Η ιστορία, μας διδάσκει ότι οι σύγχρονες κοινωνίες και ο πολιτισμός μας έχουν δομηθεί με τη δύναμη του λόγου. Ο δημόσιος λόγος αποτελεί το κατ’ εξοχήν μέσο ισχύος από όλες τις μορφές εξουσίας. Τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο επεκτείνουν τη δύναμη του δημόσιου και ιδιωτικού λόγου στα πέρατα της γης…
Στην κοινωνία της πληροφορίας που ζούμε, η δύναμη του λόγου και της εικόνας αποτελούν ίσως την πιο ισχυρή μορφή εξουσίας. Ο λόγος εκφέρεται ως πληροφόρηση, αλλά και παραπληροφόρηση. Η δύναμη της επιρροής του λόγου, κινητοποιεί θετικά ή αρνητικά κράτη, λαούς και πολίτες.
Στο παγκόσμιο χωριό ο δημόσιος λόγος φθάνει σε κάθε σπίτι διαμέσου της TV και του διαδικτύου. Τα ισχυρά κέντρα αποφάσεων στον κόσμο, οι ισχυροί του χρήματος με ελάχιστα λόγια -ανακοινώσεις, sms «τιτιβίσματα» κ.α. ασκούν τεράστια επιρροή στους πληθυσμούς της γης. Παράδειγμα ο πρόσφατος προεκλογικός λόγος στις ΗΠΑ για την ανάδειξη του νέου Προέδρου κυριάρχησε σε κάθε γωνιά της γης και σήμερα ο Τραμπ με τα «τιτιβίσματά» του απασχολεί όλον τον πλανήτη.
Λόγια, λόγια πολλά λόγια ακούγονται ελεύθερα παντού. Καλά, άσχημα, υβριστικά κ.α. Η ελευθερία της έκφρασης θεμελιώνεται σε διεθνείς συμβάσεις και συντάγματα, εκτός, όπου γης οι τοπικές εξουσίες φιλτράρουν και ελέγχουν την πληροφόρηση. Υπάρχουν βέβαια και κανόνες, διεθνείς και τοπικοί που ελέγχουν –περιορίζουν την ελευθερία του λόγου, όταν βλάπτεται το δημόσιο συμφέρον και η διεθνής τάξη πραγμάτων, όπως ισχύει και εξελίσσεται μέσα στο χρόνο.
Συνεπώς, στις ευνομούμενες πολιτείες η έκφραση λόγου είναι ελεύθερη, αλλά όχι ανεξέλεγκτη και ανεκτή σε μία δημοκρατική κοινωνία. Ιδιαίτερα, δεν επιτρέπεται σε όσους ασκούν δημόσια εξουσία να προσβάλουν με τον λόγο τους την αισθητική της Δημοκρατίας και τους ηθικούς και νομικούς κανόνες που ισχύουν κάθε φορά.
Δυστυχώς, στη χώρα μας ο δημόσιος λόγος στην περίοδο της κρίσης έχει εκτραπεί από την κανονικότητα, τη λογική και την πραγματικότητα. Οι επιχειρηματολογικές στρατηγικές των πολιτικών κομμάτων και η γλωσσική αντιπαράθεση εκφράζουν ανάγλυφα την έκπτωση των αξιών, την χρεοκοπία και τον κατακερματισμό του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού. Προς χάριν των παραταξιακών αναγκών και το κυνήγι της εξουσίας, έχουμε απαξιώσει και τις δυνατότητες της χώρας και τις ικανότητες των πολιτών.
Ο δημόσιος –πολιτικός λόγος αυτήν την περίοδο εκφράσθηκε σε τρεις βασικές ενότητες υπεράνω των ταξικών διαφορών:
Α. Με τη μνημονιακή ρητορεία.
Β. Με την αντιμνημονιακή ρητορεία.
Γ. Με την παραδοσιακή, προστατευτική γλώσσα του περιούσιου και «ανάδελφου» έθνους.
* Τη μνημονιακή ρητορεία υιοθέτησαν τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας ΠΑΣΟΚ –ΝΔ με τις γλωσσικές εκφράσεις: «επτωχεύσαμε έχουμε ανάγκη χρημάτων και δανείων», «σανίδα σωτηρίας τα μνημόνια», «η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, σωτήρια λέμβος», «οι κανόνες της ευρωζώνης και της αγοράς μας επιβάλουν τα μέτρα», «τα μνημόνια είναι μονόδρομος», «φυγή από τα μνημόνια σημαίνει άτακτη χρεοκοπία», «η λιτότητα και οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν μονόδρομο αλλά θα ζωντανέψουν την ανάπτυξη κ.α. «Σε λίγο βγαίνουμε στις αγορές και επιστρέφουμε στην κανονικότητα» τα λεγόμενα success story.
* Η αντιμνημονιακή ρητορεία ξεπήδησε ως λάβα ηφαιστείου από το κοινωνικό σοκ που προκάλεσαν οι μνημονιακές ρυθμίσεις. Αυτή την κοινωνική έκρηξη αγκάλιασαν τα κινήματα που συγκρότησαν το ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ, τη
Χρυσή Αυγή κ.α. Το αγκάλιασμα αυτό εκφράσθηκε με γλωσσικές «ατάκες» συνωμοσιολογίας, πάθους, μίσους και αγανάκτησης και με εθνικιστικά χρώματα όπως:
«Οι σκοτεινές δυνάμεις της Γερμανίας έβαλαν στόχο να κυριεύσουν την Ελλάδα», «Τα μνημόνια και η τρόικα πρέπει να σβήσουν από τον χάρτη». Οι μνημονιακοί είναι «γερμανοτσολιάδες», είναι «προσκυνημένοι» «δεν έχει νόημα το ευρώ καλή είναι και η δραχμή» «ερχόμενοι στην εξουσία με μια μονοκονδυλιά με ένα μονάχα άρθρο θα καταργήσουμε τα μνημόνια και τα δάνεια». Με αυτό το λεξιλόγιο επισπεύσθηκαν οι εκλογές το 2015, με αυτές τις υποσχέσεις έγινε το δημοψήφισμα και πριν ο αλέκτωρ λαλήσει ήρθε το 3ο Μνημόνιο!!! Αυτή η γλωσσολογία της ριζοσπαστικής –αριστερό-σοσιαλ-εθνικιστικής ρητορείας άλλαξε και προσαρμόσθηκε πολύ γρήγορα στα μνημονιακά προτάγματα, όπως όλοι γνωρίζουμε και θα αναφερθώ παρακάτω.
* Την παραδοσιακή προστατευτική γλώσσα του «ανάδελφου» έθνους υιοθέτησε η παραδοσιακή κομμουνιστική αριστερά, τα κινήματα της δραχμής και βέβαια η αντιδραστική, ολοκληρωτική γραμμή της Χρυσής Αυγής.
Οι παραπάνω συγκρουσιακές επιχειρηματολογικές στρατηγικές των κομμάτων, καθώς και το γλωσσικό λεξιλόγιο οδήγησαν σε μία ιδιότυπη, αξιακή και πνευματική έκπτωση του πολιτικού κόσμου, της διανόησης και των πολιτών. Ο δημόσιος λόγος από μέσο πολιτικού διαλόγου μετατράπηκε σε μέσο πολιτικής βίας. Ο δημόσιος λόγος απομακρύνθηκε από το πεδίο της λογικής στο πεδίο της συνωμοσίας, των σκοτεινών δυνάμεων, όπως της Γερμανίας, του ΔΝΤ και της τυραννικής τρόικας. Τα συνθήματα ενεργοποίησαν πάθη, μίση, αυταπάτες, διχασμούς (διχόνοιες), κινήματα αγανακτισμένων…
Σ΄ αυτό το περιβάλλον:
* Ο διαπαιδαγωγικός ρόλος των κομμάτων, το καθήκον, η αλήθεια και η ευθύνη για τις ανάγκες του έθνους, της οικονομίας και της κοινωνίας υποχώρησαν.
* Αντίθετα, το ψεύδος, οι αυταπάτες, ο μύθος, η κολακεία και το «χάιδεμα των αυτιών των πολιτών κέρδισαν έδαφος όλη αυτή την περίοδο..
Αφού όλα αυτά τα ζήσαμε από το 2010 μέχρι το 2015. Δεν λέμε όμως να λογικευτούμε και με σοβαρότητα και ευθύνη να αντιμετωπίσουμε τις πραγματικές ανάγκες της χώρας μας. Έτσι, σήμερα η κατάσταση αντί να βελτιώνεται, γίνεται πιο απογοητευτική και περίπλοκη. Αφότου το 3ο Μνημόνιο ψηφίσθηκε, οι κυβερνώντες (ΣΥΡΙΖΟ- ΑΝΕΛ) προσαρμόσθηκαν και ενσωματώθηκαν στο μνημονιακό «μπλοκ». Μπορεί η προσγείωση των κυβερνόντων στην πραγματικότητα να ήταν ανώμαλη, αλλά τουλάχιστο τελείωσαν οι αυταπάτες. Οι ιδεολογικές σημαίες έχουν υποσταλεί και τα αντιμνημονιακά συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ ξεχάσθηκαν πολύ γρήγορα. Μονάχα οι αντιπολιτευόμενοι τα θυμούνται. Αναμέναμε να αλλάξουν τα πράγματα, να έρθει κάποια σταθερότητα και βεβαιότητα για το μέλλον. Να ζωντανέψει η παραγωγική Ελλάδα. Να ανακοπεί η λιτότητα και η παρακμή. Φαίνεται όμως από τα πράγματα: «ότι ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε». Οι δημοσκοπήσεις που καταγράφουν –φωτογραφίζουν τη συγκυρία επιβεβαιώνουν με συντριπτικούς αριθμούς (86%) ότι στραβά αρμενίζουμε. Η απογοήτευση των πολιτών για το αύριο είναι πρωτοφανής. Το επιχειρηματικό τοπίο για την παραγωγική Ελλάδα είναι αφιλόξενο. Όλα πάνε κάθε μέρα και χειρότερα.
Αντί όμως να δούμε κατάματα την πραγματικότητα συνεχίζουμε να εθελοτυφλούμε και να διεκδικούμε ποιους θα κυβερνήσει τα ερείπια μιας απαξιωμένης χώρας. Αφού τελειώσαμε με τις αυταπάτες της κατάργησης των Μνημονίων με ένα νόμο και ένα άρθρο, περάσαμε στην περίοδο του διπλού δεσμού,
της διχαλωτής γλώσσας. Από τη μία γίναμε φίλοι με Μέρκελ, Ολάντ και τους «θεσμούς», από την άλλη διατηρούμε για το «πόπολο» και λίγα από την αντιμνημονιακή ρητορεία. Έχουμε έναν δημόσιο λόγο στο εξωτερικό και έναν άλλον δημόσιο λόγο στο εθνικό μπαλκόνι. Αυτή τη διγλωσσία τη ζήσαμε και τη πληρώσαμε σαν χώρα στην πρώτη αξιολόγηση και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι μας στοίχισε 80 δις.. Δηλαδή, κάναμε τους «ταραξίες», μας βάλανε στη φυλακή οι δανειστές και μας βγάλανε με εγγύηση το 3ο Μνημόνιο.
Τη ζήσαμε και με τα capital control, με τη νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την παράδοση των διοικήσεων στους δανειστές, με το Υπερταμείο της δημόσιας περιουσίας στον έλεγχο των δανειστών κ.α. Το ζούμε με την τρέχουσα αξιολόγηση που εδώ και μήνες βρισκόμαστε στην αναμονή…
Η διγλωσσία και η αμφισημία στο δημόσιο λόγο των κυβερνώντων, καλλιεργεί πρωτοφανείς αριθμούς δυσπιστίας στους πολίτες. Η εμπιστοσύνη στο εσωτερικό και το εξωτερικό παραμένει ως πρωταρχικό ζητούμενο. Θεσμοί, επενδυτές, φορείς, πολίτες αμφισβητούν τα λεγόμενα της κυβερνητικής εξουσίας. Η «διχαλωτή» γλώσσα δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, σιγουριά, ασφάλεια, ελπίδα. Σ’ αυτές τις συνθήκες ο δημόσιος λόγος και ιδιαίτερα ο πολιτικός, έχει υποβαθμισθεί επικίνδυνα. Απομακρύνει τους πολίτες από τα κόμματα, τους θεσμούς και εν γένει τη συμμετοχή τους στα κοινά. Το λεξιλόγιο ακόμη και στο κοινοβούλιο υποβαθμίζει την αισθητική της Δημοκρατίας.
Τα νιάτα δεν βρίσκουν πλέον ελκυστική την πολιτική, δηλαδή τη συμμετοχή στις κοινές υποθέσεις της κοινωνίας μας. Η απόσταση κυβέρνησης με την κοινωνία και τους επαγγελματικούς και κοινωνικούς φορείς, όλο και γίνεται πιο μεγάλη. Ανάγκη να μπει φραγμός στην παρακμή του δημόσιου λόγου. Να επαναφέρουμε τα πράγματα στο πεδίο της λογικής, της αλήθειας και της ευθύνης. Η διγλωσσία στον δημόσιο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ ασφαλώς έχει μία στρατηγική για τη συγκράτηση των
κοινωνικών δυνάμεων, του «αντιμνημονιακού μπλοκ», και του εκλογικού σώματος του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ. Η κυβερνητική αυτή διγλωσσία μπορεί να εξυπηρετεί σ’ ένα βαθμό τις παραταξιακές ανάγκες αλλά βλάπτει τις ανάγκες της χώρας. Οι κυβερνώντες βρίσκονται ανάμεσα σε συμπληγάδες γι’ αυτό και ο δημόσιος λόγος δεν είναι καθαρός και αληθινός.
Για να βγούμε από την κρίση, ο πολιτικός κόσμος πρέπει να επαναφέρει τον δημόσιο λόγο στην κανονικότητα, στο πεδίο της λογικής και της αλήθειας. Ο πνευματικός κόσμος και οι δυνάμεις της δημιουργίας και της παραγωγής μπορούν και πρέπει να ελέγξουν, να αποκαλύψουν την αλήθεια και το ψεύδος στον δημόσιο λόγο. Όχι ως κίνημα αγανακτισμένων, αλλά ως δύναμη ευθύνης, σοβαρότητας και προοπτικής αυτής της πολύπαθης χώρας. Με τη δύναμη του ορθού λόγου και τη συμμετοχή των πολιτών, σίγουρα μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.