«Πρόγευση» των έως τώρα εξελίξεων στην αξιολόγηση – εν όψει του Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου- αλλά και των πρωτοβουλιών που αναλαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναμένεται να υπάρξει κατά τη συνεδρίαση του Euro Working Group, σήμερα Πέμπτη, 9 Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα με παράγοντες της οικονομίας, οι εκπρόσωποι των υπουργών Οικονομικών (την Ελλάδα θα εκπροσωπούσε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Χουλιαράκης αλλά τελικά δεν θα παραστεί και θα τον αντικαταστήσει ο κ. Νικολαΐδης), θα συζητήσουν την πορεία υλοποίησης των προαπαιτούμενων δράσεων.
Επισημαίνουν δε, ότι με ενδιαφέρον αναμένονται πάντα οι δηλώσεις μετά τη συνεδρίαση του επικεφαλής του Euro Working Group, Τόμας Βίζερ.
Μετά τον καταιγισμό εκθέσεων από το ΔΝΤ και την επιμονή του για «βαθύτερες και ταχύτερες» μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό, στο φορολογικό, στις τράπεζες, στο εργασιακό, αλλά και σε άλλα επίπεδα, έχει δημιουργηθεί ένα νέο σκηνικό, στο οποίο πρωτεύοντα ρόλο καλείται να διαδραματίσει η ευρωζώνη.
Το «χάσμα» με το Ταμείο θεωρείται εν πολλοίς δεδομένο, με ακόμη και τον πρόεδρο του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, να δηλώνει «έκπληκτος» από τη «σκληρότητα» της έκθεσης του ΔΝΤ, αποκλείοντας εκ νέου, ωστόσο, το «κούρεμα» του χρέους.
Επισήμανε ότι θα μπορούσε να εξεταστεί μια περαιτέρω ελάφρυνση εάν χρειαστεί και εφόσον η Ελλάδα συνεχίσει να βαδίζει σε εποικοδομητικό δρόμο. Σταθερή παραμένει η θέση των Ευρωπαίων και όσον αφορά στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και μετέπειτα.
Την προσπάθεια για πρωτοβουλίες και πολιτικές επαφές κορυφής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προανήγγειλε εμμέσως και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, αναφέροντας ότι ελπίζει σε πρωτοβουλίες των θεσμών, ίσως και εντός της εβδομάδας, για «διέξοδο εντός του Φεβρουαρίου».
Στόχος της κυβέρνησης είναι η ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης και η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, προκειμένου η χώρα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ.
Σημειώνεται ότι ο υπουργός Επικρατείας και αρμόδιος για τον κυβερνητικό στρατηγικό σχεδιασμό, Χριστόφορος Βερναρδάκης, αποσυνέδεσε τη «λύση» στην αξιολόγηση από την άμεση ένταξη στο QE, δηλώνοντας σε ραδιοφωνική συνέντευξή του (Real fm) ότι «η ποσοτική χαλάρωση αυτήν τη στιγμή είναι ένα δευτερεύον ζήτημα. Δεν σημαίνει ότι εάν δεν μπούμε τον Μάρτιο, δεν υπάρχει ζωή μετά από αυτό».
Ο ίδιος, πάντως, εξηγούσε μετά ότι δεν εννοούσε μακροχρόνια αναμονή ένταξης, καθώς η ανάταξη του κλίματος από το κλείσιμο της αξιολόγησης και τα δημοσιονομικά στοιχεία θα κλείσουν σύντομα (εντός της άνοιξης) και αυτή την εκκρεμότητα.
Από την πλευρά του, ο κ. Δραγασάκης δηλώνει ότι «η έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ θα επιτρέψουν την έξοδο της χώρας στις αγορές δανεισμού, γεγονός το οποίο θα επιτρέψει τη μείωση των επιτοκίων από τα σημερινά τους επίπεδα και την απεξάρτηση της χώρας από τον θεσμικό δανεισμό».
Ενώ, ο υπουργός Οικονομίας, Δημήτρης Παπαδημητρίου, μετέφερε (σε συνέντευξή του στη «Ναυτεμπορική») την πεποίθησή του ότι θα ολοκληρωθεί σύντομα η αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής, καθώς τα θέματα που χωρίζουν τις δυο πλευρές είναι λίγα.
«Ευελπιστώ βάσιμα πως θα κλείσει η αξιολόγηση χωρίς επιπτώσεις για τη χώρα», δήλωσε χαρακτηριστικά, εκτιμώντας πως οι περιπλοκές που δημιουργεί το ασταθές και βεβαρημένο πολιτικά διεθνές περιβάλλον ενδέχεται να επιδράσουν θετικά για την Ελλάδα. Καθώς ασκούν πίεση στην ευρωπαϊκή πλευρά για τη διασφάλιση της εσωτερικής συνοχής, λειτουργίας και ύπαρξής της, ώστε να μην επιτρέπει καμία ρωγμή στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα με τη μορφή εξόδου χώρας από αυτήν.
Σκλήρες απαντήσεις Τσακαλώτου και Στουρνάρα στο ΔΝΤ
Η γενικότερη ελληνική θέση αποτυπώθηκε σαφέστατα μέσα από τις επιστολές του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου και του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, οι οποίες ενσωματώνονται στην έκθεση του άρθρου 4 του ΔΝΤ.
Ο υπουργός Οικονομικών κάνει λόγο για «παραπλανητική παρουσίαση» της μεταρρυθμικής προσπάθειας, για «οξύμωρη» θέση του ΔΝΤ, για «ανεπαρκείς ή παραπλανητικές ενδείξεις» στο μείγμα φόρων/δαπανών, ενώ αρνείται μείωση του αφορολόγητου.
Στα βασικότερα σημεία της «επιστολής Τσακαλώτου» επισημαίνεται ότι:
• Παρά τα οικονομικά δεδομένα και την ανάλυση που παρουσιάστηκε, «η έκθεση δεν είναι δίκαιη σε πολλούς τομείς, ενώ πολλά από τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει δεν είναι συμβατά με τα τελευταία οικονομικά στοιχεία».
• Η έκθεση παρουσιάζει μια εικόνα για την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων, η οποία δεν ανταποκρίνεται στις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί από την ελληνική κυβέρνηση στη διάρκεια του προγράμματος του ESM. Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια έχει επιταχυνθεί σημαντικά, με βαθιές μεταρρυθμίσεις, όπως η ενοποίηση όλων των ασφαλιστικών ταμείων σε ένα, η ανεξαρτησία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Σε αντιδιαστολή, η έκθεση παρουσιάζει επιβράδυνση του ρυθμού υλοποίησης μεταρρυθμίσεων.
• Εξαιτίας της λανθασμένης εκτίμησης για τις διαρθρωτικές αλλαγές, οδηγεί σε λάθος υπολογισμούς για την ανάπτυξη και κατ’ επέκταση για την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.
• Από τον Μάιο του 2016, αναθεωρήσατε προς τα κάτω τις προβλέψεις για ανάπτυξη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα από το 1,25% στο 1%, χωρίς επαρκείς εξηγήσεις.
Ο κ. Τσακαλώτος επισημαίνει ότι το ΔΝΤ δεν έλαβε υπόψη την υπεραπόδοση η οποία καταγράφηκε στο πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 και συνεχίζει να έχει την ίδια πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% το 2018.
Η επιστολή καταλήγει με αναφορά στο θέμα των μέτρων που εισηγείται το Ταμείο αναφορικά με τους φόρους (μείωση αφορολόγητου και κατάργηση φοροαπαλλαγών, με παράλληλη μείωση των φορολογικών συντελεστών) και κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» στις συντάξεις.
Ο υπουργός Οικονομικών εστιάζει στο ότι το Ταμείο συγκρίνει ανόμοια πράγματα, όταν αναφέρεται στις φορολογικές επιβαρύνσεις των Ελλήνων σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, αλλά και στο ασφαλιστικό.
Τονίζει ότι η φορολογική βάση πρέπει να διευρυνθεί, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει με την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης και όχι με τη μείωση του αφορολόγητου.
Στο ασφαλιστικό, επισημαίνει ότι στην ανάλυσή του το ΔΝΤ αθροίζει τα στοιχεία για την επίσημα θεσμοθετημένη συμμετοχή του κράτους (ως μέρους ενός από τους τρεις πυλώνες) με αυτή του Δημοσίου ως εργοδότη συν τις δαπάνες για συγκεκριμένα κοινωνικά επιδόματα.
Αντίθετα, στα άλλα κράτη – μέλη, οι μεταβιβάσεις του κράτους ορίζονται ως η διαφορά μεταξύ της συνολικής δαπάνης και των εισφορών, οδηγώντας σε εντελώς μη συγκρίσιμα στοιχεία. Επιπρόσθετα δεν λαμβάνονται υπόψη η τεράστια μείωση του ΑΕΠ και η πρωτοφανής ανεργία που μειώνουν τις εισφορές.
Για το χρέος, ο κ. Τσακαλώτος υποστηρίζει ότι η ανάλυση του ΔΝΤ στηρίζεται σε υπερβολικά απαισιόδοξες εκτιμήσεις και οι εκτιμήσεις του για τη βιωσιμότητα του χρέους δεν ευθυγραμμίζονται με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για την ελληνική οικονομία.
Ο διοικητής της ΤτΕ καταγράφει στην επιστολή του τις διαφωνίες με τις εκτιμήσεις των αναλυτών του ΔΝΤ, οι οποίες αφορούν στην προσαρμογή διαφόρων συνιστωσών της συνολικής ζήτησης, όπως οι εξαγωγές, καθώς και της προσφοράς, όπως η μεταφορά πόρων από μη εμπορεύσιμους σε εμπορεύσιμους τομείς.
«Η έκθεση υποτιμά την πρόοδο στον χρηματοπιστωτικό τομέα και είναι αχρείαστα απαισιόδοξη στις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις, όπως και στις μελλοντικές δημοσιονομικές εξελίξεις, περιλαμβανομένης της ανάγκης για περαιτέρω ανακεφαλαιοποίηση», επισημαίνει.
Σε ό,τι αφορά στις τράπεζες, ο κ. Στουρνάρας επισημαίνει πως «το Ταμείο εκτιμά ότι θα χρειαστούν επιπλέον 10 δισ. ευρώ κεφαλαιακό μαξιλάρι, χωρίς να εξηγεί το γιατί. Πρέπει να υπενθυμισθεί ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εποπτικών αρχών (ΕΚΤ, SSM, ΤτΕ), ο σημερινός δείκτης CET1 είναι στο 18%. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων για τα NPLs θα αυξήσει τον δείκτη CET1 σημαντικά».