Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένως επιτεθεί στην Κίνα. Και με κάθε αφορμή: από τα θέματα εμπορίου έως το ζήτημα της Ταϊβάν. Στόχος του είναι να πιέσει τον κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ να υποχωρήσει από τις θέσεις του. Επιμένοντας όμως στις επιθέσεις, ο Τραμπ ρισκάρει μια κατά μέτωπον σύγκρουση με το Πεκίνο που θα δυσχέραινε κατά πολύ τις μελλοντικές σινοαμερικανικές συμφωνίες.
Ο πληθυσμός της Κίνας ξεπερνά τα 1,3 δισεκατομμύρια. Και τα μεγάλα κρατικά μέσα ενημέρωσης φροντίζουν να διατηρούν ακμαία και λαμπερή την εικόνα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι λεονταρισμοί του Τραμπ θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν τον κινεζικό εθνικισμό. Σε μια χρονική συγκυρία μάλιστα, κατά την οποία οι κινέζοι ηγέτες έχουν θέσει ως προτεραιότητα και εργάζονται σκληρά για να τονώσουν το αίσθημα υπερηφάνειας των πολιτών και να ενισχύσουν την ενότητα της χώρας.

Aπαιτήσεις για αντίποινα
Αν η ρητορική του Τραμπ εξάψει τον κινεζικό πατριωτισμό θα περιορίσει τα περιθώρια που διαθέτει ο Σι σε ό,τι αφορά τον χειρισμό των σινοαμερικανικών σχέσεων καθώς στο εσωτερικό της χώρας θα εγερθούν απαιτήσεις για αντίποινα κατά της Ουάσιγκτον. Με δεδομένους τους πάγιους φόβους μιας κοινωνικής έκρηξης, η κινεζική πολιτική ηγεσία δύσκολα θα αγνοούσε τέτοιες απαιτήσεις.
Ο Σι, όπως έπρατταν και οι προκάτοχοί του, χρησιμοποιεί τον εθνικισμό για να ενισχύσει και τη δική του θέση και του κόμματος. Η αγέρωχη στάση του στη διεθνή σκηνή και η απάντηση σε κάθε πρόκληση αποτελούν απαραίτητα στοιχεία ενός ισχυρού ηγέτη. Για αυτό ο κινέζος πρόεδρος επέκτεινε τη στρατιωτική παρουσία της πατρίδας του στη Νότια Θάλασσα της Κίνας.

«Αν ο κινεζικός λαός θεωρήσει ότι οι δηλώσεις Τραμπ μειώνουν τον Σι θα περιμένει από τον πρόεδρό του μια πολύ σκληρή απάντηση σε αυτές. Και αν οι σχέσεις με τις ΗΠΑ οξυνθούν, εύκολα οι εθνικιστές θα οργανώσουν διαδηλώσεις σαν κι αυτές που είχαν διοργανώσει το 2012 κατά της Ιαπωνίας»
σημειώνει ο Πολ Χένλι, σύμβουλος του πρώην προέδρου Τζορτζ Μπους του υιού στις σχέσεις με την Κίνα και σήμερα διευθυντής του Carnegie-Tsinghua Center for Global Policy στο Πεκίνο.

Λεπτές ισορροπίες
Καθώς ο Σι ετοιμάζεται για τη στελεχική ανανέωση του κόμματος τους μήνες που ακολουθούν, οφείλει να καλλιεργεί το προφίλ ενός ισχυρού και αποφασιστικού ηγέτη. Ως εκ τούτου, κάθε πρόκληση εκ μέρους των ΗΠΑ είναι βέβαιο ότι θα τύχει σθεναρής απάντησης εκ μέρους του. Ταυτόχρονα, ο κινέζος πρόεδρος οφείλει να φροντίσει ώστε οι εθνικιστές να μην ξεφύγουν από τον έλεγχό του, διότι κάλλιστα μπορεί να στραφούν εναντίον του.
Οι νύξεις του Τραμπ περί επίσημης αναγνώρισης της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, την οποία η Κίνα θεωρεί επαρχία της, τα παράπονα που εξέφρασε ο νέος πρόεδρος ότι το Πεκίνο δεν βοήθησε όσο θα μπορούσε για τον αφοπλισμό της Βόρειας Κορέας, οι απειλές του για επιβολή εξοντωτικών δασμών 45% στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα, αλλά και οι απειλές του υπουργού Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον ότι οι ΗΠΑ θα μπλοκάρουν με στρατιωτικά μέσα την πρόσβαση της Κίνας στα επιχωματωμένα νησιά που η ίδια δημιούργησε στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας προκάλεσαν προσεκτικές και μετρημένες αντιδράσεις στο Πεκίνο.

Αδιαπραγμάτευτες θέσεις
Κυβερνητικές ανακοινώσεις και κύρια άρθρα στον κινεζικό Τύπο ξεκαθάρισαν ότι οι θέσεις του Πεκίνου στα θέματα της Ταϊβάν και της Θάλασσας της Νότιας Κίνας είναι σταθερές και αδιαπραγμάτευτες. Αλλά είναι σαφές ότι κατεβλήθη προσπάθεια προκειμένου να μην εξαφθεί η δημόσια κατακραυγή για τις θέσεις της νέας διακυβέρνησης της Ουάσιγκτον.
Ο κινέζος υπουργός Εξωτερικών Γουάνγκ Γι σημείωσε σε ήπιο τόνο την περασμένη Τρίτη ότι η χώρα του επιθυμεί τη διευθέτηση όλων των ζητημάτων. «Προσδοκούμε τον διάλογο με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων των δύο χωρών και ασφαλώς στη βάση της αρχής της Ενιαίας Κίνας» ήταν το σχόλιό του που «ανέβασε» στην ιστοσελίδα του στο υπουργείο. Είναι σαφές όμως ότι αν ο Τραμπ οξύνει τη ρητορική του και τις προκλήσεις, κυρίως σε κυριαρχικά θέματα, ο Σι και το Πεκίνο θα απαντήσουν αναλόγως.

Η οικονομική ισχύς θρέφει το εθνικό μεγαλείο

Ο κινεζικός εθνικισμός χτίστηκε και γιγαντώθηκε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες κατά τις οποίες η Κίνα αναδείχθηκε ως η δεύτερη, μετά τις ΗΠΑ, οικονομική δύναμη στον πλανήτη. Ο ίδιος ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει κάνει λόγο για «υπέρβαση ενός αιώνα ταπείνωσης», όταν η χώρα επηρεαζόταν από τις ξένες δυνάμεις που ροκάνιζαν την κινεζική επικράτεια (κυρίως τον 19ο αιώνα και έως τα μέσα του 20ού που επικράτησε η επανάσταση). Μίλησε επίσης για «ανάκτηση της θέσης που είχε η Κίνα ως παγκόσμια δύναμη».

Ευλόγως η «νέα ιαπωνική επιθετικότητα» που εκδηλώθηκε πριν από την ανάδειξη του Σι στην κινεζική προεδρία όταν το Τόκιο δήλωσε κυρίαρχο τριών διαφιλονικούμενων νησιών στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Πλήθη διαδηλωτών σε περισσότερες από 12 κινεζικές πόλεις ξεχύνονταν στους δρόμους σπάζοντας ιαπωνικά αυτοκίνητα, καίγοντας ιαπωνικές σημαίες και λεηλατώντας καταστήματα με ιαπωνικά προϊόντα.
Γρήγορα οι διαδηλώσεις κατά της Ιαπωνίας εξέλαβαν αντικυβερνητικό χαρακτήρα. Πολλοί Κινέζοι έβγαιναν στους δρόμους κρατώντας φωτογραφίες του ιδρυτή του σημερινού καθεστώτος, Μάο Τσετούνγκ, και απαιτώντας από την κυβέρνηση να αποκαταστήσει την εθνική υπερηφάνεια με τον τρόπο που θα το έκανε ο Μεγάλος Τιμονιέρης.

«Ενα μάθημα της λαϊκής εξέγερσης των Κινέζων κατά της Ιαπωνίας το 2012 είναι ότι οι μαζικές διαδηλώσεις εύκολα μετατρέπονται σε αντικυβερνητικές και ότι τα αιτήματα των διαδηλωτών εμπλουτίζονται με άλλα, άσχετα με τα αρχικά, που όμως είναι πολύ ενοχλητικά για το Πεκίνο»
δήλωσε η Τζέσικα Τσεν Βάις, καθηγήτρια στο Cornell University της Νέας Υόρκης.
Πολλοί διαδηλωτές της εποχής, άλλωστε, εκμεταλλεύθηκαν την αναταραχή για να εκδηλώσουν την υποστήριξή τους στον διωχθέντα Μπο Σιλάι. Πρώην υπουργός Εμπορίου και μετέπειτα γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, ο Μπο είχε επιχειρήσει να αναβιώσει την πολιτική του Μάο. Το 2013 καταδικάστηκε σε δήμευση της περιουσίας του και σε ισόβια δεσμά για διαφθορά και κατάχρηση δημοσίου χρήματος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ