Το ιντερνέτ θα καταφέρει να μας κάνει όλους εξίσου άσημους, σκέφτομαι καθώς αδυνατώ να θυμηθώ ποιος έγραψε και πού διάβασα προ ημερών την ενδιαφέρουσα άποψη πως τα μέσα επικοινωνίας μεταδίδουν κακές ειδήσεις για να ικανοποιήσουν όχι τον σαδισμό ή τον μαζοχισμό των αναγνωστών τους αλλά το ένστικτο της αυτοσυντήρησής τους: αν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά, πρέπει να το ξέρουμε για να προφυλαχθούμε· αν πηγαίνουν καλά, γιατί να νοιαζόμαστε; Με τόσες ενημερωτικές σελίδες που ανοίγω κάθε μέρα, πώς να θυμάμαι πού διάβασα κάτι και ποιος το έγραψε; Η παλιά καλή εποχή που μας ενημέρωναν και διαμόρφωναν (ή μάλλον ενίσχυαν) τις απόψεις μας μια-δυο εφημερίδες και οι γνωστοί αρθρογράφοι τους φαίνεται να έχει τελειώσει.
Αλλά ενώ μπορείς να πάρεις μέτρα για να προστατευθείς από τον ιό που διαβάζεις πως επέρχεται ή από τους ληστές που εμφανίστηκαν στη γειτονιά σου, πώς να προστατευθείς από τον Τραμπ, τον Πούτιν, τον Ερντογάν που είναι τόσο μακριά και τόσο ισχυροί; Αυτό βεβαίως θα το κάνουν οι εκπρόσωποί σου, οι ηγέτες της πολιτικής ενότητας στην οποία ανήκεις, του κράτους του οποίου είσαι πολίτης. Πολλοί υποστηρίζουν πως αυτή η παροχή προστασίας από τους έξω (και η επιβολή της τάξης μέσα) είναι ο ορισμός της πολιτικής εξουσίας, αλλά, και αν ακόμη δεν ισχύει αυτό, προφανώς η πολιτική ηγεσία έχει την ευθύνη να το κάνει. Τον παλιό καιρό που οι ηγεσίες ήταν κληρονομικές οι υπήκοοι δεν είχαν ευθύνη για την ηγεσία τους, ήταν απλώς τυχεροί ή άτυχοι, ανάλογα με τις ικανότητες των αρχόντων τους. Στις δημοκρατίες όμως ψηφίζουμε για να διαλέξουμε τους άρχοντές μας, άρα οι πολίτες έχουμε ευθύνη για τη μοίρα μας.
Οταν όμως βλέπεις σήμερα κατά τεκμήριο σοβαρούς ανθρώπους, καθηγητές πανεπιστημίου και τέτοια, να παραδέχονται πως υπήρξαν «χρήσιμοι ηλίθιοι» που τους χρησιμοποίησε ο Αλέξης Τσίπρας για να φθάσει στην εξουσία με την υποστήριξή τους και την ψήφο τους, τι να πεις για τον τρόπο που ψηφίζουμε/υποστηρίζουμε πολιτικούς και κόμματα εμείς οι κοινοί θνητοί; Επειδή δεν έχω απάντηση στο ερώτημα και ψάχνω να τη βρω, διάβασα πρόσφατα το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο Democracy for Realists: Why Elections Do Not Produce Responsive Government (Achen & Bartels, Princeton University Press, 2016). Οι συγγραφείς προφανώς δεν αμφισβητούν την ανωτερότητα της δημοκρατίας απέναντι σε οποιοδήποτε άλλο καθεστώς αλλά επιχειρούν να αναδείξουν τα προβλήματά της: αναλύουν τα εκλογικά αποτελέσματα πολλών δεκαετιών στις ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκές χώρες, για να καταλήξουν στο απαισιόδοξο συμπέρασμα πως οι ψηφοφόροι δεν είναι καθόλου, μα καθόλου ορθολογικά όντα –αν εξαιρέσει κανείς την «ορθολογική άγνοιά» τους για την πολιτική: όλοι έχουμε πολλά προβλήματα να λύσουμε και δεν μας συμφέρει να δαπανήσουμε χρόνο και πόρους για να ασχοληθούμε με την κατανόηση των προβλημάτων της χώρας ή και της πόλης μας. Στο κάτω κάτω, μία μόνο ψήφο έχουμε, που μετρά όσο και η ψήφος εκατομμυρίων άλλων. Δεν συμφέρει να επενδύσουμε στη γνώση των πολιτικών δρώμενων –εκτός και αν είμαστε πολιτικοποιημένοι και άρα συμμετέχουμε στην πολιτική, οπότε η άγνοια δεν είναι ορθολογική αλλά επικίνδυνη.
Για τούτο, κατά τους συγγραφείς, οι κυβερνήσεις είναι ελάχιστα αντιπροσωπευτικές των συμφερόντων των ψηφοφόρων ή του δημοσίου συμφέροντος, όπως θα το προσδιόριζαν οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι, δημοσιογράφοι και άλλοι διανοούμενοι που ασχολούνται επαγγελματικά με τα δημόσια πράγματα χωρίς να είναι πολιτικοί. Σε αδρές γραμμές, το συμπέρασμά τους είναι πως οι εκλογές κρίνονται πρωτίστως από τις «ταυτότητες» (τα οργανικά σύνολα στα οποία εντάσσουν τους εαυτούς τους οι πολίτες) και τη συγκυρία, ακόμα και αν αυτή δεν εξαρτάται από τους πολιτικούς, που βεβαίως δεν μπορούν ούτε να εμποδίσουν ούτε να προκαλέσουν ξηρασίες, σεισμούς, καταποντισμούς ή και επιθέσεις καρχαριών σε κολυμβητές, φαινόμενα όμως που έκριναν αποτελέσματα εκλογών, σύμφωνα με την ανάλυσή τους. Το περίφημο άμεσο «οικονομικό συμφέρον» των ψηφοφόρων μετρά και αυτό μόνο ως συγκυρία: οι ψηφοφόροι ενδιαφέρονται αν πήγαν καλά τα πράγματά τους πέντε-έξι μήνες πριν από τις εκλογές και όχι το αν οι κυβερνώντες ανόρθωσαν ή καταβαράθρωσαν την εθνική οικονομία στο σύνολο της περιόδου που είχαν την εξουσία. Κάτι που οι ίδιοι οι πολιτικοί γνωρίζουν πολύ καλά πολύ πριν από τους εκλογολόγους και για τούτο οι κυβερνήσεις φροντίζουν πάντα να είναι γενναιόδωρες τις χρονιές των εκλογών.
Από την ανάλυσή τους για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (μέσω ελευθέρων εκλογών, ας μην το ξεχνάμε) καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «η επιθυμία του ισχυρού ηγέτη που εντοπίζει τους εσωτερικούς εχθρούς και υπόσχεται να τους αντιμετωπίσει, χωρίς να πολυνοιάζεται για νομιμότητες, εμφωλεύει σε κάθε δημοκρατικό εκλογικό σώμα και περιμένει να συσσωρευθεί αρκετός ανθρώπινος πόνος ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την εκρηκτική εξάπλωσή της».
Οι ηγέτες όμως μπορούν να φροντίσουν οι ίδιοι να συσσωρευθεί «αρκετός ανθρώπινος πόνος» όχι υποχρεωτικά επιδεινώνοντας τις συνθήκες στον τόπο τους αλλά ισχυριζόμενοι ότι αυτό πράγματι συμβαίνει, επιμένοντας ότι ο «εσωτερικός εχθρός» έχει συμμαχήσει με εξωτερικούς εχθρούς και απεργάζονται από κοινού την καταστροφή του τόπου. Οσο και αν ακούμε πολλά για τη σημασία του τουήτερ, των μπλογκ και των κοινωνικών δικτύων, τα κεντρικά μέσα (εφημερίδες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα) –ίσως η εποχή τους να μην τέλειωσε, αν μη τι άλλο, επειδή τουλάχιστον θυμόμαστε πού διαβάσαμε κάτι και ποιος το έγραψε, άρα τον κρίνουμε, συμφωνούμε, διαφωνούμε –μας προσδίδουν «ταυτότητα» ως αναγνώστες τους. Για τούτο ίσως και οι επιθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ σε αυτά τα παραδοσιακά μέσα –ας θυμόμαστε πάντα ότι πήρε σχεδόν 3.000.000 ψήφους λιγότερες από τη Χίλαρι Κλίντον. Το να κερδίσεις μερικές χιλιάδες ψήφους σε επαμφοτερίζουσες Πολιτείες και να κερδίσεις τους εκλέκτορες δεν είναι το ίδιο με το να κερδίσεις εκατομμύρια πιστούς οπαδούς.
Το πρόβλημα είναι ότι οι υποδεικνυόμενοι εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί νιώθουν με τη σειρά τους απειλούμενοι όταν καταγγέλλονται σαν τέτοιοι. Και με τη σειρά τους οι αντίστοιχοι ψηφοφόροι αναζητούν ισχυρούς ηγέτες που θα τους προστατεύσουν από την απειλή –αυτούς που με τη σειρά τους θα τους πείσουν ότι είναι αναγκαίοι γιατί υπάρχει συσσωρευμένος πολύς ανθρώπινος πόνος. Και αρχίζει η κλιμάκωση στο εσωτερικό και ανάμεσα στις χώρες, που, ευτυχώς, δεν εξαρτάται μόνο από την ισχύ των ηγετών αλλά και από το κατά πόσο οι θεσμοί τους και η κοινωνία των ιδιωτών περιορίζουν την παντοδυναμία των πολιτικών –κάτι που ίσως δεν ίσχυε στη Γερμανία του Μεσοπολέμου.
Αν στις ΗΠΑ πολίτες και θεσμοί δεν περιορίσουν τη βουλιμία του Τραμπ για εξουσία και την περιφρόνησή του για τη νομιμότητα, δεν θα πρέπει να παραξενευτούμε αν στο Μεξικό (ή και στην Ευρώπη, που είναι στόχος του) εμφανιστούν γηγενείς Τραμπ όχι από μιμητικό θαυμασμό αλλά από τον φόβο που προκαλούν οι πολιτικές του. Το ίδιο φαινόμενο μπορεί να προκαλέσουν σε γειτονικές χώρες άλλοι ηγέτες μικρότερης εμβέλειας αλλά με αντίστοιχα χαρακτηριστικά –ο Ερντογάν, ας πούμε.
Η κακή είδηση αυτού του άρθρου είναι πως δεν μπορούμε να στηριζόμαστε στις εκλογές και στη σοφία της ψήφου μας ούτε για το καλό ούτε για το κακό –κάτι που το είχαμε αισθανθεί εμπειρικά τα τελευταία χρόνια, κάποιοι σοφότεροι ίσως και από παλαιότερα. Οχι λόγω ηλιθιότητας αλλά λόγω της «ορθολογικής άγνοιάς» μας περί τα πολιτικά που δικαιούμαστε για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Αυτό που σώζει ή καταστρέφει είναι η ποιότητα του δημοκρατικού πολιτικού προσωπικού, οι μη πολιτικοί θεσμοί του κράτους (Δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές) και της κοινωνίας (ιδιωτική οικονομία, μέσα επικοινωνίας, ιδιωτικές συλλογικότητες). Και να θυμόμαστε πως η διασπορά κακών ειδήσεων έχει στόχο την αυτοσυντήρησή μας ως ατόμων και ως κοινωνίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ