικόνες μοιάζουν με σκέψεις και οι σκέψεις περίβλημα των εικόνων. Κάθε κεφάλαιο είναι σαν κινηματογραφική σεκάνς.
Το μυθιστόρημα περιέχει πλήθος εμβληματικές φράσεις που από μόνες τους αποτελούν έναν ολόκληρο κόσμο. Γνώρισμα ασφαλώς μιας ιδιοσυγκρασίας η οποία γνωρίζει πώς να συνδυάζει αρμονικά τα ρεαλιστικά, τα εξπρεσιονιστικά και τα ψυχολογικά στοιχεία. Κάποιοι εντόπισαν μπαλζακικά γνωρίσματα στον Λατζόια. Αλλά η Κτηνωδία είναι βέβαια σύγχρονο μυθιστόρημα. Αντιπροσωπευτικό μιας σημερινής «ποιητικής της πρόζας» (για να θυμηθούμε τον τίτλο ενός γνωστού βιβλίου του Τοντορόφ). Ποιητικής όσον αφορά την κατασκευή αλλά και ποιητικότητας σε μετρημένες δόσεις, όπως λ.χ. όταν ο Λατζόια γράφει για τον Μικέλε: «Ενιωθε τα χιλιάδες κομμάτια της συζήτησης να κινούνται. Ρινίσματα σιδήρου σ’ ένα χαρτί κάτω από το οποίο βάζεις έναν μαγνήτη».
Ο Λατζόια, που εκτός από πεζογράφος και επιμελητής είναι και σημαντικός κριτικός κινηματογράφου, είναι εμφανές πως έχει μελετήσει την τεχνική του κινηματογραφικού μοντάζ που την αξιοποιεί θαυμάσια στην Κτηνωδία. Αλλά το βιβλίο του δεν λειτουργεί ως κινηματογραφικό υποκατάστατο. Ο έλληνας αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει από τούτο το καλομεταφρασμένο μυθιστόρημα έναν σημαντικό συγγραφέα, έναν ικανότατο αφηγητή που γνωρίζει πώς να αναδείξει μέσα από την ιστορία την ουσία του θέματος και πώς να αντλήσει συμπεράσματα οδηγώντας τον αναγνώστη στον πυρήνα του. Με άκρα ευαισθησία αλλά και απόλυτη ακρίβεια.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ