Ενας κολοσσός της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ένα μυθιστόρημα 1.100 σελίδων, είναι οι «Δαιμονισμένοι» του Ντοστογέφκσι που μεταφέρει στη σκηνή του Rex ο Θοδωρής Αμπαζής στη διασκευή της Ελσας Ανδριανού. Η παράσταση, διάρκειας τρεισήμισι ωρών, κινείται στα όρια θεάτρου και μουσικής. Αυτός είναι ο δρόμος που ακολουθεί πιστά στη δουλειά του ο σκηνοθέτης και μουσικός, ο αναπληρωτής καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου σήμερα. Στενός συνεργάτης του Στάθη Λιβαθινού εδώ και 20 χρόνια (μαζί και στην Πειραματική, επί Νίκου Κούρκουλου), είναι ο ιδρυτής της ομάδας ΟΠΕRA (2000) και μετρά μαζί της γύρω στις 15 παραγωγές.
Οι «Δαιμονισμένοι» είναι για τον Θοδωρή Αμπαζή το πιο μεγάλο του εγχείρημα, ένα αποτέλεσμα εμπειρίας και ωριμότητας, το οποίο και παρουσιάζει στο «Βήμα».
Αλήθεια, κύριε Αμπαζή, είμαστε και εμείς δαιμονισμένοι;
«Ναι, είμαστε όλοι δαιμονισμένοι στον βαθμό που προσπαθούμε να πιστέψουμε σε κάτι. Καθώς έχουμε μέσα μας και το καλό και το κακό, σε εποχές κρίσης συνήθως η κακή πλευρά βγαίνει προς τα έξω. Ετσι γίνεται και στο έργο. Αυτή είναι η παραλληλία και ο λόγος για τον οποίο το ανεβάζουμε σήμερα».
Πού ρίχνει το βάρος η διασκευή της παράστασης;
«Εντοπίσαμε πρώτα τα σημεία που μας αρέσει να διαβάζουμε, αυτά που δονούν το είναι μας, άρα και τα πιο επίκαιρα για εμάς. Και μπήκαμε στην εξερεύνηση αυτού του υλικού. Η διασκευή μας βασίζεται ουσιαστικά στους τρεις ήρωες. Ο Βερχοβένσκι, ο «ανήθικος», ο Σάτοφ, ο «ηθικός» και ο Σταβρόγκιν, ο «αήθης», εκείνος που ψάχνει να βρει ενδιαφέρον στη ζωή και οδηγείται σε μια εσωτερική απομόνωση και στο τέλος στην αυτοκτονία. Προσπαθούμε να εμβαθύνουμε στον Σταβρόγκιν. Ως κοινωνία σήμερα είμαστε πιο κοντά του. Γιατί είναι ο ήρωας που προσπαθεί να πιστέψει σε κάτι και δεν βρίσκει τίποτα να πιστέψει. Μας ενδιαφέρει το στοιχείο της ανορεξίας για ζωή, κάτι που το ζούμε εδώ και δέκα χρόνια όλοι μας. Και ζωή σημαίνει πολλά, πάλη, προσπάθεια, αγώνας και όχι μόνο χαρά».
Ως κλασικό έργο έχει τις αντιστοιχίες του στο σήμερα. Ποιες είναι αυτές;
«Ζούμε παράλληλα την εποχή μιας κοινωνικής και ηθικής ρευστότητας που δίνει χώρο όχι μόνο στις κακές μας πλευρές αλλά και στους πιο «ελάσσονες» ήρωες να βγουν μπροστά. Μας ενδιαφέρει η πολιτική πλευρά του έργου μέσα από δύο – τρία πρόσωπα. Ενας ημιμαθής, ο Κοβένσκι, ο οποίος κατορθώνει να πείσει μια ολόκληρη κοινωνία ότι είναι μια μεγάλη οργάνωση και θα φέρει κάτι νέο –στην ουσία είναι μια ομάδα φανατικών που φέρνει χάος στη μικρή πόλη».
Τόσο εύκολα πείθονται οι κοινωνίες;
«Μια μικρή ομάδα φανατικών και σήμερα βρίσκει πάντα ευκαιρία και δίνει την εντύπωση ότι εκφράζει μια ολόκληρη κοινωνία. Απλώς βρίσκουν χώρο και βγαίνουν μπροστά. Η έλλειψη νηφαλιότητας μιας κοινωνίας επιτρέπει να μεγαλώσουν όλα αυτά τα συμπτώματα».
Θεωρείτε το έργο πολιτικό;
«Πιστεύω ότι το θέατρο είναι πολιτικό έτσι κι αλλιώς. Από τη στιγμή που κάποιος βγαίνει να δημοσιοποιήσει κάτι στους άλλους από σκηνής, σαν να είναι στην αγορά, κάνει μια πράξη. Στους «Δαιμονισμένους» μάς ενδιαφέρει περισσότερο το πολιτικό κομμάτι της ιστορίας, χωρίς φυσικά να αφήνουμε απ’ έξω τον έρωτα, την προδοσία, την αγάπη, την πίστη και την απιστία, την ηθική και το ανήθικο. Καλλιτέχνες είμαστε, δεν δίνουμε απαντήσεις. Θέτουμε ερωτήματα για να προβληματιστεί ο κόσμος. Στο τέλος κάνουμε μια παράβαση και μιλάμε ευθέως για το σήμερα, συνεχίζοντας τα λόγια του Ντοστογέφσκι».
Σκηνοθετείτε ως μουσικός;
«Από το 1991 που σκηνοθέτησα την πρώτη μου δουλειά στην Ολλανδία, δουλεύω πάνω στην αναζήτηση των ορίων μεταξύ μουσικής και θεάτρου. Πώς μπορεί δηλαδή η μουσική σκέψη να επηρεάσει τη θεατρική πράξη. Η παράσταση έχει στηθεί σαν συμφωνικό έργο, απλώς δεν χρησιμοποιούμε μόνο λυρικό τραγούδι».
Ο θίασος φαντάζομαι πως είναι μεικτός…
«Πράγματι. Εξι άνδρες ηθοποιοί και έξι γυναίκες, καθώς και έξι μουσικοί, εκ των οποίων πέντε στην ορχήστρα και μία λυρική τραγουδίστρια, η Ειρήνη Καράγιαννη. Εχει έναν μεταφυσικό ρόλο που φτιάξαμε εμείς. Είναι μια αράχνη που κινείται ανάμεσα σε όλους».
Πόσο επικίνδυνα είναι τα όρια ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές τέχνης;
«Το θέμα είναι να μη χαθεί η δραματουργική ουσία των πραγμάτων. Αλλά οι ηθοποιοί να μπορούν να εμβαθύνουν και να μην υπηρετείται μόνο μια φόρμα. Το υλικό είναι πλούσιο και εξαρχής δομημένο, μέσα από μια διαφορετική σκέψη. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι, εκτός από θεατρική παράσταση, να είναι ένα έργο τέχνης –ελπίζω καλό. Με μια αισθητική και μια κομψότητα. Στους καιρούς μας η κομψότητα υποφέρει, η ψυχική κομψότητα εννοώ».
Ο,τι αρέσει στον δημιουργό αρέσει και στο κοινό;
«Πιστεύω ότι συμπαντικό είναι το απόλυτα προσωπικό, αυτό που βρίσκεται στον πυρήνα μας. Βαθιά μέσα μας έχουμε όλοι τις ίδιες ανάγκες. Οταν κάτι μας δονεί, πιστεύω ότι δονεί και τους άλλους».
Γιατί επιλέγετε συχνά μυθιστορήματα και όχι θεατρικά έργα;
«Προσωπικά με ενδιαφέρει πιο πολύ το αφηγηματικό έργο γιατί είναι πολύ πιο χρήσιμο στο είδος της δουλειάς που κάνω. Οσο για τον Ντοστογέφκσι είναι κλασικός, εξού και διαχρονικός. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια, στον καιρό της κρίσης, ανεβαίνουν όλο και πιο πολύ τα έργα του».
Ως θεσμικός, από τη θέση του αναπληρωτή, αντιμετωπίσατε πέρυσι την κρίση στην Πειραματική Σκηνή. Ποιος είναι τελικά ο ρόλος αυτής της σκηνής;
«Η Πειραματική Σκηνή, από τη φύση της, πρέπει να είναι «ενοχλητική». Αλλιώς τι χρειάζεται; Ενοχλητική ακόμα και για εμάς. Και σε φόρμα και σε ιδέες. Η Πειραματική είναι σαν τον έφηβο στην οικογένεια. Είναι δυνατόν να μην του δώσεις το δικαίωμα να κάνει ατοπήματα, να κάνει ακραία πράγματα; Πρέπει να του δώσεις τη δυνατότητα να αναπτυχθεί. Νομίζω ότι και η κοινωνία μας χρειάζεται ένα ταρακούνημα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ