Η Δημοκρατική Συμπαράταξη έχει αφήσει μακριά πίσω της τον αυτοπροσδιορισμό της ως «Τρίτου Πόλου». Εξάλλου κανένα κόμμα του κεντροαριστερού χώρου στην Ευρώπη δεν αυτοπροσδιορίζεται έτσι. Σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, αυτός ο αυτοπροσδιορισμός είχε να κάνει με την παραδοχή της εκλογικής, πολιτικής και προπάντων ιδεολογικής ήττας αυτού του χώρου από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ενδυνάμωση του ευρύτερου χώρου της ελληνικής Κεντροαριστεράς περνά μέσα από την αλλαγή των συσχετισμών με τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην Ευρώπη η εκάστοτε συνεργασία Σοσιαλδημοκρατίας και Ριζοσπαστικής Αριστεράς γίνεται στη βάση της εκλογικής κυριαρχίας της Σοσιαλδημοκρατίας, όπως έγινε στην Πορτογαλία. Επομένως η όποια, οψέποτε, συνεργασία των δύο χώρων προϋποθέτει την αντιστροφή των μεταξύ τους συσχετισμών.
Σίγουρα για αυτή την αλλαγή είναι αναγκαία η συμμετοχή πρωτίστως του Ποταμιού, αλλά και των υπόλοιπων κινήσεων προσωπικοτήτων και ανένταχτων πολιτών, στις οφειλόμενες να είναι ανοικτές διαδικασίες της ΔΗΣΥ, ως του ισχυρότερου σήμερα κόμματος στον χώρο. Μεγαλύτερη σημασία όμως έχει η στρατηγική και όχι απλά η οργανωτική ανασυγκρότηση του χώρου.
Σήμερα παρατηρούμε να διαμορφώνεται στην κοινωνία ένα όλο και μεγαλύτερο αντιευρωπαϊκό ρεύμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί εγγύηση ότι θα ακολουθήσει μέχρι τέλους γραμμή παραμονής στο ευρώ. Σε περίπτωση μη υπογραφής της Β’ Αξιολόγησης, δεν αποκλείεται να πάει σε εκλογές με σημαία τον αντιευρωπαϊσμό. Το έκαναν μια φορά, τι μας εγγυάται ότι προκειμένου να παραμείνουν δεύτερη δύναμη δεν θα το ξανακάνουν; Οι δηλώσεις Ξυδάκη χτύπησαν ένα ακόμη καμπανάκι.
Αν ο μεγάλος φόβος των ελλήνων πολιτών είναι η πιθανή αυτόνομη επικράτηση του κ. Μητσοτάκη, τότε η σημερινή γραμμή της ΔΗΣΥ για κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης, στον βαθμό που αποκλείει τη μονοκομματική κυβέρνηση της ΝΔ, είναι ορθότατη. Η κατάσταση όμως θυμίζει τους φινλανδούς στρατηγούς, οι οποίοι το 1939, παραμονές της επίθεσης του Στάλιν, καθησύχαζαν τον Αρχηγό του Επιτελείου τους, υποστηρίζοντας ότι ένας φινλανδός, επειδή είναι πιο μορφωμένος, με καλύτερο οπλισμό, ελεύθερος πολίτης, μπορεί να τα βάλει με 10 καταπιεσμένους Ρώσους. Ναι, τους είπε ο Αρχηγός, αλλά αν δεν έρθουν 10 Ρώσοι και έρθουν 11 ή περισσότεροι; Τότε τι κάνουμε;
Γιατί αν στην περίπτωσή μας το ζητούμενο είναι η μη διαιώνιση στην εξουσία του κ. Τσίπρα; Αν ο πραγματικός φόβος στην κοινωνία είναι η παραμονή, με οποιονδήποτε τρόπο, στην κυβέρνηση της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα; Τι γίνεται τότε; Τότε η γραμμή «κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης» χτίζει στρατηγικές στην άμμο.
Κανένα κόμμα εξουσίας δεν κατεβαίνει σε εκλογές με πρόγραμμα συγκυβέρνησης. Κατεβαίνει με πρόγραμμα δικής του διακυβέρνησης. Τα υπόλοιπα τα αποφασίζουν οι εκλογές. Διαφορετικά θα ήταν περιττές. Από πριν θα αποφασιζόταν ποιος με ποιον θα συγκυβερνήσει και θα τελείωναν όλα εκεί. Οταν ένα κεντροαριστερό κόμμα προσδιορίζεται με πολιτικές τύπου ούτε – ούτε, δεν πείθει ότι αποτελεί τον πραγματικό προοδευτικό πόλο που αντιπαρατίθεται στον συντηρητικό.
Αν επομένως η κοινωνία δεν φοβάται μήπως έρθει η ΝΔ, αλλά μήπως βρεθούν «καλοθελητές» που θα διατηρήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στα «πράγματα», τότε άλλη θα πρέπει να είναι η στρατηγική της ΔΗΣΥ. Βεβαίως άλλο ζητούμενο είναι η συνεννόηση μεταξύ φιλοευρωπαϊκής συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης.
Αν η ΔΗΣΥ θέλει ένα κόμμα το πολύ του 8%, μπορούν τότε να συνεχίζουν κάποιοι να βλέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως όμορο χώρο, μετά από όλα όσα έχει κάνει στη χώρα, στο ΠαΣοΚ, στη ΔΗΜΑΡ και στην ιδέα της Αριστεράς. Εναν ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο θα συνεχίσουν να κάνουν εκκλήσεις κυβερνητικής εθνικής συνεννόησης, μέχρι εξαντλήσεως των σημερινών και των δυνητικών ψηφοφόρων τους. Αν επίσης θέλει μονοψήφιο νούμερο, προχωρά σε ένα συνέδριο με τη σημερινή ομοσπονδιακή της μορφή, με αναλογική εκπροσώπηση των συνιστωσών της, με τα σύμβολα και ονόματα των κομμάτων στριμωγμένα το ένα πάνω από το άλλο. Μήπως τότε να προσλάβει και «σπρώχτες», όπως αυτοί που σπρώχνουν τους επιβάτες στα τρένα στο Τόκιο, για να στριμώχνουν τα σύμβολα στο λογότυπό της;
Αν όμως η ΔΗΣΥ επιδιώκει να γίνει κόμμα με διψήφια ποσοστά, τότε οφείλει να επιζητά όχι μόνο την εκλογική αλλά και την ιδεολογική και προγραμματική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό σημαίνει ότι σταματά εδώ και τώρα κάθε φωνή για οποιουδήποτε είδους συνεργασία με αυτόν, όσο ακόμη αυτός αποτελεί τη δεύτερη εκλογική δύναμη. Αν θέλει ένα διψήφιο κόμμα, τότε την επομένη των εκλογών θα πρέπει να ακολουθήσει μετωπική επίθεση εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ και όχι το «όσα είπαμε νερό και αλάτι». Μέχρι να σταματήσει αυτός να είναι η κυρίαρχη δύναμη στον χώρο της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, καμία συζήτηση μαζί του περί όμορης, συγγενικής με την Κεντροαριστερά, δύναμης.
Τέλος, αν θέλει διψήφια ποσοστά, τότε προχωρά στη δημιουργία νέου ενιαίου κόμματος, με νέο όνομα, νέο σύμβολο, διαφορετικό από αυτά των συνιστωσών του, νέο πρόγραμμα, νέα εκλεγμένα κεντρικά όργανα και ηγέτη. Αυτό το κόμμα θα είναι πολυτασικό, με αναλογική εκπροσώπηση των τάσεων που θα σχηματισθούν στη βάση προγραμματικών και ιδεολογικών συγκλίσεων, αλλά και συγκλίσεων που αφορούν την ανανέωση σε πρόσωπα και αρχές. Αν θέλει, βεβαίως, να γίνει πραγματικά το κόμμα του Προοδευτικού Πόλου, ενός εκ των δύο φιλοευρωπαϊκών πόλων.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ