Από τις πρώτες καταβολές του χρόνου, όταν μια -έστω ελάχιστη- μορφή εξουσίας χτίζεται, βρίσκει απέναντί της ένα υψωμένο χέρι. Ένα υψωμένο χέρι που ρητά ή άρρητα λέει με δυνατή φωνή: «ζητώ το λόγο».
Στον αγώνα για τον αυτοπροσδιορισμό και την ελευθερία της, η ανθρώπινη συνείδηση έδινε, δίνει και θα δίνει πάντα, ποικιλότροπα στην ιστορική διαδρομή, τη μάχη εναντίον της εξουσίας. Κάθε εξουσίας, κάθε εποχής, που από την πλευρά της διεκδικεί την «τακτοποίηση» των πραγμάτων με επιδίωξη μια τελική, οριστική ίσως, ισορροπία υπέρ της.
Εδώ εγκαθίσταται η αιώνια σύγκρουση για τα «πρωτεία του λόγου». Η συνείδηση, ως διαρκώς υψωμένο χέρι, ζητεί το λόγο. Η εξουσία, ως δέος, ως βία, ως καταστολή, επιδιώκει τη σιωπή. Γνωρίζουμε ότι, την ώρα που ήταν επί ποινή θανάτου απαγορευμένο ακόμη και το βλέμμα προς στον Πέρση Βασιλέα, στην αρχαία Αθήνα το υψωμένο χέρι «θέριζε» ελεύθερα, άλλοτε για την καταστροφή και άλλοτε για τη δημιουργία.
Οι αιώνες και τα χρόνια πέρασαν και η τεχνική εξέλιξη έκανε περίπλοκη αυτή την αιώνια σύγκρουση. Τυπογραφία, εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο, συνθέτουν το νέο μέτωπο. Η σύγκρουση στο μέτωπο αυτό δεν θα πάρει ποτέ τέλος.
Μια πένα και μια λέξη, πολλές πένες και πολλές λέξεις, θα αποτελούν πάντα το ακατάβλητο υψωμένο χέρι της διεκδίκησης, της ελεύθερης έκφρασης, της γνώμης και του λόγου. Η πένα και το ξίφος της κριτικής θα είναι πάντα έξω από το θηκάρι και η λέξη και οι λέξεις, ως ορμητικός άνεμος, δεν θα αφήσουν ποτέ όρθιο κανένα τείχος της σιωπής.
Όποιος νομίζει ότι το αίτημα αυτό, το αμετάθετο αίτημα ελευθερίας, μπορεί να κατασταλεί, είναι βαθιά νυχτωμένος. Και επειδή εμείς ζούμε στην εποχή μας, με τους ανθρώπους της εποχής μας συνομιλούμε.
Σε εσάς το λέω κύριοι του Μαξίμου.