Μichael j. Sandel
Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα

Μετάφραση Μιχάλης Μητσός,
εκδόσεις Πόλις, 2016, σελ. 320, τιμή 18 ευρώ
Από το πλήθος των προς πώληση δικαιωμάτων, επενδύσεων και υπηρεσιών που ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Μάικλ Τζ. Σαντέλ παραθέτει στην αφετηρία του πολύκροτου βιβλίου του «Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα» δύο ξεχωρίζουν για την ευρηματικότητα και την εμβληματική τους υπόσταση ως προς το επιχείρημα του συγγραφέα. Πρώτον, η ωριαία μίσθωση αστέγων από εξειδικευμένες εταιρείες που πληρώνονται από λομπίστες προκειμένου να κρατούν θέσεις στις ουρές που σχηματίζονται στην Ουάσιγκτον τη νύχτα έξω από το Καπιτώλιο εν αναμονή της έναρξης των συνεδριάσεων. Δεύτερον, η εξαγορά ασφαλειών ζωής ασθενών ή ηλικιωμένων από άτομα ή εταιρείες, η πληρωμή των ασφαλίστρων τους όσο ζουν και η είσπραξη της ασφάλειας μετά θάνατον. Οι άστεγοι πληρώνονται 15 ως 20 δολάρια την ώρα. Η εξαγορά ασφαλειών είναι μια αγορά 30 δισ. δολαρίων. Και οι δύο θα ήταν αδιανόητες πριν από 30 χρόνια. Και οι δύο οφείλουν να μας κάνουν να στοχαστούμε για τα «ηθικά όρια των αγορών», επισημαίνει ο Σαντέλ.
Ο διασημότερος ίσως καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας παγκοσμίως εξέδωσε αυτό το εύληπτο, κατατοπιστικό και δυναμικό κείμενο για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2012, μεσούσης της ελληνικής κρίσης χρέους, δίνοντας μία από τις πρώτες μνείες της αλματώδους ανόδου των ανισοτήτων που δύο χρόνια αργότερα θα τεκμηρίωνε πειστικά ο Τομά Πικετί με το «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα». Ουσιαστικά, η κύρια κατεύθυνση του επιχειρήματος του Σαντέλ λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς το έργο του Πικετί, εφόσον εκκινεί από το ηθικό ζήτημα της εξάπλωσης των αγορών. «Ορισμένα από τα καλά πράγματα στη ζωή διαφθείρονται, διαβρώνονται ή ευτελίζονται, όταν μετατρέπονται σε εμπορεύματα» διαπιστώνει. Εντοπίζει το πρόβλημα αφενός στην αύξηση των πραγμάτων που το χρήμα εξασφαλίζει πλέον, από την υγεία ως την πολιτική επιρροή, και τον αποκλεισμό, κατά συνέπεια, από αυτά όσων δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην τιμολόγησή τους, και αφετέρου στον εκτοπισμό άλλων αξιών από τις αξίες της αγοράς, γεγονός που συντελεί στη διάβρωσή τους.
Η κοινωνίατης αγοράς
Ως αποτέλεσμα, σήμερα ζούμε όχι σε μια οικονομία αλλά σε μια κοινωνία της αγοράς. Και εντός της απουσιάζει, επισημαίνει ο Σαντέλ, κάθε πολιτική συζήτηση για τις ηθικές της παραμέτρους. Καθώς οι ηθικές κρίσεις των συναλλακτικών πράξεων απουσιάζουν από τις καταστατικές αρχές της λογικής των αγορών η αποδοχή ενός καθεστώτος αγοραπωλησίας συνεπάγεται την αντιμετώπιση όσων συμπεριλαμβάνει ως εμπορευμάτων και την κατάφαση ως προς το ορθό της εμπορευματικής τους φύσης: «Αν κάποιος είναι διατεθειμένος να πληρώσει για να κάνει σεξ ή για να πουλήσει ένα νεφρό και ένας συναινών ενήλικος είναι διατεθειμένος να πουλήσει αυτό το προϊόν, η μόνη ερώτηση που κάνει ο οικονομολόγος είναι «πόσο;». Οι αγορές δεν κουνούν το δάχτυλο».
Για τον Γκάρι Μπέκερ του Πανεπιστημίου του Σικάγου η οικονομική προσέγγιση διέπει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όλες τις πτυχές του ανθρώπινου βίου –την αγορά ενός βερνικιού, την επιλογή μάρκας καφέ, τον γάμο και το διαζύγιο. Προεκτάσεις της ιδέας του Μπέκερ για την πανταχού παρούσα ισχύ της συνεπαγωγής κόστους-οφέλους εντοπίζει ο Μάικλ Σαντέλ σε εκπαιδευτικές πολιτικές που συνδέονται με προγράμματα πληρωμής μαθητών για καλύτερες επιδόσεις, στη χρηματική κινητροδότηση ασθενών για να λαμβάνουν τα φάρμακά τους ή στη μετατροπή προστίμων σε τέλη (την εξαφάνιση δηλαδή του ηθικού σκέλους από μια ποινή), όπως στην περίπτωση των αγοραπωλησιών ρύπανσης και των αντισταθμίσεων άνθρακα ως μεθόδων αντιμετώπισης της πλανητικής υπερθέρμανσης. Η εμμονή της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης στα κίνητρα «προσδίδει στον οικονομολόγο τον ρόλο του ακτιβιστή», γράφει ο Σαντέλ, εφόσον η ταύτιση των κινήτρων με ακρογωνιαίο λίθο της σύγχρονης ζωής ανάγει την αγορά σε «ένα βαρύ χέρι, ένα χέρι που χειραγωγεί». Αμεση συνέπεια μιας τέτοιας κατάστασης πραγμάτων είναι αγοραπωλησίες στις οποίες τα αγαθά αλλοιώνονται, ευτελίζονται ή διαβρώνονται. Είναι θεμιτή η συνήθης στις ΗΠΑ θέσπιση ασφαλειών ζωής για υπαλλήλους μεγάλων εταιρειών οι οποίες πληρώνουν τα ασφάλιστρα και εισπράττουν το σύνολο της αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου τους; Γιατί δεν θα πρέπει να θεωρηθούν «στοιχήματα θανάτου» οι περιπτώσεις εξαγοράς ασφαλειών ζωής βαριά ασθενών κάτω από την ονομαστική τους αξία, κάτι που μπορεί να διασφαλίζει την ποιότητα ζωής τους, προσπορίζει όμως κέρδη από τον θάνατό τους, εφόσον αυτός συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα; Συμβαδίζει με την ηθική η πώληση διαφημιστικού χώρου σε περιπολικά προκειμένου να εξοικονομηθούν δημόσιοι πόροι;
Ηθική, ανισότητες, δημοκρατία
Ο στοχασμός του Μάικλ Σαντέλ ανάγεται εν τέλει στον προβληματισμό για την αλλοίωση του νοήματος των δημόσιων αγαθών και του περιεχομένου της δημοκρατίας. Πέρα από το ηθικό ή μη υπόβαθρο της κερδοσκοπίας διακρίνεται η συρρίκνωση του καθοριστικού στοιχείου της κοινότητας. Ενδεικτικό παράδειγμα τα γήπεδα του μπέιζμπολ (ή του ποδοσφαίρου, στα καθ’ ημάς), κατεξοχήν χώροι εξισωτισμού στο παρελθόν, χτισμένοι με απλές κερκίδες για όλους, τα οποία απέκτησαν σχετικά πρόσφατα διαφορετικές ζώνες, με αποκορύφωμα τις πολυτελείς σουίτες για εταιρείες ή VIPs. Η έκλειψη της εμπειρίας της ανάμειξης των τάξεων στο γήπεδο, θεωρεί ο Σαντέλ, αποτελεί μεταφορά της αύξησης των ανισοτήτων στη σύγχρονή μας κοινωνία: «Η δημοκρατία δεν απαιτεί απόλυτη ισότητα», γράφει, «απαιτεί όμως μια κοινή ζωή από τους πολίτες της» –και αυτή χάνεται όταν οι εύποροι ζουν, ψυχαγωγούνται ή επιδίδονται σε αγοραπωλησίες σε διακριτούς, στεγανούς χώρους. Σε μια εποχή θριαμβολογίας των αγορών, καταλήγει ο Μάικλ Σαντέλ, επείγει ο αναστοχασμός της θέσης τους. Αν αξιολογούνταν όλα τα αγαθά με αποκλειστικά εμπορευματικούς όρους, αν η οικονομίστικη προσέγγιση πράγματι διείπε τα πάντα, δεν θα είχε καταργηθεί η δουλεία και η εξαγορά της ψήφου θα ήταν νόμιμη. Η επέκταση της εμπορευματοποίησης επιβάλλει την αναθεώρηση «του ρόλου και της επίδρασης των αγορών στις κοινωνικές μας πρακτικές, στις ανθρώπινες σχέσεις και στην καθημερινή μας ζωή». Αυτά υποδεικνύουν τελικά τι δεν μπορεί (και τι δεν πρέπει) να αγοράζει το χρήμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ