Από το πρωί της 16ης Ιουλίου 2016, όταν το ελικόπτερο με τους οκτώ τούρκους αξιωματικούς προσγειώθηκε στην Αλεξανδρούπολη, οι έμπειροι παρατηρητές των ελληνοτουρκικών σχέσεων είχαν διατυπώσει τους προβληματισμούς τους για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η υπόθεση αυτή στις διμερείς σχέσεις. Η οξεία αντίδραση της Αγκυρας την περασμένη Πέμπτη, μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου να μην εκδώσει τους οκτώ στρατιωτικούς, επιβεβαίωσε αυτές τις ανησυχίες.
Η ανακοίνωση του Μαξίμου
Το Γραφείο Τύπου του Πρωθυπουργού, με ανακοίνωσή του το απόγευμα της Παρασκευής, προασπίστηκε την ανεξαρτησία της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Επανέλαβε όμως τη θέση ότι «οι υπαίτιοι του πραξικοπήματος δεν είναι ευπρόσδεκτοι στη χώρα μας». Η φράση αυτή κινείται στη γραμμή των δηλώσεων που είχαν προβεί, τις πρώτες ημέρες μετά το πραξικόπημα, η τότε κυβερνητική εκπρόσωπος Ολγα Γεροβασίλη, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς και ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Αμυνας Δημήτρης Βίτσας, με τις οποίες εμμέσως «φωτογράφιζαν» την επιθυμία της κυβέρνησης να βγάλει από επάνω της το «βάρος» μιας διπλωματικά δύσκολης υπόθεσης. Ιδιαίτερα ο τελευταίος είχε δηλώσει ότι «το επιχείρημα υπέρ της έκδοσης από την πλευρά της Τουρκίας είναι αρκετά ισχυρό, θα έλεγα πολύ ισχυρό».
Από την άποψη αυτή, προκαλεί απορία η ανάγκη του Γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού να επαναλάβει μια θέση που κινείται στο ίδιο πνεύμα. Παράλληλα, η Αθήνα έχει αποφύγει να απαντήσει στις συνεχείς αναφορές του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι είχε επικοινωνήσει με την ελληνική κυβέρνηση και είχε λάβει δεσμεύσεις ότι η υπόθεση θα διευθετείτο εντός 15-20 ημερών. Ο κ. Ερντογάν φέρεται να είχε συζητήσει το θέμα με τον Αλέξη Τσίπρα και κατά τη συνάντηση που είχαν τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών.
Πηγές που γνωρίζουν τις λεπτομέρειες της υπόθεσης αλλά δεν είχαν την εξουσιοδότηση να μιλήσουν επωνύμως έλεγαν στο «Βήμα» ότι το πνεύμα της ανακοίνωσης του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών ήταν μάλλον αναμενόμενο. Δύο ήταν τα σημεία στα οποία έδιναν τη μεγαλύτερη βάση.
Το πρώτο ήταν η κατηγορία ότι η Ελλάδα είναι πλέον μια χώρα που κατά την Τουρκία αποτελεί καταφύγιο για πραξικοπηματίες και τρομοκράτες (εξ ου και η συμπερίληψη στην ανακοίνωση των κατηγοριών ότι στην Ελλάδα είχαν βρεθεί παλαιότερα Κούρδοι του ΡΚΚ και στελέχη της οργάνωσης DHKP-C). Το δεύτερο ήταν η προειδοποίηση ότι η απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης θα έχει επιπτώσεις και ίσως οδηγήσει σε επανεξέταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τόσο σε διμερές όσο και σε πολυμερές επίπεδο.
Απειλές για το Προσφυγικό
Η βασικότερη ανησυχία που εξέφραζαν διπλωματικές πηγές ήταν η επίπτωση πιθανών τουρκικών κινήσεων στο μέτωπο του Προσφυγικού. Και αν η αναμενόμενη αποστολή δεύτερου αιτήματος έκδοσης των οκτώ αξιωματικών δεν μπορεί να έχει τύχη, αφού η απόφαση του Αρείου Πάγκου είναι οριστική και αμετάκλητη, η δήλωση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου ότι «θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα, ακόμα και η ακύρωση της διμερούς συμφωνίας με την Ελλάδα για την επανεισδοχή των προσφύγων» ακουμπάει ακριβώς πάνω στο ζήτημα του Προσφυγικού.
Κυβερνητικοί και διπλωματικοί παράγοντες σημείωναν ότι ο κ. Τσαβούσογλου δεν αναφέρθηκε γενικά στη Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη από τη στιγμή που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υποδέχεται στις 2 Φεβρουαρίου στην Αγκυρα την καγκελάριο της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ. Ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας αναφέρθηκε στο διμερές Πρωτόκολλο Επανεισδοχής Ελλάδος – Τουρκίας, στο οποίο βασίζεται, νομικά, η επιστροφή παράνομων μεταναστών στην Τουρκία.
Το ερώτημα είναι αν η αναστολή εφαρμογής του Πρωτοκόλλου θα επηρεάσει την ευρωτουρκική συμφωνία. Σύμφωνα με διπλωματικούς κύκλους, πιθανή αναστολή του μάλλον αφορά καταρχήν την επανεισδοχή στα ελληνοτουρκικά χερσαία σύνορα στον Εβρο. Στα νησιά, η Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας λογικά εξακολουθεί να ισχύει. Με ενδιαφέρον αναμένεται επίσης η εξέλιξη των ροών προς τα ελληνικά νησιά τις προσεχείς ημέρες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ