Οι οικονομικοί αναλυτές παραδοσιακά προσφέρουν τις (παραδοσιακά ανακριβείς) προβλέψεις τους για το νέο έτος στο ξεκίνημα του Ιανουαρίου. Αλλά εφέτος φάνηκε κατάλληλο να περιμένουν μέχρι να εγκατασταθεί ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο για να ζυγίσουν μερικές από τις κύριες εκπλήξεις που μπορεί να ταρακουνήσουν την παγκόσμια οικονομία και τις χρηματιστηριακές αγορές. Κρίνοντας από την τρέχουσα κίνηση της αγοράς και των συνθηκών, ο κόσμος θα μπορούσε να ξαφνιαστεί από τρεις πιθανώς μεταμορφωτικές εξελίξεις.
Αρχικά, οι οικονομικές πολιτικές του Τραμπ είναι πιθανόν να παράγουν πολύ υψηλότερα επιτόκια και πληθωρισμό από ό,τι αναμένουν οι χρηματιστηριακές αγορές. Η εκλογή Τραμπ έχει σχεδόν σίγουρα τελειώσει την τριακονταπενταετή τάση αποπληθωρισμού και μειούμενων επιτοκίων που ξεκίνησε το 1981. Αλλά οι επενδυτές και αυτοί που χαράζουν πολιτικές δεν το πιστεύουν ακόμα.
Ενώ ο Τραμπ εγκαινιάζει τις πολιτικές του, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είναι πιθανό να σφίξει τη νομισματική πολιτική της περισσότερο από όσο είχε σχεδιάσει πριν από την ορκωμοσία, όχι λιγότερο, όμως, από όσο οι αγορές ακόμα αναμένουν. Περισσότερο σημαντικό, καθώς οι πολιτικές του Τραμπ ενισχύουν τόσο την πραγματική οικονομική δραστηριότητα όσο και τον πληθωρισμό, τα μεσοπρόθεσμα επιτόκια, που επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία περισσότερο από των κεντρικών τραπεζών, είναι πιθανό να ανέβουν απότομα. Η μόνη αβεβαιότητα είναι το πώς η νομισματική πολιτική θα αντιδράσει στον «Πληθωρισμό Τραμπ».
Στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, οι χρηματιστηριακές συνθήκες θα παραμείνουν αόριστες, καθώς οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να υποστηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη με μηδενικά επιτόκια και ποσοτική χαλάρωση.
Το δολάριο των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να ισχυροποιηθεί περισσότερο, ειδικά έναντι των αναδυόμενων συναλλαγματικών αγορών. Ο καταλύτης για την ανατίμηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν θα είναι μόνο τα υψηλότερα επιτόκια των ΗΠΑ, αλλά και η κατάσταση στις αναδυόμενες αγορές, όπου τα εξωτερικά χρέη έχουν αυξηθεί κατά 3 τρισεκατομμύρια δολάρια από το 2010.
Τώρα, ο προστατευτισμός του Τραμπ θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα, κυρίως για χώρες όπως είναι το Μεξικό και η Τουρκία, οι οποίες έχουν στηρίξει τις αναπτυξιακές στρατηγικές τους στις γρήγορα αυξανόμενες εξαγωγές και έχουν χρηματοδοτήσει την εσωτερική επιχειρηματική δραστηριότητα με χρέη σε δολάρια.
Φτάνει πια με τις άσχημες ειδήσεις. Ευτυχώς, μία τρίτη σημαντική εξέλιξη, που δεν είχε κοστολογηθεί στις χρηματιστηριακές αγορές, θα μπορούσε να είναι πιο φιλική για τις παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες: το 2017 η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε να πάει πολύ καλύτερα από ό,τι αναμένουμε.
Οι οικονομικοί δείκτες ξεκίνησαν να ανακάμπτουν απότομα στις περισσότερες χώρες της ΕΕ από τις αρχές του 2015, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σταμάτησε τον κατακερματισμό της ευρωζώνης, ξεκινώντας ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων μεγαλύτερο ακόμα και από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που εγκαινιάστηκε από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
Αλλά η οικονομική ανάκαμψη φρέναρε πέρυσι από τους φόβους για πολιτικό κατακερματισμό. Με την Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία να αντιμετωπίζουν λαϊκιστικές εξεγέρσεις –και τουλάχιστον με τις τρεις πρώτες να διεξάγουν εκλογές φέτος -, το σοκ του Brexit και του Τραμπ έχει φυσικά προκαλέσει ανησυχία ότι το επόμενο ντόμινο που θα πέσει θα είναι ένα από αυτά τα ιδρυτικά μέλη της ΕΕ, ακολουθούμενο ίσως από ολόκληρη την Ενωση.
Αυτές οι προσδοκίες δημιουργούν την πιθανότητα της μεγαλύτερης έκπληξης του 2017: αντί για τη διάλυση, τη σταθεροποίηση της ΕΕ. Κλειδί για τις εξελίξεις θα είναι οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, στις 7 Μαΐου. Αν κερδίσει είτε ο δεξιός Φρανσουά Φιγιόν είτε ο κεντρώος ανεξάρτητος Εμανουέλ Μακρόν, η Γαλλία θα μπει σε διαδικασία οικονομικής συμμόρφωσης, συγκρινόμενη με εκείνη της Γερμανίας το 2003.
Ακόμη και μια μέτρια δοκιμή τέτοιων μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να ενθαρρύνει μια χαλάρωση των όρων λιτότητας που απαιτούνται από τη γερμανική κυβέρνηση. Μια περισσότερο συνεργατική και εποικοδομητική γαλλο-γερμανική σχέση θα μπορούσε, υπό όρους, να διαβρώσει την υποστήριξη για το λαϊκιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία.
Το ρίσκο είναι, φυσικά, το ενδεχόμενο της νίκης της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία. Σε αυτή την περίπτωση, η διάλυση της ΕΕ θα γίνει ένα ρεαλιστικό σενάριο, προκαλώντας πανικό στις ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές και οικονομίες. Κάθε δημοσκόπηση και σοβαρή ανάλυση της γαλλικής πολιτικής δείχνει ότι μια προεδρία Λεπέν είναι μάλλον απίθανη φαντασίωση. Αλλά αυτά δεν έλεγαν και πέρυσι για την προεδρία του Τραμπ;


Ο Ανατόλ Καλέτσκι είναι οικονομολόγος και πρόεδρος της Gavekal Dragonomics.

HeliosPlus