Βερολίνο, Ανταπόκριση
Πιάστηκαν αδιάβαστοι. Οι επιτελείς του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν είχαν γνώση για την πραγματογνωμοσύνη της Επιστημονικής Επιτροπής της γερμανικής Βουλής σχετικά με το αν η τελευταία πρέπει να συνεδριάσει άμεσα, ή όχι σε περίπτωση που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αποφασίσει να μην συμμετάσχει οικονομικά στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα. Αυτό το έμαθαν από τους δημοσιογράφους που έθεσαν σχετικό ερώτημα στην κυβερνητική συνέντευξη τύπου της Δευτέρας. Γι αυτό και η αντίδραση του εκπροσώπου του γερμανικού υπουργείου οικονομικών Γιούργκ Βαϊσγκέρμπερ δεν πήρε ευθέως υπόψη την άποψη της Επιτροπής, αλλά στηρίχθηκε στις πάγιες θέσεις του υπουργείου του.
Το πόρισμα της Επιτροπής, που αποτελεί απάντηση σε σχετικό ερώτημα του βουλευτή της Linke (Αριστερά) Άξελ Τρόοστ και κοινοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη, συνίσταται εν ολίγοις στις φράσεις: Όχι, σε περίπτωση που το ΔΝΤ δηλώσει τελεσίδικα μη – συμμετοχή, η γερμανική Βουλή δεν είναι νομικά υποχρεωμένη να κάνει άμεσα συνεδρίαση γι αυτό. Το πρόγραμμα θα μπορούσε να συνεχιστεί και χωρίς αυτήν. Κι αυτό, επειδή, όπως αναφέρεται στο πόρισμα, το ΔΝΤ δεν έχει αναλάβει νομικά την υποχρέωση να συμμετάσχει στο πρόγραμμα – οι διαβεβαιώσεις του κατά καιρούς, ότι θέλει να το κάνει, δεν έχουν νομική ισχύ. Το σχετικό εδάφιο του πορίσματος αναφέρει: «Το ΔΝΤ, ως ανεξάρτητος θεσμός και ελλείψει σχετικής συμφωνίας, δεν είναι υποχρεωμένο να στηρίξει παραπλεύρως οικονομικά το πρόγραμμα „Ελλάδα ΙΙΙ“.Για τέτοια νομική υποχρέωση δεν μπορεί να γίνει λόγος».
Ο αντίλογος του κ.Βαϊσγκέρμπερ: Το Μάιο του 2015 όλες οι πλευρές (σ.σ.: το Eurogroup και οι θεσμοί) συμφώνησαν, ότι το ΔΝΤ είναι, όπως τότε διατυπώθηκε, απαραίτητο (indispensable) γι αυτό το πρόγραμμα. «Η αφετηρία μας, από αυτή την άποψη, είναι ότι το ΔΝΤ θα μείνει στο πρόγραμμα. Για την περίπτωση, που δεν το κάνει, ο υπουργός ξεκαθάρισε ότι το πρόγραμμα θα θεωρηθεί λήξαν και ότι φυσικά η γερμανική Βουλή θα ασχοληθεί με ένα επόμενο» είπε. Η πρωτοβουλία γι αυτό, πρόσθεσε, θα έρθει από το υπουργείο οικονομικών.
Στου κουφού την πόρτα: Ενώ οι δημοσιογράφοι ζητούσαν μια διευκρίνιση σχετικά με το αν έχει, νομικά, υποχρεωτική βάση η προσφυγή στο γερμανικό κοινοβούλιο, το υπουργείο οικονομικών έδινε μια πολιτική απάντηση: Πρέπει να την κάνουμε, επειδή αυτό επιτάσσεται από τις προφορικές συμφωνίες στο Eurogroup και από την εξαγγελία του κ.Σόιμπλε προς τους γερμανούς βουλευτές, ότι το ΔΝΤ θα πάρει σίγουρα μέρος στο πρόγραμμα «Ελλάδα ΙΙΙ.»
Τυπικά, οι επιτελείς του γερμανικού υπουργείου έχουν άδικο. Αυτό τουλάχιστον σε ότι αφορά σε μια από τις πολλές, και επιμέρους αντιφατικές δηλώσεις του κ.Σόιμπλε τον τελευταίο καιρό, που έλεγε, ότι η συνέχιση του τρίτου προγράμματος χωρίς το ΔΝΤ απαιτεί (νομικά!) την άμεση σύγκλιση και έγκριση της Βουλής. Ενδιάμεσα φρόντισαν βέβαια να «διορθώσουν» τη δήλωση λέγοντας, ότι ο υπουργός θεωρεί ότι τυχόν αποχή του ΔΝΤ θα προκαλέσει αυτόματα τη λήξη του προγράμματος.
Ουσιαστικά όμως έχουν δίκιο. Η άποψη της Επιστημονικής Επιτροπής είναι όντως μάλλον «νομικίστικη» και επιπλέον μια μεταξύ πολλών. Άλλοι ειδικοί υποστηρίζουν το αντίθετο. Πέραν τούτου, ο κ.Βαϊσγκέρμπερ προβάλει το γεγονός, ότι η πολιτική αναγκαιότητα για την προσφυγή στο κοινοβούλιο συμπίπτει με τη νομική: Θα ήταν παράλογο, λέει, να υπάρξει μια ουσιαστική αλλαγή του προγράμματος και να μην ασχοληθεί πάραυτα με αυτήν το κοινοβούλιο. Αυτό εξάλλου, ειρήσθω εν παρόδω, το απαιτούν όχι μόνο οι βουλευτές των κυβερνητικών κομμάτων (Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες), αλλά και εκείνοι των κομμάτων της αντιπολίτευσης (της Linke και των Πράσινων) – παρόλο που οι τελευταίοι δεν κρύβουν την χαιρεκακία τους για την έμμεση κριτική της Επιστημονικής Επιτροπής στη δήλωση Σόιμπλε. Η απαίτηση αυτή έχει απόλυτη προτεραιότητα έναντι των οποιοδήποτε νομικών ενστάσεων.
Το «ελληνικό αίνιγμα» του ΔΝΤ θα συνεχίσει ωστόσο να προκαλεί αναταράξεις στο Βερολίνο, όσο το προεδρείο του δεν ξεκαθαρίζει τη θέση του. Θα το κάνει ίσως στη σημερινή συνεδρίαση του στην Ουάσιγκτον; «Το θέμα της Ελλάδας δεν είναι στην σημερινή ατζέντα» υπενθυμίζει ο κ.Βάισγκέρμπερ. Η απόφαση για τη συμμετοχή αποκλείεται λοιπόν πιθανότατα και πάλι. Η επόμενη ευκαιρία γι αυτό θα είναι στις 20 Φεβρουαρίου, στη συνεδρίαση του Eurogroup στις Βρυξέλλες. «Το σασπένς κόβεται ήδη με το μαχαίρι» λέει άλλη πηγή του υπουργείου οικονομικών. Άδηλο τι θα αρχίσει να κόβει επιπλέον, όταν θα βγει η απόφαση.