«Μόλις δέχθηκα την πιο παράξενη ερώτηση» λέει κουνώντας το κεφάλι του σαν να μονολογεί απορημένος ο Πάμπλο Λαρέν και κάθεται δίπλα μου για μια κουβέντα 20 λεπτών στο καφέ της παραλίας του ξενοδοχείου Majestyk στις Κάννες. «Ηταν μια δημοσιογράφος από τη Ρουμανία και με ρώτησε αν πιστεύω στον κομμουνισμό! Αν είναι δυνατόν! Ε, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα!».
Θα συμφωνήσω ότι η ερώτηση της ρουμάνας συναδέλφου δεν χαρακτηρίζεται από αυτό που αποκαλούμε «πολιτική ορθότητα», όμως από την άλλη μεριά μια βάση την έχει. Η τελευταία ταινία του Πάμπλο Λαρέν αλλά και ο λόγος για τον οποίο βρίσκεται στις Κάννες, όπου και συναντηθήκαμε (για τέταρτη μέχρι σήμερα φορά), είναι ο «Νερούδα». Περισσότερο μια πολιτική αλληγορία παρά μια αμιγώς βιογραφο-πολιτική ταινία, ο «Νερούδα» τοποθετείται στη Χιλή του 1948, όταν εν μέσω Ψυχρού Πολέμου ο χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα κατηγόρησε την κυβέρνηση της χώρας του ότι έχει προδώσει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το γεγονός εξόργισε τον πρόεδρο Γκονζάλες Βιντέλα και είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη του Νερούδα από τις Αρχές. Η ταινία εστιάζει στη σχέση που προκύπτει ανάμεσα στον ποιητή (φτυστός ο Λουίς Νιέκο) και στον επιθεωρητή της αστυνομίας Οσκαρ Πελουτσονάου (ο Μεξικανός Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ), σε ένα επικίνδυνο όσο και κωμικό παιχνίδι γάτας – ποντικού που ενδεχομένως να έδωσε στον δημιουργό του «Canto General» την ευκαιρία να μετατραπεί σε σύμβολο της ελευθερίας.
«Ο «Νερούδα» είναι η πρώτη ταινία που έκανα χωρίς να στηριχθώ σε δική μου ιδέα» είπε ο Λαρέν, του οποίου μια άλλη «βιογραφική» ταινία, η «Jackie», με θέμα τη Τζακλίν Κένεντι, προβάλλεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες της χώρας μας και διεκδικεί τρία Οσκαρ. «Ηταν ο παραγωγός μου, με τον οποίο έχω συνεργαστεί σε όλες τις ταινίες μου, εκείνος που εξεδήλωσε ενδιαφέρον να γυρίσει μια ταινία πάνω σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του Νερούδα. Η περίοδος μου κίνησε το ενδιαφέρον. Ηταν τότε που ενώ ο Νερούδα καταδιωκόταν από την αστυνομία μπόρεσε να γράψει την πιο παγκόσμια ποιητική συλλογή του, το «Canto General», αναμειγνύοντας πολιτική με ποίηση». Ο Λαρέν πίνει μια γουλιά από τον καπουτσίνο του και κουνώντας χαμογελαστά το κεφάλι του συνεχίζει: «Φαντάζεστε κάτι τέτοιο να συνέβαινε σήμερα; Μια ποιητική συλλογή ως εγχειρίδιο πολιτικού σε εκλογικό αγώνα; Αδιανόητο! Και όμως, τα ποιήματα του Νερούδα φαντάζουν τόσο επίκαιρα στις μέρες μας!».
Οπως και στις περισσότερες ταινίες του, το «Τόνι Μανέρο», το «Post Mortem», το υποψήφιο για το ξενόγλωσσο Οσκαρ «Νο» αλλά και την «Jackie», έτσι και εδώ ο Πάμπλο Λαρέν στοχεύει μεν στην «αναπαράσταση» μιας αληθινής εποχής αλλά με ποιητικούς – φαντασιακούς όρους δε. Η κινηματογράφησή του διακρίνεται από ρεαλισμό (χαρακτηριστικό και των εξωτερικών χώρων στο «Post Mortem», όπου έστησε σκηνές με τανκς να ισοπεδώνουν το Σαντιάγο), όμως οι ταινίες δίνουν την αίσθηση ότι είναι μεγάλης διάρκειας όνειρα (ή εφιάλτες) μέσα στους οποίους οι ήρωες, εγκλωβισμένοι καθώς είναι, αδυνατούν να αντιδράσουν.
Είναι μια τακτική που συνηθίζει. Στο «Post Mortem» χρησιμοποίησε τις ιστορίες για το πραξικόπημα του Πινοσέτ που είχε ακούσει από γονείς και παππούδες ως παιδί για να ξαναπλάσει με τη φαντασία του τα γεγονότα, έχοντας βεβαίως πρώτα κάνει σχολαστικές έρευνες για τον θάνατο του χιλιανού ηγέτη Σαλβαδόρ Αλιέντε: βρήκε τα πρωτότυπα πρακτικά του νεκροτομείου, μίλησε διεξοδικά με έναν από τους γιατρούς που έλαβαν μέρος σε αυτήν, κ.ο.κ.
Η έρευνα και το «ψέμα»
Την ίδια τακτική ο Λαρέν ακολούθησε στον «Νερούδα». Διάβασε αμέτρητες βιογραφίες που έχουν γραφτεί για τον Νερούδα, διάβασε παραπάνω από μία φορά όλο το έργο του, μίλησε με ανθρώπους που είχαν συναντήσει τον Νερούδα. Ωστόσο, για τη δημιουργία της ταινίας το βασικό βοήθημα του Λαρέν ήταν ο ευχαριστήριος λόγος του χιλιανού ποιητή όταν κέρδισε το Νομπέλ Λογοτεχνίας. «Ο ευχαριστήριος λόγος του Νερούδα –που ευτυχώς μπορεί να βρεθεί στο Internet –ήταν πολύ όμορφος, πολύ ανθρώπινος» είπε ο σκηνοθέτης. «Στο τέλος της ομιλίας του μιλά για την περίοδο που πραγματεύομαι στην ταινία μου. Και λέει πως όταν πέρασε τα σύνορα και βρέθηκε με τους ανθρώπους που τον βοήθησαν δεν ήξερε ποιος ήταν. Προσωπικά το αντιμετωπίζω σαν ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Κλείνοντας τον λόγο του ο Νερούδα είπε ότι ακόμη δεν ήξερε αν το έζησε, αν το έγραψε ή αν το ονειρεύτηκε. Αυτός ήταν ο πυρήνας της ταινίας, το κλειδί της».
Για τον σκηνοθέτη στόχος ήταν να δει και να αισθανθεί τον Πάμπλο Νερούδα σαν έναν τόσο σύνθετο και εκτενή δημιουργό που θα ήταν σχεδόν αδύνατον να τον κατατάξεις κάπου, σε μία μόνο κατηγορία. «Θα ήταν αδύνατον με άλλα λόγια να κάνουμε μια ταινία-πορτρέτο με έναν κάθετο και γρήγορο τρόπο» είπε. Γι’ αυτό και επέλεξε την ιστορία της φυγής του, την έρευνα και τον λογοτεχνικό θρύλο. Είναι γνωστό ότι στον Νερούδα άρεσαν οι ιστορίες μυστηρίου, ένα είδος που εμπεριέχει αλλαγές και χαρακτήρες που εξελίσσονται. «Στη δική μας περίπτωση, είναι τα στοιχεία της φάρσας και του παραλόγου» είπε ο Λαρέν. «Κανένας δεν καταλήγει όπως ξεκίνησε στην ιστορία –ούτε ο κυνηγός ούτε η λεία». «Για εμάς η ταινία «Νερούδα» είναι μια ψεύτικη βιογραφία» συνέχισε ο σκηνοθέτης. «Εφηύραμε έναν κόσμο, όπως ο Νερούδα είχε εφεύρει τον δικό του. Δημιουργήσαμε ένα «νερουδιακό» φιλμ, όχι ένα φιλμ για τον Νερούδα. Η ταινία είναι κάτι σαν ένα διήγημα που ο Νερούδα θα ήθελε να διαβάσει».
Η ματιά του ηθοποιού
Σε μια ταινία που λέγεται «Νερούδα» βέβαια και στην οποία κεντρικός ήρωας είναι ο Πάμπλο Νερούδα μεγάλο βάρος –αν όχι το μεγαλύτερο –πέφτει πάνω στις πλάτες του ηθοποιού που τον υποδύεται. Στην ερώτηση πώς αντιμετώπισε τον Πάμπλο Νερούδα ο Λουίς Νιέκο, ο ηθοποιός δήλωσε το εξής: «Πάντα ένα παράδοξο, τόσο ευαίσθητος όσο μπορεί να είναι ένας άνθρωπος, αισθησιακός, ηδονιστικός, και την ίδια στιγμή ενεργός πολιτικά και αφοσιωμένος. Ιδιοφυής και αποφασιστικός από παιδί ακόμα, αδύναμος μερικές φορές, ακόμα και επιφανειακός. Κατηγορηματικός, γενναίος, περιπετειώδης και κομψός. Πάντα λαμπερός, ευλογημένος με το φως της ιδιοφυΐας και εμπνευσμένος από τη μούσα του με ένα πάθος που αν υπήρχε στην πραγματικότητα θα ήταν τυφλό και γεμάτο πείσμα».
Βραβεία – συμμετοχές της ταινίας
¢ Επίσημη συμμετοχή, Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών, Φεστιβάλ Καννών 2016.
¢ Επίσημη συμμετοχή (Διαγωνιστικό Τμήμα), Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου 2016.
¢ Υποψήφια για βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μονάχου 2016.
¢ Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
¢ Υποψηφιότητα της Χιλής για Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Η ζωή του Πάμπλο Νερούδα (1904 – 1973)
Ο ποιητής οφείλει να συμμετέχει στα κοινά και να διαχωρίζει την ποίηση από την πολιτική πίστευε ο Νεφταλί Ρικάρδο Ρέγες Μπασάλτο, ένας από τους πιο σημαντικούς και παραγωγικούς ποιητές της Λατινικής Αμερικής, δημιουργός περισσότερων από 30 βιβλίων (μυθιστορημάτων και ποιητικών συλλογών).
Γεννημένος το 1904 στο Παράλ της Χιλής, ο Νερούδα από νωρίς εντάχθηκε στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος ενώ αργότερα εκλέχτηκε γερουσιαστής.
Αντιπροσώπευσε τη χώρα του ως διπλωμάτης σε διάφορα μέρη της Απω Ανατολής και της Ισπανίας, όπου και έζησε από κοντά τον εμφύλιο.
Οταν το 1948 το Κομμουνιστικό Κόμμα κηρύχτηκε παράνομο, ο Νερούδα ταξίδεψε αρχικά στην Αργεντινή και αργότερα στη Σοβιετική Ενωση. Κέρδισε το Βραβείο Λένιν στη Χιλή το 1953 όπου είχε πια επιστρέψει. Εκτός από τα πολιτικοποιημένα ποιήματά του, έγραψε επίσης προσωπικά ποιήματα εκ των οποίων πολλά ήταν ερωτικά με πιο χαρακτηριστικά της συλλογής «Εκατό ερωτικά σονέτα» που απευθύνονται στη Ματίλντε Ουρούτια. Κέρδισε το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1971 όταν η φήμη του ήταν πλέον παγκόσμια. Εκείνη την εποχή διατελούσε πρεσβευτής στη Γαλλία. Χαρακτηριστικά έργα του πέραν των όσων αναφέρθηκαν στο άρθρο τα «Η τρίτη κατοικία», «Το αλλοπρόσαλλο βιβλίο», «Γήινη κατοικία» κ.ά. Ο θάνατός του το 1973 σε ηλικία 69 ετών ήταν η σπίθα που άναψε το ξέσπασμα των συμπατριωτών του κατά της δικτατορίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ