Η κρίση, σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), επηρέασε σημαντικά τον καθαρό χρηματοοικονομικό (μετοχές, ομόλογα, καταθέσεις κ.τ.λ.) πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών, ο οποίος σε μέσα επίπεδα από τις αρχές του 2008 ως τις αρχές του 2016 υποχώρησε κατά 37,5%.
Από τις αρχές του 2008 ως το α’ εξάμηνο του 2012 η μείωση έφθασε το 65,3%, εξαιτίας της πτώσης των στοιχείων του ενεργητικού και της αύξησης των υποχρεώσεων των νοικοκυριών.
Από το γ’ τρίμηνο του 2012 ως το α’ τρίμηνο του 2016 αυξήθηκε κατά 79,8% (μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής περιόδου 16,4%), καθώς οι συνολικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών περιορίστηκαν, ενώ αυξήθηκε η αξία του συνόλου του ενεργητικού τους.
Μεταξύ α’ τριμήνου 2010 και α’ τριμήνου 2016 παρατηρείται συρρίκνωση του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά 32,8% ή κατά 57 δισ. ευρώ (από 173,5 δισ. ευρώ σε 116,5 δισ. ευρώ), κυρίως λόγω της μεγάλης μείωσης που υπέστησαν το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας κατά 31,5% (από 86,8 δισ. ευρώ σε 59,4 δισ. ευρώ), το λειτουργικό πλεόνασμα κατά 29,1% (από 76,2 δισ. ευρώ σε 54 δισ. ευρώ), οι κοινωνικές παροχές (κυρίως συντάξεις) κατά 17,2% (από 43,5 δισ. ευρώ σε 36,1 δισ. ευρώ) και το καθαρό εισόδημα περιουσίας κατά 45,6% (από 9,5 δισ. ευρώ σε 3,5 δισ. ευρώ).
Διακράτηση μετρητών
Κατά την επιδείνωση της κρίσης, παρατηρείται απροθυμία ανάληψης κινδύνου και αναδιάταξη του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών, με κατεύθυνση τις πιο άμεσα ρευστοποιήσιμες μορφές χρηματοοικονομικού πλούτου, όπως οι καταθέσεις, ενώ το μερίδιο των νοικοκυριών σε μετοχές, χρεόγραφα και αμοιβαία κεφάλαια μειώθηκε σημαντικά.
Σε περιόδους υψηλής αβεβαιότητας της χώρας, ακόμη και οι καταθέσεις έχασαν την ελκυστικότητά τους και η διακράτηση μετρητών (νόμισμα σε κυκλοφορία) αυξήθηκε σημαντικά.
Κατά την όξυνση της κρίσης, με αποκορύφωμα το β’ τρίμηνο του 2012, η οικονομική αβεβαιότητα αύξησε τη ροπή των νοικοκυριών προς αποθησαυρισμό, με αποτέλεσμα το μεν μερίδιο των μετρητών να αυξηθεί σημαντικά, από 3,2% που ήταν πριν από την έναρξη της κρίσης σε 17,6% του συνόλου του ενεργητικού των νοικοκυριών, το δε μερίδιο των καταθέσεων από 49% σε 59,7%, εις βάρος κυρίως του μεριδίου των μετοχών, που περιορίζεται σημαντικά στο 3,9% από 26,9%, και των χρεογράφων, που υποχωρεί σε 6,3% από 8,3%.
Την περίοδο που προηγήθηκε της χρηματοπιστωτικής κρίσης, με έμφαση στο διάστημα που χαρακτηρίστηκε από ταχεία οικονομική ανάπτυξη για την Ελλάδα, δηλαδή από το 2004 ως το 2007, παρατηρήθηκε συνεχής και σημαντική αύξηση των δανειακών υποχρεώσεων των νοικοκυριών, κυρίως με σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεων σε κατοικίες.

Αύξηση υποχρεώσεων
Οι συνολικές υποχρεώσεις των ελληνικών νοικοκυριών αυξάνονταν σταθερά από το α’ τρίμηνο του 2002 ως και το γ’ τρίμηνο του 2010, οπότε έφθασαν στην κορύφωσή τους σημειώνοντας αύξηση κατά 347%.

Ωστόσο, κατά την επιδείνωση της κρίσης και με την εφαρμογή των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής της χώρας από το 2010 και μετά, τα νοικοκυριά άρχισαν σταδιακά να περιορίζουν την καθαρή δημιουργία νέου χρέους.
Πριν από το 2008 στην αύξηση της αξίας του συνόλου του ενεργητικού των νοικοκυριών συνέβαλαν σχεδόν αποκλειστικά οι συναλλαγές. Η εικόνα αυτή διαφοροποιείται μετέπειτα και ιδιαίτερα κατά το πρώιμο στάδιο της κρίσης (2008-2009), καθώς οι απομειώσεις που συνέβαιναν στο σύνολο της αξίας του ενεργητικού των νοικοκυριών δεν μπορούσαν να αντισταθμιστούν από τις θετικές ροές (συναλλαγές) που επίσης πραγματοποιούνταν το διάστημα αυτό.

Αντίθετα, το διάστημα 2013-2014 παρατηρείται σημαντική αύξηση της αξίας του συνόλου του ενεργητικού και αποδίδεται κυρίως σε ανατιμήσεις, οι οποίες υπερέβαιναν τις συγκριτικά μικρές αρνητικές συναλλαγές.

Από το 2009 η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών κατά λειτουργικό σκοπό υποχώρησε σε πραγματικούς όρους με μείωση όλων των επιμέρους κατηγοριών δαπανών.
Οι δαπάνες που αφορούν διαρκή καταναλωτικά αγαθά περιορίζονται σημαντικά εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ