Να λοιπόν που μπήκαμε για τα καλά με τον Τραμπ στην εποχή της «μετα-αλήθειας» και των «εναλλακτικών γεγονότων». Είναι μια κρίσιμη στιγμή όχι μόνο για την πολιτική αλλά και για τη δημοσιογραφία στις ΗΠΑ.
Πριν από τέσσερις δεκαετίες η αποκάλυψη του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ από δύο ακούραστους ερευνητές ρεπόρτερ της «Washington Post» έριξε τον Νίξον, έδειξε την ισχύ της τετάρτης εξουσίας στη Δημοκρατία και ενέπνευσε δημοσιογράφους σε όλον τον κόσμο. Τώρα ένας νέος πρόεδρος των ΗΠΑ κηρύσσει τους εκπροσώπους του Τύπου ανέντιμα όντα και λέει ότι βρίσκεται σε πόλεμο με τα ΜΜΕ.
Παγκόσμια έρευνα που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα βρήκε ότι μόνο το 43% των ανθρώπων εμπιστεύεται πλέον τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης. Οι δημοσιογράφοι βρίσκονται σε θέση άμυνας –πρέπει να αποδείξουν την ακεραιότητά τους σε ένα όλο και πιο καχύποπτο κοινό, που τους βλέπει με σκεπτικισμό. Ο αγώνας για το ποιος θα καθορίζει τα γεγονότα θα είναι κεντρικό χαρακτηριστικό της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος διατυμπανίζει ότι περιφρονεί τα «συστημικά» ΜΜΕ και μιλάει «αδιαμεσολάβητα» και κατά κόρον με τους οπαδούς του στο Twitter.
Στις αρχές του 21ου αιώνα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει και μέσα μαζικής ενημέρωσης. Επιτρέπουν σε ηγέτες να παρακάμπτουν τα παραδοσιακά ΜΜΕ –εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις –και να μιλάνε απευθείας στην κοινή γνώμη. Το είδαμε και στην Τουρκία όταν το βράδυ του πραξικοπήματος ο Ερντογάν απευθύνθηκε στον λαό μέσω Facetime, μιας εφαρμογής του Facebook. Με τα 34.000 tweets του, ο Τραμπ αντιλαμβάνεται την εμβέλεια και τη δύναμη των social media. Γνωρίζει πολύ καλά ότι μπορεί να καθίσει αναπαυτικά στο Οβάλ Γραφείο και με μόνο ένα tweet να καθορίσει την ειδησεογραφία της ημέρας ή να αποσπάσει την προσοχή του κόσμου μακριά από ειδήσεις που δεν τον βολεύουν.
Μερικά από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ δέχονται τώρα ότι συνέβαλαν στην άνοδο του Τραμπ. Τον πρόβαλαν γιατί ανέβαζε κατακόρυφα την τηλεθέαση. Ηταν ο υποψήφιος που με τα ακραία και τα εξωφρενικά που έλεγε έβγαζε πλούσιο ρεπορτάζ και ειδήσεις κάθε μέρα. Μόνο που η άνοδός του στην εξουσία χτίστηκε εν μέρει και στην επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον των «συστημικών», των «πουλημένων», των «διαπλεκόμενων» ΜΜΕ. Εφτασε στο σημείο να αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις ρεπόρτερ του CNN. Να καταγγείλει ότι οι δημοσιογράφοι είναι «τρομεροί άνθρωποι, οι χειρότεροι». Ηταν μια σκόπιμη τακτική, με στόχο να στιγματίσει ένα μεγάλο μέρος των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ως μέρος της ελίτ, του κατεστημένου που αδιαφορεί για τα βάσανα των απλών Αμερικανών. Εσπειρε την ιδέα ότι ο κόσμος δεν μπορεί να εμπιστευθεί τους δημοσιογράφους και τις ιστορίες που γράφουν. Εμφανίζοντας τους δημοσιογράφους ως αναξιόπιστους πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα τα ΜΜΕ που τον κατηγορούσαν για τα ψέματα, τις υπερβολές και τον λαϊκισμό της εκστρατείας του.
Και έτσι ζούμε πια στον «κόσμο μετά την αλήθεια». O όρος «post-truth» ή «post-fact politics» (πολιτική της μετα-αλήθειας και του μετα-γεγονότος) θέλει να πει ότι κάνουμε πολιτική χωρίς να μας απασχολεί τι είναι αληθές και τι ψευδές, τι είναι γεγονός και τι όχι, ότι αυτός ο χαρακτηρισμός για τα πράγματα δεν μας ενδιαφέρει καν. Και αυτή η περιφρόνηση, η αδιαφορία για τα πραγματικά γεγονότα ίσως είναι μεγαλύτερο πρόβλημα από το να λέει ένας πολιτικός απλώς πολλά ψέματα.
Διότι η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς γεγονότα που γίνονται ευρέως αποδεκτά. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα γεγονότα δεν πρέπει να αμφισβητούνται ή να γίνονται αντιπαραθέσεις για το νόημά τους, αλλά οι κοινωνίες χρειάζονται ένα υπόβαθρο αξιόπιστων πληροφοριών που θα ενημερώνουν τις αποφάσεις των πολιτών. Αν οι συνωμοσίες, τα ψέματα, οι μισές αλήθειες και οι υπερβολές γίνονται δεκτές ως «εναλλακτικά γεγονότα», τότε είναι πολύ πιο δύσκολο για την κοινή γνώμη να κρίνει έναν ηγέτη και τις αποφάσεις του.
Οταν, πριν από λίγες ημέρες, η σύμβουλος στον Λευκό Οίκο Κέλιαν Κόνγουεϊ ρωτήθηκε γιατί ο εκπρόσωπος Τύπου του προέδρου είπε ψέματα σχετικά με το μέγεθος του πλήθους στην ορκωμοσία του Τραμπ, εκείνη τον υπερασπίστηκε, λέγοντας ότι είχε προσφέρει «εναλλακτικά γεγονότα». Ο Τσακ Τοντ, του NBC, ανταπάντησε ότι τα «εναλλακτική γεγονότα δεν είναι γεγονότα, είναι ψεύδη».
Οι περισσότεροι Αμερικανοί εξακολουθούν να ενημερώνονται από τις ειδήσεις στην τηλεόραση, αλλά περισσότερο από το 30% ενημερώνονται από το Διαδίκτυο, και ιδίως από το Facebook. Υπάρχει τώρα μια μεγάλη έρευνα για τον ρόλο των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης στη διάδοση ψευδών πληροφοριών. Στην Ευρώπη, επίσης, τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης είναι σε κρίση, με την αξιοπιστία και την ακεραιότητά τους υπό αμφισβήτηση.
Στη Γερμανία, κραταιά ΜΜΕ κατηγορήθηκαν ότι απέκρυψαν την αλήθεια στην κάλυψη των σεξουαλικών επιθέσεων σε γυναίκες στην Κολονία, την Πρωτοχρονιά του 2016, επειδή οι άνδρες δράστες ήταν μετανάστες –κάτι που θεωρήθηκε ότι θα έβλαπτε πολιτικά την καγκελάριο Μέρκελ. Στο βαρόμετρο Edelman Trust –που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα –η εμπιστοσύνη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχει πέσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα σε 17 από τις 28 χώρες που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες του Τραμπ οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί είναι αντιμέτωποι με δύσκολα διλήμματα. Πότε θα επιτρέπουν σε ένα tweet από τον πρόεδρο να κυριαρχεί στην ειδησεογραφία; Θα έχουν το θάρρος τα καλωδιακά δίκτυα να αγνοήσουν ένα τέτοιο tweet; Με πόσο ζήλο θα ασχολούνται τα δίκτυα με δυνητικά επιβλαβείς για τον πρόεδρο ειδήσεις, αν κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβαση σε κυβερνητικές πηγές; Ορισμένοι οργανισμοί ΜΜΕ στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γερμανία επιμένουν στους «ελέγχους πραγματικότητας», ως μέρος της κάλυψης των ειδήσεων, αλλά είναι μια διαδικασία χρονοβόρα και δύσκολη.
Τρόπους για να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη στις στατιστικές και στις επίσημες πληροφορίες ψάχνουν και οι κυβερνήσεις. Και η νέα εποχή της μετα-αλήθειας θα μπορούσε να προωθήσει τη δημιουργία περισσότερων φορέων που θα είναι πραγματικά ανεξάρτητοι από την κυβέρνηση και από τους πολιτικούς. Σε κάθε περίπτωση όμως τα «εναλλακτικά γεγονότα» του Τραμπ θα οδηγήσουν σε μια μάχη για το ποιος θα καθορίζει την αλήθεια. Η αμερικανική δημοσιογραφία ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει μία από τις πιο σκληρές δοκιμασίες της.
HeliosPlus