Κώστας Πρετεντέρης
Θεατρικά Β΄
Εκδόσεις Εστία
σελ. 560,τιμή 24 ευρώ
Θεατρικά Β΄
Εκδόσεις Εστία
σελ. 560,τιμή 24 ευρώ
Με κοινό παρονομαστή το χιούμορ, το αστείο, την ατάκα, το γέλιο, ο Κώστας Πρετεντέρης (Αθήνα, 1926-1978) ξεκίνησε να γράφει από τα δεκαεπτά του χρόνια και δεν σταμάτησε ποτέ. Πρωτοεμφανίστηκε με επιθεωρησιακά νούμερα ενώ δεν άργησε να στραφεί στη δημοσιογραφία, τη δεκαετία του ’40, για να μετεξελιχθεί σύντομα σε χρονογράφο («Βραδυνή», «Αθηναϊκή», «Καθημερινή» και τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του στην «Ελευθεροτυπία»), ενώ η θεατρική γραφή κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Αλλωστε με τα νούμερα της επιθεώρησης πρωτοεμφανίστηκε. Μετά ήρθαν το θέατρο στο ραδιόφωνο, οι θεατρικές κωμωδίες, το κινηματογραφικό σενάριο και τέλος η τηλεόραση.
Τουλάχιστον 55 θεατρικές παραγωγές φέρουν την υπογραφή του –άλλοτε μόνο τη δική του, πιο συχνά με τον Ασημάκη Γιαλαμά, και ενίοτε σε συνεργασία με συγγραφική ομάδα -, καθώς και περίπου 20 σενάρια για ταινίες στη μεγάλη οθόνη. Μαζί ήρθαν και οι στίχοι για δεκάδες τραγούδια, πολλά εκ των οποίων παραμένουν διαχρονικά («Οι θαλασσιές σου οι χάντρες», «Μάμπο μπραζιλέιρο», «Η πρώτη μας νύχτα», «Ποιος το ξέρει», «Χαρά μου» κ.ά.). Οι τηλεοπτικές σειρές ήταν καθαρά δικό του δημιούργημα και ήταν ο μόνος από τη γενιά του που όχι μόνο καταπιάστηκε με το είδος, αλλά και το κέρδισε γρήγορα, και μάλιστα με μεγάλες επιτυχίες («Ο κύριος συνήγορος», «Η κοκορόμυαλη», «Η γειτονιά μας», «Ο ονειροπαρμένος», «Τα παιδιά του Ζεβεδαίου», «Εκείνες κι εγώ», «Τρεις στον γύρο», «Ο δρόμος»).
Με τη θεματολογία μιας απλής καθημερινότητας, ο Πρετεντέρης ήξερε πώς να φανερώνει μικρές και μεγάλες αλήθειες για τη ζωή και τον έρωτα. Αφησε έτσι το στίγμα του στη μεταπολεμική κυρίως Ελλάδα, ως τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Με μια οξεία ματιά παρατήρησε και κατέγραψε τον τύπο του Ελληνα και αργότερα του νεοέλληνα, με τα ελαττώματα και τα προτερήματά του, μακριά από εμμονές και φανατισμούς, με μια καλοσυνάτη διάθεση.
Η εργογραφία του αποτελεί την τοιχογραφία μιας κοινωνίας, από το 1953 ως το 1978, έναν καθρέφτη της χώρας, ίσως μεγεθυντικό λόγω κωμικής διάστασης, αλλά πάντα καλών προθέσεων. Ηταν η εποχή της ελπίδας και της αισιοδοξίας. Κάπως έτσι ήταν/είναι και οι ήρωες των έργων του: καλόκαρδοι και χαριτωμένοι, ειλικρινείς, καπάτσοι, κι αν διέθεταν μια πονηριά ήταν καλοπροαίρετη. Αργότερα, στα χρόνια της επταετίας, πάντα με όπλο τη γραφή του, συμμετείχε στις επιθεωρήσεις με νούμερα και κείμενα που υπονοούσαν πολύ περισσότερα από όσα εννοούσαν.
Ο Κώστας Πρετεντέρης, μαζί με τους ομοτέχνους της εποχής του, όπως ο Γιώργος Οικονομίδης αλλά κυρίως ο Ασημάκης Γιαλαμάς, ο Νίκος Τσιφόρος, ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Δημήτρης Ψαθάς, ευτύχησε να συμπέσει με μια γενιά αξεπέραστων ηθοποιών –Χορν, Καρέζη, Κωνσταντάρας, Βουτσάς, Ρίζος, Ηλιόπουλος, Αλεξανδράκης, Παπαμιχαήλ, Βουγιουκλάκη, Βλαχοπούλου, Χρονοπούλου, Κοντού… Ολοι μαζί δημιούργησαν ένα καλλιτεχνικό σύμπαν που διαρκεί και απ’ ό,τι φαίνεται θα συνεχίσει –κυρίως μέσα από τις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και τα τραγούδια.
Θεατρικά Β’
Ο δεύτερος τόμος με τα Θεατρικά του Κώστα Πρετεντέρη περιλαμβάνει «Το καρέ του έρωτα» (1976), «Μιας πεντάρας νιάτα» (1965) και «Δεσποινίς διευθυντής» (1963) –τα δύο τελευταία τα έγραψε με τον Ασημάκη Γιαλαμά. Εκτός από τα προλογικά της Ελένης Βαροπούλου και του Σταμάτη Φασουλή, ο τόμος αυτός περιλαμβάνει και μια αναλυτική, ανά τομέα, εργογραφία του συγγραφέα. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Εστίας, όπως και ο πρώτος (Θεατρικά Α’ – 1998), όπου την αντίστοιχη τριλογία συνθέτουν τα έργα «Ο κουνενές» (1978, ήταν το τελευταίο και παίχθηκε με επιτυχία για δύο σεζόν), «Η κόμισσα της φάμπρικας» (1966) και «Ενας ιππότης για τη Βασούλα» (1967) –με σημειώματα του Ασημάκη Γιαλαμά και του Μάριου Πλωρίτη.
«Οπως το θέατρο του βουλεβάρτου άνθησε στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα (…) έτσι και οι κωμωδίες του Κώστα Πρετεντέρη βρήκαν θερμή ανταπόκριση σε ένα μαζικό κοινό, τότε που αυτό πήγαινε σινεμά για να δει αγαπημένους ηθοποιούς στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Υπάρχει στους διαλόγους των προσώπων ένας τόνος σεναρίου, υπάρχει στις φράσεις μια ευθύβολη και σπινθηροβόλα διατύπωση που είναι για τον θεατή μικρή πνευματική άσκηση, έτσι καθώς κινητοποιεί περισσότερο το πνεύμα και το σώμα παρά το βίωμα και τη συνείδηση» επισημαίνει η Ελένη Βαροπούλου και αναλύει τα τρία θεατρικά με άξονα την ψυχαγωγία και την απόλαυση του θεατή, τη δυναμική της δράσης και της αντίδρασης, ανάμεσα στο κείμενο και το κοινό.
«Σαν να κατρακυλάνε βότσαλα σε σκάλα από άσπρο μάρμαρο» ακουγόταν στα αφτιά του Σταμάτη Φασουλή το όνομα του Κώστα Πρετεντέρη προτού πλάσει την εικόνα του συγγραφέα. Εκτοτε είναι «σαν να κατρακυλάνε βότσαλα τα γέλια στις άσπρες σκάλες του Θεάτρου», αναφέρει ο σκηνοθέτης και ηθοποιός στο δικό του σημείωμα, για να καταλήξει: «Είχε ένα μεγάλο χάρισμα ο Κώστας Πρετεντέρης: Δεν ακολουθούσε την εποχή του, πήγαινε μαζί της χέρι-χέρι. Δεν περίμενε να διαμορφωθεί μια κατάσταση και μετά να την ακολουθήσει. Ηταν αυτός ο ίδιος που έμπαινε απ’ τους πρώτους και τη διαμόρφωνε». Δεν είναι και λίγο αυτό…
Γόνιμο δίδυμο γραφής
Ενα ιδιαίτερα γόνιμο συγγραφικό δίδυμο αποτέλεσαν ο Κώστας Πρετεντέρης και ο Ασημάκης Γιαλαμάς (1909-2004): Δύο διαφορετικοί άνθρωποι και χαρακτήρες, μοιράστηκαν πολλές επιτυχίες στο σανίδι και στο πανί, έχοντας τον δικό τους τρόπο επικοινωνίας. Τα περισσότερα από τα θεατρικά τους γράφτηκαν μέσα στον κόσμο και στη φασαρία, σε τραπέζια ζαχαροπλαστείων και καφενείων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ