Με 14 υποψηφιότητες εφέτος στα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, η ταινία «La La land» πιάνει το ρεκόρ που μόνον δύο ταινίες στην 89χρονη μέχρι σήμερα ιστορία των Οσκαρ έχουν πετύχει. Το 1951 το «Ολα για την Εύα» του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς και το 1998 ο «Τιτανικός» του .
Η φόρα της δεύτερης ταινίας που σκηνοθέτησε ο μόλις 31χρονος Ντέμιαν Σαζέλ είχε ξεκινήσει από το φεστιβάλ Βενετίας, πέρυσι τον Σεπτέμβριο, από όπου η ταινία έφυγε με ένα βραβείο γυναικείας ερμηνείας για την Εμα Στόουν, που φυσικά είναι υποψήφια στα Οσκαρ, όπως και ο συμπρωταγωνιστής της Ράιαν Γκόσλινγκ. Γενικώς η ταινία έχει μέχρι σήμερα σαρώσει (και στις Χρυσές Σφαίρες), επομένως όλα δείχνουν ότι τη βραδιά της Κυριακής 26 Φεβρουαρίου ο τίτλος «La La Land» θα ακουστεί ουκ ολίγες φορές. Σε τι όμως μπορεί να οφείλεται αυτή η τρομερή αγάπη που τόσος κόσμος έδειξε για το «La La Land» που βρίσκεται πλέον στο στόμα κάθε ανθρώπου που ενδιαφέρεται για τον κινηματογράφο;
Ερωτας, τραγούδι και χορός!
Ακούγοντας έναν τίτλο όπως «La La Land», το μυαλό σου αρχικώς πηγαίνει στο «τρα λα λα», κάτι που εκτός από τραγούδι, δηλώνει και μια ευχάριστη τρέλα, την οποία η ταινία σίγουρα έχει. Ομως LA είναι και τα αρχικά του Los Angeles, της πόλης στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία της ταινίας και έτσι το LA του τίτλου της ταινίας του Σαζέλ είναι κάτι σαν συνδυασμός όλων των παραπάνω.
Στο σύγχρονο Λος Αντζελες, την Πόλη των Αγγέλων, ένας ανορθόδοξος έρωτας προσπαθεί να ανθήσει. Εκείνη είναι η Μία (Στόουν), σερβιτόρα που προσπαθεί να γίνει ηθοποιός σε μια πόλη που σου ζητά γερό στομάχι για να τα βγάλεις πέρα με τον τρομερό ανταγωνισμό. Εκείνος είναι ο Σεμπάστιαν (Γκόσλινγκ), πιανίστας της τζαζ, με όνειρο να ανοίξει κάποτε ένα κλαμπ παραδοσιακής τζαζ. Δύσκολος χαρακτήρας, «ένας φοίνικας που αναδύεται μέσα από τις στάχτες του» όπως ο Σεμπάστιαν αποκαλεί τον εαυτό του, θέλει να ακολουθήσει τα χνάρια του Τελόνιους Μονκ και του Κένι Κλαρκ, μακριά από τον σύγχρονο εκφυλισμό μιας μουσικής που τόσο πολύ αγαπά αλλά βλέπει να αργοπεθαίνει.
Μιλάμε λοιπόν για ένα αρχετυπικό love story, όχι δηλαδή κάτι πρωτότυπο, αν και την πρωτοτυπία εδώ την κάνει η ίδια η φρέσκια κινηματογράφησή του, με τον Σαζέλ να υποκλίνεται ευγενικά στην ιστορία ανεκπλήρωτων ερώτων του αμερικανικού κινηματογραφικού ρομάντζου κλείνοντας το μάτι σε διάφορες κλασικές ταινίες.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς –από την «Καζαμπλάνκα» μέχρι τη «Νέα Υόρκη Νέα Υόρκη» και από το «West Side Story» ως τα «Καλύτερά μας χρόνια».
Είναι απερίγραπτη η αγάπη με την οποία ο φακός του διευθυντή φωτογραφίας Λάινους Σάντγκρεν κινηματογραφεί αυτή την πόλη των neon φώτων τη νύχτα και του λαμπερού ήλιου την ημέρα. Χάρμα οφθαλμών τα τζαζ μπαράκια και τα ξενοδοχεία με τις πισίνες, τα ακριβά εστιατόρια και τα αχανή κινηματογραφικά στούντιο (πόλεις από μόνα τους), ακόμα και η φορτωμένη από την κίνηση εθνική οδός στην αρχή της ταινίας, όταν οδηγοί και συνοδηγοί εγκαταλείπουν τα οχήματά τους και αρχίζουν να τραγουδούν και να χορεύουν εν εξάλλω. Βέβαια, μέσα από την ομορφιά της ταινίας, αναδύεται και μια αύρα πίκρας γιατί το Λος Αντζελες, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, δεν είναι μόνον η πόλη της εκπλήρωσης των ονείρων αλλά και της απότομης ακύρωσής τους. Ο Σαζέλ ισορροπεί με φαντασία και ακρίβεια ανάμεσα στα δύο και το αποτέλεσμα κυριολεκτικά σε απογειώνει!
Η εκδίκηση(;) των μαύρων
Ενας χρόνος κλείνει εφέτος από τη μάλλον υπερβολική έκρηξη οργής των μαύρων καλλιτεχνών της Αμερικής για την απουσία του μαύρου στοιχείου από τα περυσινά Οσκαρ. Και να που, ως εκ θαύματος, εφέτος στη μετά Μπαράκ Ομπάμα εποχή, τρεις μαύρες ηθοποιοί διεκδικούν το Οσκαρ β’ γυναικείου ρόλου (Βαϊόλα Ντέιβις -«Fences», Οκτάβια Σπένσερ – «Hidden divs», Ναόμι Χάρις – «Moonlight»), ένας μαύρος ηθοποιός, δις βραβευμένος με Οσκαρ, προτείνεται για το α’ ρόλου (Ντενζέλ Ουάσιγκτον – «Fences»), ένας μαύρος ηθοποιός για το β’ ρόλου (Μαχερσάλα Αλι-«Moonlight»), ένας πρωτοεμφανιζόμενος μαύρος σκηνοθέτης για το σκηνοθεσίας (Μπάρι Τζένκινς – «Moonlight») και δύο ταινίες με 100% αφροαμερικανική ταυτότητα έχουν κερδίσει πολλές υποψηφιότητες, ανάμεσα στις οποίες και για καλύτερη ταινία.
Η μία είναι το «Moonlight» του Τζένκινς, που από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται και στην Ελλάδα. Τρεις φέτες ζωής ενός μαύρου ομοφυλόφιλου, του Σαϊρόν, από την παιδική ηλικία ως την ωριμότητα των 30, δομημένες με σχολαστική ακρίβεια και πολύ σταθερά βήματα, ώστε τελικά το πρόσωπο που βλέπουμε να μεγαλώνει στην ταινία, να αποκτά μια πληρότητα αλλά και την πλήρη κατανόηση του θεατή. Με οκτώ υποψηφιότητες, η ταινία αποτελεί μια από τις πραγματικές εκπλήξεις του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου της περασμένης χρονιάς, μια ταινία που έχει ήδη διακριθεί σε πολλές βραβεύσεις.
Η άλλη είναι το «Fences», που σκηνοθέτησε ο πρωταγωνιστής του, Ντενζέλ Ουάσιγκτον, ένα οικογενειακό δράμα που αναφέρεται στην προσπάθεια ενός μαύρου εργάτη να μεγαλώσει με αξιοπρέπεια τον γιο του στην Αμερική των φυλετικών διαταραχών της δεκαετίας του 1950. Ο σκηνοθέτης υποδύεται τον πατέρα.
Το «παρών» των Ελλήνων
Αν στις 26 Φεβρουαρίου ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Ευθύμης Φιλίππου κερδίσουν το Οσκαρ σεναρίου γραμμένου κατευθείαν για την οθόνη (και το ευχόμαστε), θα είναι οι πρώτοι Ελληνες που κερδίζουν Οσκαρ από το 1982, όταν ο Κώστας Γαβράς βραβεύθηκε με το Οσκαρ σεναρίου βασισμένου σε ξένο υλικό για τον «Αγνοούμενο». Εναν χρόνο πριν, ένας άλλος Ελληνας, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, είχε κερδίσει το βραβείο μουσικής για τους «Δρόμους της φωτιάς». Από τότε, το ελληνικό στοιχείο απουσιάζει από τα Οσκαρ, ή αν θέλετε υπάρχει παραπλεύρως, αφού ο Αλεξάντερ Πέιν, που μετρά δύο Οσκαρ σεναρίου («Πλαγίως», «Οι απόγονοι»), και πέντε ακόμα υποψηφιότητες, είναι Αμερικανός, ελληνικής καταγωγής.
Οι Λάνθιμος και Φιλίππου πάντως δεν είναι πρωτάρηδες σε αυτά τα βραβεία, αφού το 2010 ο «Κυνόδοντάς» τους ήταν υποψήφιος για το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Αντιθέτως, η πρώην δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ και της «Καθημερινής» Δάφνη Ματζιαράκη, της οποίας η ταινία «4.1 Miles» βρίσκεται στην πεντάδα των υποψήφιων για το Οσκαρ ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, είναι. Η Ματζιαράκη βρέθηκε εκεί με το σπαθί της. Κατέγραψε τις επίμονες και επίπονες επιχειρήσεις των λιμενικών αρχών της Λέσβου να προσφέρουν βοήθεια στους πρόσφυγες που καταλήγουν στα ελληνικά νησιά από τα παράλια της Τουρκίας. Το θέμα είναι άκρως επίκαιρο και η ταινία έχει πιθανότητες βράβευσης.

Που και πότε
Η τελετή απονομής των 89ων βραβείων Οσκαρ θα πραγματοποιηθεί στο Λος Αντζελες, την Κυριακή 26 Φεβρουαρίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ