Όπως όλοι στο Βήμα και Τα Νέα πολύ καλά γνωρίζουν, από τους παλαιούς τακτικούς συνομιλητές των συνεργατών των δύο ιστορικών εφημερίδων δεν ήταν και πολλοί εκείνοι που όλον αυτό τον καιρό της κρίσης σήκωσαν το τηλέφωνο να ρωτήσουν «τι γίνεται;», ειδικά δε από το πολιτικό σύστημα. Ακόμα λιγότεροι όμως ήταν αυτοί που όταν τηλεφώνησαν να μάθουν άκουγες στην άλλη άκρη της γραμμής μια γνήσια θλίψη για της εξελίξεις και μία αληθινή ανησυχία για τα όσα συμβαίνουν, σε σχέση με τους εργαζόμενους, με τις εφημερίδες, αλλά και τη Δημοκρατία και την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα. Ολους αυτούς που νοιάστηκαν, ο καθένας από εμάς τους ξέρει πολύ καλά και δεν τους ξεχνά πλέον ποτέ – όπως άλλωστε και τους άλλους, αν και διαφορετικά…
Για τον υπογράφοντα πάντως, ένα από τα πλέον συγκινητικά, σχεδόν συγκλονιστικά τηλεφωνήματα που δεν έγινε άπαξ αλλά πολλές φορές με την αγωνία έκδηλη τόσο σε προσωπικό όσο και σε ευρύτερο επίπεδο, προήλθε από μία από τις πιο αξιοσέβαστες μορφές της Μεταπολίτευσης, από μία γυναίκα που αν και βρέθηκε επί δεκαετίες στο επίκεντρο της σύγχρονης Ιστορίας στην Ελλάδα, ουδέποτε και σε τίποταθέλησε την αυτοπροβολή όλα αυτά τα χρόνια – αντίθετα, την αρνήθηκε πεισματικά. Και τώρα, παρακολουθεί με βαθιά, σιωπηρή θλίψη τα όσα τραγικά εξελίσσονται σε αυτόν τον τόπο.
Μετά από πολύ σκέψη και χωρίς την άδειά της, ξέροντας ότι θα ενοχληθεί, θεωρώ υποχρέωσή μου να γράψω εδώ το όνομά της: είναι η Λένα Τριανταφύλλη, προσωπική γραμματεύς του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την αρχή της Μεταπολίτευσης μέχρι το τέλος της ζωής του. Ενας ζωντανός θρύλος του ελληνικού δημοσίου βίου, ένας άνθρωπος που πάντοτε προσέφερε στον τόπο, μα ουδέποτε ζήτησε ή πήρε το παραμικρό. Μια σπάνια μορφή, μία κορυφαία Κυρία του σύγχρονου ελληνικού δημοσίου βίου.
Ο λόγος που τα αναφέρω αυτά σήμερα δημόσια, ξέροντας ότι πιθανότατα θα ενοχληθεί, είναι διπλός: πρώτον επειδή οι ελάχιστες σημαίνουσες μορφές σαν την Λένα είναι βαρύ σημείο αναφοράς σε χαλεπούς καιρούς και το ήθος της φωτίζει δρόμους μες τα σκοτάδια. Και, δεύτερον, επειδή από ότι κι αν άκουσα όλον αυτόν τον καιρό, από τη Λένα άκουσα το πιο μεστό: «Με όλα τα καλά και τα κακά του, δεν μπορώ να πιστέψω και να δεχθώ ότι μπορεί να πεθάνει Το Βήμα» είπε μια μέρα, για να συνεχίσει: «Το Βήμα είναι Ελλάδα».
Ηταν η πιο βαθιά κουβέντα που ειπώθηκε όλους αυτούς τους μήνες. Και γι αυτό νιώθω την ανάγκη να την μοιραστώ με όποιον ενδιαφέρεται και μπαίνει στον κόπο να διαβάσει αυτή τη στήλη.
Και να συμπληρώσω: Το Βήμα είναι πράγματι Ελλάδα. Και τελικά,γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, όσα φοβερά κι αν περνά κι αυτό μαζί της, ίσως ποτέ δεν πεθαίνει…